
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰωάν. 4, 5 – 42), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 36).
«Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὅς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός;» (Ἰωάν. 4, 29).
Τό Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, μιλάει σήμερα γιά τή Σαμάρεια. Τί ἦταν ἡ Σαμάρεια; Ἦταν μιά ἀπό τίς τέσσερις ἐπαρχίες, πού ἦταν χωρισμένο τό κράτος τοῦ Ἰσραήλ. Ἦταν μεταξύ τῆς Ἰουδαίας καί τῆς Γαλιλαίας. Οἱ κάτοικοί της στήν ἀρχή ἦταν Ἰουδαῖοι, πού εἶχαν τήν καταγωγή τους ἀπ’ τή γενιά τοῦ Ἰακώβ. Ἀλλά στά 721 π.Χ. ἔγινε στήν ἐπαρχία αὐτή μεγάλη ἀναστάτωσι. Εἰδωλολάτρης βασιλιᾶς νίκησε τούς Ἰουδαίους, κατέκτησε τήν ἐπαρχία κ’ ἔφερε δικούς του ἀνθρώπους ἀπό τό βασίλειό του. Τούς ἐγκατέστησε στά σπίτια καί στά χωράφια τῆς Σαμαρείας. Ἔτσι οἱ ἄποικοι εἰδωλολάτρες ἀνακατεύτηκαν μέ τούς Ἰουδαίους, πού εἶχαν ἀπομείνει. Κι ἀπό τό ἀνακάτεμα αὐτό ξένων καί ἐντοπίων βγῆκε ἕνας λαός ἀλλόκοτος, πού δέν ἦταν οὔτε 100% εἰδωλολάτρες οὔτε 100% Ἰουδαῖοι. Τά ἔθιμά τους ἄλλα μέν ἦταν παρμένα ἀπό τήν εἰδωλολατρική θρησκεία, ἄλλα δέ ἀπό τήν ἰουδαϊκή θρησκεία. Γι’ αὐτό τό λόγο οἱ γνήσιοι Ἰουδαῖοι, πού κατοικοῦσαν στίς ἄλλες ἐπαρχίες, μισοῦσαν καί ἀποστρέφονταν τούς Σαμαρεῖτες. Τούς θεωροῦσαν νόθα παιδιά τοῦ Ἰσραήλ. Γάμοι μεταξύ τους δέν γίνονταν, καλημέρα δέν ἔλεγαν· καί οἱ Ἰουδαῖοι, γιά νά μήν περάσουν ἀπό τά χωριά τους, ἀναγκάζονταν νά κάνουν ὁλόκληρο γῦρο γιά νά πᾶνε στή Γαλιλαία. Καί οἱ Σαμαρεῖτες τά ἴδια σχεδόν αἰσθήματα ἔτρεφαν γιά τούς Ἰουδαίους. Ἐπειδή δέ οἱ Ἰουδαῖοι δέν τούς ἄφηναν νά πηγαίνουν στό ναό τοῦ Σολομῶντος, ἔκτισαν δικό τους ναό πάνω σ’ ἕνα βουνό, πού τό ἔλεγαν Γαριζίν. Καί μέχρι σήμερα ὑπάρχουν Σαμαρεῖτες, ἀλλά πολύ λίγοι.
* * *
Τό Εὐαγγέλιο σήμερα μᾶς λέει, ὅτι ὑπῆρχε μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού ὠνομαζόταν Συχάρ. Λίγο ἔξω ἀπ’ τήν πόλι αὐτή ἦταν ἕνα περίφημο πηγάδι. Λεγόταν «πηγάδι τοῦ Ἰακώβ». Οἱ κάτοικοι τῆς Συχάρ καμμιά ἰδέα δέν εἶχαν γιά τό Χριστό. Ζοῦσαν μέ τά ἔθιμά τους. Στίς μεγάλες γιορτές ἀνέβαιναν στό βουνό Γαριζίν, ἔσφαζαν ζῷα, πρόσφεραν θυσίες, καί λάτρευαν τό Θεό. Κανείς δέν πῆγε ἐκεῖ νά τούς διδάξῃ καί νά τούς διαφωτίσῃ. Σκοτάδι θρησκευτικό καί ἠθικό βασίλευε ὄχι μόνο στήν πόλι Συχάρ, ἀλλά καί σ’ ὅλη τήν ἐπαρχία τῆς Σαμαρείας.
Ἀλλά νά, τώρα πολλοί ἀπό τούς κατοίκους τῆς πόλεως Συχάρ, ἄνδρες καί γυναῖκες, πιστεύουν στό Χριστό. Πιστεύουν καλύτερα ἀπό τούς Ἰουδαίους. Πιστεύουν καί διαλαλοῦν τήν πίστι τους. Πιστεύουν κ’ εἶνε γεμᾶτοι χαρά καί ἀγαλλίασι. Πῶς ἔγινε τό θαῦμα αὐτό; Πῶς ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπό προλήψεις καί δεισιδαιμονίες, ἄνθρωποι πού ζοῦσαν στό σκοτάδι, γνώρισαν τήν ἀλήθεια καί εἶδαν τό φῶς; Πῶς; Τό λέει τό Εὐαγγέλιο.
Μιά γυναίκα τούς πῆρε καί τούς πῆγε στό Χριστό. Μιά γυναίκα ἀπό τόν τόπο τους. Μιά γυναίκα ἁμαρτωλή. Εἶχε παντρευτῆ τέσσερις φορές. Χώρισε, ἔδιωξε καί τούς τέσσερις ἄντρες, καί ζοῦσε παράνομα μέ ἕναν πέμπτον ἄντρα. Αὐτή ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, πού ὅλοι τήν ἀποστρέφονταν γιά τήν ἁμαρτωλή ζωή της, αὐτή ἀπότομα ἄλλαξε, μετανόησε καί πίστεψε στό Χριστό.
Πῶς; Ἔφυγε ἀπό τή Σαμάρεια καί πῆγε στήν Ἰουδαία, πῆγε στά Ἱεροσόλυμα καί στά ἄλλα μέρη ὅπου δίδασκε καί κήρυττε ὁ Χριστός; Ὄχι. Δέν πῆγε ἡ Σαμαρείτισσα στό Χριστό. Ὁ Χριστός πῆγε στή Σαμαρείτισσα. Ὁ Χριστός; Ναί, ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός ἀγαποῦσε ὅλο τόν κόσμο, καί ἤθελε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά πιστέψουν στόν ἀληθινό Θεό. Θεός ἦταν, ἀλλά φόρεσε σάρκα καί ἔγινε ἄνθρωπος. Ὡς Θεός ὁ Χριστός γνώριζε, ὅτι σ’ ἐκείνη τή δυστυχισμένη χώρα τῆς Σαμαρείας ὑπῆρχε ἕνα διαμάντι. Διαμάντι, πού εἶχε πέσει μέσα στή λάσπη, καί κανένας δέν τό πρόσεχε. Διαμάντι ἦταν αὐτή ἡ ἁμαρτωλή γυναίκα, ἡ Σαμαρείτισσα. Παρ’ ὅλη τήν κατάπτωσι καί τή διαφθορά της, μέσα της ἔκρυβε κάτι τό πολύτιμο. Ἐρχόταν ὥρα πού σιχαινόταν τόν ἑαυτό της. Ἒβλεπε πόσο χαμηλά εἶχε πέσει. Ποθοῦσε μιά ἀνώτερη ζωή. Ποθοῦσε νά γνωρίσῃ τήν ἀλήθεια.
Καί ὁ Χριστός, πού γνωρίζει τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ξεκίνησε ἀπό μακριά βαδίζοντας μέ τά πόδια χιλιόμετρα πολλά. Ἦταν ἐποχή πού ὁ ἥλιος ἔκαιγε τίς πέτρες, καί ἦρθε καταμεσήμερο καί κάθησε κοντά στήν πηγή τοῦ Ἰακώβ. Ἦταν κουρασμένος καί διψασμένος. Ἔρημος ὁ τόπος. Καμμιά ψυχή δέν φαινόταν. Τήν ὥρα ἐκείνη ἦρθε ἡ Σαμαρείτισσα νά πάρῃ νερό. Ὁ Χριστός ἄνοιξε συζήτησι μαζί της. Μιά συζήτησι, πού δέν μποροῦμε στό λίγο χῶρο τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ νά τή διηγηθοῦμε καί νά τήν ἐξηγήσουμε ὅπως τήν ἐξήγησαν οἱ διδάσκαλοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μόνο τόσο λέμε ἐδῶ, ὅτι τά λόγια πού εἶπε ὁ Χριστός σάν μιά λεπτή βροχή ἔπεφταν στήν ψυχή τῆς Σαμαρείτισσας, πού διψοῦσε τήν ἀλήθεια. Καί ἡ ἁμαρτωλή αὐτή γυναίκα, πού γιά πρώτη φορά στή ζωή της ἄκουγε τέτοια λόγια καί ἔβλεπε ἕνα τέτοιο ἐνδιαφέρον γιά τή σωτηρία της, πίστεψε στό Χριστό.
Πῆγε νά πάρῃ νερό, καί βρῆκε τό ἀθάνατο νερό. Τί δροσιά, τί ἀνάπαυσι, τί χαρά εἶνε ὁ Χριστός! Καί μιά ἐπιθυμία φούντωσε τώρα μέσα της. Θέλει ὅλοι οἱ συγχωριανοί της, ὅλες οἱ γυναῖκες καί ὅλοι οἱ ἄντρες, νά γνωρίσουν καί νά πιστέψουν στό Χριστό. Γι’ αὐτό ἀφήνει τή στάμνα της στήν πηγή καί πηγαίνει στήν πόλι καί εἰδοποιεῖ ὅλο τόν κόσμο. «Ἐλᾶτε», τούς λέει, «ἐλᾶτε νά δῆτε ἕναν ἄνθρωπο, πού μοῦ εἶπε πρωτάκουστα πράγματα, πού μοῦ φανέρωσε τά μυστικά τῆς ζωῆς μου. Ἐλᾶτε νά τόν γνωρίσετε. Ἐλᾶτε νά τόν ἀκούσετε. Ἀξίζει τόν κόπο. Μή χάσετε τέτοια εὐκαιρία, γιατί περαστικός εἶνε καί θά φύγῃ. Ἐλᾶτε, παρακαλῶ· καί μόνοι σας, ἅμα τόν δῆτε καί τόν ἀκούσετε, θά κρίνετε ποιός εἶνε. Γιά μένα δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι εἶνε ὁ Χριστός, εἶνε ὁ Μεσσίας. Εἶνε αὐτός, πού περίμεναν μέ τόση λαχτάρα οἱ ἄνθρωποι….».
Ἔδωσαν μεγάλη σημασία στά λόγια τῆς γυναίκας οἱ συγχωριανοί της. Τά ἔλεγε ὄχι μέ κρύα ἀλλά μέ ζεστή καρδιά. Πολλοί βγῆκαν ἀπό τήν πόλι καί πῆγαν στό Χριστό. Εἶχαν κι αὐτοί πόθο νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια. Καί ὁ Χριστός, βλέποντας τόν πόθο τους, ἔμεινε δύο μέρες μαζί τους. Πολλοί ἀπ’ αὐτούς πίστεψαν στό Χριστό καί ἔλεγαν στή Σαμαρείτισσα· «Πιστεύουμε στό Χριστό ὄχι γιατί μᾶς τό εἶπες σύ, ἀλλά γιατί αὐτά πού ἀκούσαμε μέ τ’ αὐτιά μας καί εἴδαμε μέ τά μάτια μας αὐτές τίς δύο μέρες, μᾶς ἔκαναν νά πιστέψουμε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ἀληθινός Σωτῆρας τοῦ κόσμου».
* * *
Τί διδασκόμαστε, ἀγαπητοί μου; Νά μιμοῦμεθα κ’ ἐμεῖς τή Σαμαρείτισσα. Νά πιστέψουμε κ’ ἐμεῖς στό Χριστό, ὅπως πίστεψε ἐκείνη. Νά πιστέψουμε μέ ὅλη τήν καρδιά μας. Νά μετανοήσουμε, ν’ ἀφήσουμε τήν ἁμαρτωλή ζωή. Νά τρέξουμε κ’ ἐμεῖς, σάν τή Σαμαρείτισσα, νά πᾶμε νά βροῦμε τούς ἀνθρώπους τῆς Σαμαρείας, τούς ἀνθρώπους δηλαδή πού εἶνε γεμᾶτοι προλήψεις καί δεισιδαιμονίες, πού δέν γνωρίζουν τό Χριστό, τούς ἀνθρώπους πού δέν δοκίμασαν πόσο ὄμορφη καί γλυκειά εἶνε ἡ ζωή κοντά στό Χριστό. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν κατοικοῦν μακριά μας. Δέν εἶνε ἀνάγκη νά βαδίσουμε χιλιόμετρα γιά νά τούς βροῦμε. Ὄχι. Εἶνε κοντά μας. Εἶνε οἱ φίλοι μας. Εἶνε οἱ συγγενεῖς μας. Εἶνε οἱ συγχωριανοί μας. Εἶνε ἴσως ὁ πατέρας, ὁ σύζυγος, τά παιδιά. Σ’ ὅλους αὐτούς νά ποῦμε τό λόγο τῆς Σαμαρείτισσας· «Ἐλᾶτε στό Χριστό». Κι ὅταν ἔρθουν κοντά στό Χριστό, μόνοι τους πιά θά πεισθοῦν, ὅτι ὁ Χριστός εἶνε ὁ ἀληθινός Σωτῆρας τοῦ κόσμου.

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Οἱ Εἰκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.