
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ματθ. 10, 32 – 33, 37 – 38, 19, 27 – 30), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 61).
«Ὅστις δ’ ἄν ἀρνήσηται με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτόν κἀγώ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 33).
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, ὁ Χριστός καλεῖ τούς ἀνθρώπους νά ἔρθουν κοντά του καί νά γίνουν ἀκόλουθοί του. Δέν κάνει καμμιά ἐξαίρεσι. Καλεῖ τούς ἄντρες, καλεῖ τίς γυναῖκες, καλεῖ τά παιδιά, καλεῖ πλουσίους καί φτωχούς, καλεῖ σοφούς καί ἀγραμμάτους. Καλεῖ, χωρίς νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν καταγωγή, ἡλικία, χρῶμα, φυλή καί ἔθνος. Ὅλοι εἶνε δεκτοί. Ἀνοιχτές εἶνε οἱ πόρτες τῆς δικῆς του βασιλείας.
Ἀλλ’ ἐνῷ τούς καλεῖ, δέν βιάζει κανένα. Δέν χρησιμοποιεῖ τή βία, ὅπως οἱ βασιλιᾶδες καί οἱ τύραννοι τοῦ κόσμου. Τό μόνο ὅπλο του εἶνε ὁ λόγος. Μ’ αὐτό προσπαθεῖ νά πείσῃ τούς ἀνθρώπους νά τόν ἀκολουθήσουν. Τούς καλεῖ ἀπό ἀγάπη. Μιά ἀγάπη, πού δέν ὑπάρχη μέτρο νά μετρηθῇ. Μιά ἀγάπη ἀπέραντη. Ὅπως ἡ κλῶσσα πού βλέπει τόν κίνδυνο κράζει καί καλεῖ κοντά της τά πουλιά, γιά νά τά φυλάξῃ κάτω ἀπό τίς φτεροῦγες της, ἔτσι καί ὁ Χριστός, πού θέλει νά σώσῃ τούς ἀνθρώπους ἀπό βέβαιη καί αἰώνια καταστροφή, τούς καλεῖ νά ἔρθουν κοντά του καί νά ἀσφαλισθοῦν κάτω ἀπό τό σταυρό, κάτω ἀπό τίς παντοδύναμες φτεροῦγες τῆς ἀγάπης του.
Ἀσφάλεια, χαρά, εἰρήνη καί εὐτυχία, νά τί θά βροῦν οἱ ἄνθρωποι κοντά στό Χριστό. Καί θά ἔπρεπε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά τρέχουν καί νά πηγαίνουν στό Χριστό καί νά γίνωνται πιστοί ἀκόλουθοί του.
* * *
Ἀλλά τρέχουν καί πᾶνε ὅλοι στό Χριστό; Ὄχι. λίγοι εἶνε αὐτοί πού ἀκοῦνε τήν πρόσκλησί του καί πηγαίνουν κοντά του. Ἀλλά καί ἀπ’ αὐτούς τούς λίγους δέν μένουν ὅλοι μέχρι τέλους. Μένουν μέχρις ὅτου τά πράγματα πηγαίνουν καλά καί κανένας δέν τούς ἐνοχλεῖ γιά τήν πίστι τους. Ὅταν δοῦν ὅτι τά συμφέροντά τους ζημιώνονται, τότε δειλιάζουν καί ἀρνοῦνται τό Χριστό. Τόν ἀρνοῦνται ὅπως ὁ Πέτρος, πού ξημερώνοντας Μεγάλη Παρασκευή φοβήθηκε καί ἀρνήθηκε τρεῖς φορές τό Χριστό. «Οὐκ οἶδα τόν ἄνθρωπον», ἔλεγε σ’ ἐκείνους πού τόν ρωτοῦσαν ἄν εἶνε μαθητής τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 26, 72). «Οὐκ οἶδα…». Δέν τόν ξέρω, ἀφῆστε μέ ἥσυχο!… Πέτρο, τί κάνεις; Ἀρνεῖσαι τό Χριστό; Δέν ἤσουν ἐσύ πού ἔλεγες, ὅτι δέν θά τόν ἀρνηθῇς ποτέ;… Βέβαια ὁ Πέτρος γιά τήν ἄρνησι αὐτή τοῦ Χριστοῦ μετανόησε εἰλικρινά, ἔχυσε δάκρυα πικρά, καί οὐδέποτε πιά στή ζωή του τόν ἀρνήθηκε. Ὅπου καί ἄν βρισκόταν ὡμολογοῦσε μέ θάρρος τό Χριστό. Καί τέλος μαρτύρησε ὁμολογώντας τό ὄνομά του. Πόσοι ὅμως ἀπ’ αὐτούς, πού ἀρνοῦνται σήμερα τό Χριστό, μετανοοῦν σάν τόν Πέτρο καί χύνουν δάκρυα πικρά γιά τήν ἄρνησί τους; Γιά νά καταλάβουμε ὅλοι, κι αὐτοί κ’ ἐμεῖς, πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶνε ἡ ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ, ἄς ἀκούσουμε τί λέει σήμερα στό Εὐαγγέλιο ὁ Χριστός γιά ‘κείνους πού τόν ἀρνοῦνται, γιά ‘κείνους πού δέν ἔχουν τόν ἡρωϊσμό νά τόν ὁμολογοῦν. Φοβερά εἶνε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ. «Ὅποιος», λέει, «θά μέ ὁμολογήσῃ ἐμπρός στούς ἀνθρώπους, θά τόν ὁμολογήσω κ’ ἐγώ ἐμπρός στόν οὐράνιο Πατέρα. Ὅποιος θά μ’ ἀρνηθῇ ἐμπρός στούς ἀνθρώπους, θά τόν ἀρνηθῶ κ’ ἐγώ ἐμπρός στόν οὐράνιο Πατέρα» (Ματθ. 10, 32 – 33).
Σύμφωνα μέ τά λόγια αὐτά, ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ ἀξίζει αἰώνιο ἔπαινο, ἐνῷ ἡ ἄρνησι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄρνησι τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, εἶνε ἀξία αἰωνίας κολάσεως. Ὁμολογεῖς τό Χριστό; Θά σέ ὁμολογήσῃ κ’ ἐκεῖνος. Ἀρνεῖσαι τό Χριστό; Θά σ’ ἀρνηθῇ κ’ ἐκεῖνος. Μικρό θεωρεῖς νά σ’ ἀρνηθῇ ὁ Χριστός; Δέν σοῦ κάνει αὐτό καμμιά ἐντύπωσι; Θά ἔρθῃ ὅμως ὥρα, πού θά πονέσῃς καί θά κλάψῃς ἀπαρηγόρητα. Ἀλλά τότε τί τό ὄφελος; Θά εἶνε πιά πολύ ἀργά. Τώρα κλαῖς γιά ἄλλα πράγματα. Τώρα κλαῖς καί ἀναστενάζεις καί ἔχεις μεγάλο πόνο στήν καρδιά, γιατί παρακαλῶ; Γιατί ἡ γυναῖκα, πού ἀγαποῦσες καί ζοῦσες μαζί της καί περνοῦσες εὐχάριστες ὧρες καί μέρες, ἡ γυναίκα αὐτή τώρα σέ ἀρνιέται καί δέν θέλει οὔτε νά σέ κοιτάξῃ οὔτε νά σοῦ πῇ καλημέρα. Σοῦ στοιχίζει, λοιπόν, ἡ ἄρνησι μιᾶς γυναίκας, καί δέν σοῦ στοιχίζει ἡ ἄρνησις τοῦ Χριστοῦ; Ἀλλ’ ὁ Χριστός, πού θά σέ ἀρνηθῇ καί δέν θά γυρίσῃ πιά νά σέ κοιτάξῃ, ἀξίζει περισσότερο ἀπό ὅλα τά ἀγαπημένα πρόσωπα, ἀξίζει πιό πολύ ἀπό ὅλο τόν κόσμο. Πῶς νά σοῦ τό πῶ; πῶς νά σοῦ τό περιγράψω, γιά νά τό αἰσθανθῇς; Νά πάψῃ ὁ ἥλιος νά σέ θερμαίνῃ καί νά σέ φωτίζῃ, νά πάψουν οἱ πηγές νά σέ δροσίζουν, νά πάψουν τά δέντρα νά σέ τρέφουν, νά πάψῃ ὁ ἀέρας νά σοῦ δίνῃ τό ὀξυγόνο, θά εἶνε μεγάλες συμφορές. Ἀλλά τί εἶνε οἱ συμφορές αὐτές μπροστά στή συμφορά νά σέ ἀρνηθῇ ὁ Χριστός; Ὁ Χριστός εἶνε ὁ Ἥλιος, πού φωτίζει καί θερμαίνει. Ὁ Χριστός εἶνε τό ἀθάνατο Νερό. Ὁ Χριστός εἶνε τό Δένδρο τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός εἶνε τό πᾶν. Νά σέ ἀρνηθῇ ὁ Χριστός; Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη συμφορά ἀπό αὐτή.
* * *
Ἀλλ’ ἴσως κάποιος, πού ἀκούει τά λόγια αὐτά, νά πῇ· «Ἐγώ εἶμαι χριστιανός. Βαφτίστηκα στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀγαπῶ τό Χριστό. Πῶς μοῦ λές, ὅτι τόν ἀρνοῦμαι; Ἐγώ δέν θυμᾶμαι καμμιά περίπτωσι πού νά τόν ἔχω ἀρνηθῆ…»
Λές, ἄνθρωπε, ὅτι δέν θυμᾶσαι καμμιά περίπτωσι πού νά ἀρνήθηκες τό Χριστό; Μακάρι νά ἦταν ἔτσι! Ἀλλά δυστυχῶς δέν εἶνε ἔτσι. Θά σοῦ θυμίσω μερικές περιπτώσεις καί θά πεισθῇς.
Ξέρω ὅτι, ὅταν εἶσαι μόνος σου στό σπίτι, πρίν καθήσῃς στό τραπέζι, κάνεις τό σταυρό σου. Δέν βάζεις μπουκιά στό στόμα σου χωρίς νά πῇς τήν προσευχή σου. Ἀλλά νά· φεύγεις ἀπό τό χωριό σου καί πηγαίνεις στή μεγάλη πολιτεία, καί κάποιοι συγγενεῖς σου, πού εἶνε ἐγκατεστημένοι καί ζοῦνε σάν πρωτευουσιάνοι, σέ καλοῦν στό τραπέζι τους. Πηγαίνεις. Θαμπώνεσαι ἀπό τήν πολυτέλεια. Φαγητά ἐκλεκτά. Σερβίτσια σπουδαῖα. Τί νά τά κάνῃς ὅμως; Αὐτοί πού σέ καλοῦν δέν πιστεύουν. Εἶνε μοντέρνοι ἄνθρωποι. Κάποτε ἔκαναν τόν σταυρό τους. Τώρα δέν τόν κάνουν. Κάθονται στό τραπέζι χωρίς σταυρό. Καί κοροϊδεύουν ἐκείνους, πού ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νά κάνουν τό σταυρό τους. Ἐσύ στήν περίπτωσι αὐτή τί θά κάνῃς; Θά σηκωθῇς ὄρθιος καί θά κάνῃς τό σταυρό σου ἀδιαφορώντας γιά τίς εἰρωνεῖες τῶν συγγενῶν σου; Ἐάν ναί, τότε ὡμολόγησες τό Χριστό καί εἶσαι ἄξιος ἐπαίνου. Ἐάν ὅμως ντραπῇς τούς ἀνθρώπους καί δέν κάνῃς τό σταυρό σου, τότε ἔχασες τήν εὐκαιρία νά ὁμολογήσῃς τό Χριστό. Τόν ἀρνήθηκες, καί εἶσαι ἄξιος τιμωρίας καί καταδίκης.
Θέλεις κι ἄλλες περιπτώσεις πού ἀρνήθηκες τό Χριστό; Ταξιδεύεις. Ξεκινᾷ τό αὐτοκίνητο, ὁ σιδηρόδρομος, τό καράβι, τό ἀεροπλάνο. Σάν χριστιανός πρέπει νά κάνῃς τό σταυρό σου. Ἀλλά σύ δέν τόν κάνεις, γιατί αὐτοί πού συνταξιδεύουν μαζί σου δέν κάνουν τό σταυρό τους καί κοροϊδεύουν τή θρησκεία. Κ’ ἐσύ ντρέπεσαι καί φοβᾶσαι. Ἀρνεῖσαι ἔτσι τό Χριστό.
Μικρές, θά πῇς, εἶνε οἱ ἀρνήσεις αὐτές. Ἀλλά ἀπό τά μικρά θά προχωρήσῃς στά μεγάλα, καί θά καταντήσῃς ν’ ἀρνηθῇς καί αὐτή τήν πίστι σου.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ὁ Χριστός δέν μᾶς θέλει δειλούς καί ἄνανδρους. Θέλει νά εἴμαστε γενναῖοι καί τολμηροί. Θέλει νά τόν ὁμολογοῦμε ὅπου καί νά βρισκώμαστε. Δέν πρέπει νά μοιάζουμε μέ τά παιδιά, πού παίζουν τό κρυφτούλι καί κρύβονται. Ὄχι κρυπτοχριστιανοί. Ἀλλά χριστιανοί μέ παρρησία καί θάρρος, πού μέ λόγια καί μέ ἔργα θά ὁμολογοῦμε τό Χριστό καί θά προτιμοῦμε νά ξερριζώσουν τή γλῶσσα μας, νά κόψουν τό κεφάλι μας, παρά ν’ ἀρνηθοῦμε καί νά βλασφημήσουμε τό Σωτῆρα Χριστό.

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.