Τοῦ †Φώτη Κόντογλου

«Φρονήσατε περί τοῦ Κυρίου ἐν ἀγαθότητι καί ἐν ἁπλότητι καρδίας ζητήσατε Αὐτόν. Ὅτι εὑρίσκεται τοῖς μή πειράζουσιν Αὐτόν, ἐμφανίζεται τοῖς μή ἀπιστοῦσιν Αὐτῷ. Σκολιοί γάρ λογισμοί χωρίζουσιν ἀπό τοῦ Θεοῦ». (Σοφία Σολομ. α’, 1).
Εἴπαμε πώς οἱ σημερινοί ἄνθρωποι κάνανε θρησκεία τους τήν ἐπιστήμη καί τή γνώση καί ἐπειδή μάθανε νά ζητᾶνε χειροπιαστές ἀποδείξεις, ζητᾶνε καί γιά τόν Θεό τέτοιες ἀποδείξεις. Κι ἐπειδή δέν εἶναι δυνατό νά τίς ἔχουνε, εἶναι βουτηγμένοι στό σκοτάδι τῆς ἀθεΐας, ἔχοντας τήν ἰδέα πώς δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀλήθεια ἀπό κείνη πού διδάσκει ἡ ἐπιστήμη. Ἕνας ἅγιος λέγει: «Γιά τόν ἄνθρωπο πού δέν ἔχει μέσα του τή χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν πίστη, ἐπειδή ἡ γνώση ἐξετάζει κάθε πρᾶγμα πρίν νά τό παραδεχτεῖ». «Ὅταν ἡ στέρησις τῆς χάριτος πληθυνθῇ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, τότε δι’ αὐτόν ἡ γνῶσις μείζων ἐστί τῆς πίστεως, διά τήν ἐξέτασιν».
Μ’ ὅλο πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἰδέα πώς μέ τή γνώση καί μέ τήν ἐπιστήμη πλούτηνε πνευματικά, στ’ ἀλήθεια φτώχηνε μ’ αὐτή, κατάντησε πάμφτωχος, γιατί, μέ τό νά καταγίνεται μέρα – νύχτα μέ τή γνώση, πού ἀποχτιέται μέ μιά μηχανική κι ἀντιπνευματική λειτουργία, ἀδυνάτισε τίς πνευματικές δυνάμεις του, θόλωσε τά πνευματικά μάτια του, βούλωσε τά πνευματικά αὐτιά του, ἔχασε, μ’ ἕναν λόγο, τήν πνευματική ἐκείνη εὐαισθησία πού εἶχε παλαιότερα, κι ἡ πνευματική κεραία του δέν εἶναι πιά σέ θέση νά πιάσει κάποια μυστηριώδη κύματα καί κάποια ὑπερφυσικά μηνύματα πού ἔρχουνται ἀπό ἕναν ἄλλον κόσμο. Ἀπόμεινε ἱκανός μονάχα γιά τήν ὑλική γνώση, πού τή θεωρεῖ καί πνευματική γνώση, μήν ξέροντας τί εἶναι στ’ ἀλήθεια ἡ πνευματική γνώση, δηλαδή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Δέν εἶναι σέ θέση νά ξεχωρίσει τήν πίστη ἀπό τή γνώση κι ἀρνιέται κάθε πρᾶγμα πού δέν εἶναι δυνατό νά γνωριστεῖ μέ τόν τρόπο πού γνωρίζει ἡ ἐπιστημονική γνώση, δηλαδή μέ τήν παρατήρηση καί μέ τήν ἀπόδειξη, πού φέρνει τή συγκατάθεση τοῦ μυαλοῦ.
Νά, τί γράφει ἕνας ἅγιος γιά τήν πίστη καί γιά τή γνώση: «Ἡ γνώση εἶναι ἐνάντια στήν πίστη. Κι ἡ πίστη εἶναι σέ ὅλα ἀδέσμευτη ἀπό τούς νόμους τῆς γνώσης, ὄχι ὅμως τῆς πνευματικῆς, ἀλλά τῆς σαρκικῆς γνώσης. Γιατί, τοῦτος εἶναι ὁ ὁρισμός τῆς γνώσης: ὅτι χωρίς ἐξέταση καί δίχως ἔρευνα, δέν ἔχει ἐξουσία νά κάνει τίποτα, ἀλλά ἐξετάζει ἄν εἶναι δυνατό νά γίνει ἐκεῖνο πού βάζει στόν νοῦ της καί πού θέλει. Ἡ πίστη ὅμως εἶναι κάποιο πρᾶγμα πού δέν ἀποχτιέται ἄν θελήσει νά τήν πλησιάσει κανένας μ’ ἕναν τρόπο πού δέν εἶναι σωστός», δηλαδή ἄν τήν πλησιάσει χωρίς εὐλάβεια καί μέ πονηρή περιέργεια. «Ἡ γνώση, λέγει παρακάτω ὁ ἅγιος, χωρίς ἐξέταση καί χωρίς τή διαδικασία τοῦ λογικοῦ, δέ μπορεῖ νά ἀποχτηθεῖ. Κι αὐτό εἶναι τό σημάδι πού φανερώνει τήν ἀμφιβολία πού ἔχει ἡ γνώση γιά τήν ἀλήθεια. Ἡ πίστη ὅμως ζητᾶ μοναχά ἕνα φρόνημα καθαρό καί ἁπλό, πού εἶναι ξένο ἀπό κάθε πανουργία κι ἀπό περίπλοκους συλλογισμούς. Κύτταξε πῶς εἶναι ἐνάντια ἡ μιά στήν ἄλλη. Ἡ κατοικία τῆς πίστης (δηλ. ὁ τόπος πού μέσα σ’ αὐτόν θά κατοικήσει) εἶναι ἔννοια νηπιώδης καί καρδιά ἁπλή, κατά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ πού εἶπε: “ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν ουρανών“».

Ἡ γνώση εἶναι ἐνάντια σ’ αὐτά πού εἶπε ὁ Κύριος. Ἡ γνώση εἶναι ἕνα πρᾶγμα φυσικό καί φυλάγει τούς νόμους τῆς φύσης σέ ὅλους τούς δρόμους της. Ἡ πίστη ὅμως ἐνεργεῖ τήν ὁδοιπορία της ἀπάνω ἀπό τή φύση. Ἡ γνώση δέν τολμᾶ νά παραδεχτεῖ κάποιο πρᾶγμα πού καταργεῖ τή φύση, ἀλλά μακραίνει ἀπ’ αὐτό. Ἡ πίστη ὅμως τό ἐπιτρέπει μέ εὐκολία, καί λέγει: “Ἀπάνω στήν ὀχιά καί στή δεντρογαλιά θά πατήσεις, καί θά καταπατήσεις τό λιοντάρι καί τόν δράκοντα“. Πίσω ἀπό τή γνώση ἀκολουθεῖ ὁ φόβος, καί πίσω ἀπό τήν πίστη ἀκολουθεῖ ἡ ἐλπίδα. Γιατί, ὅσο πορεύεται καθένας μέ τούς τρόπους τῆς γνώσης, τόσο περισσότερο δένεται ἀπό τόν φόβο καί δέ μπορεῖ νά γλυτώσει ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλά ἐκεῖνος πού ἀκολουθεῖ τήν πίστη, γίνεται παρευθύς ἐλεύθερος κι αὐτεξούσιος, καί σάν γυιός τοῦ Θεοῦ πολιτεύεται μέ ἐξουσία σ’ ὅλα τά πράγματα. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τήν πίστη, σάν Θεός μεταχειρίζεται ὅλες τίς δυνάμεις τῆς κτίσης. Γιατί ἡ πίστη ἔχει ἐξουσία νά δημιουργήσει καινούρια κτίση, κατά μίμηση τοῦ Θεοῦ. Καί πολλές φορές, μπορεῖ νά κάνει τά πάντα ἀπό τά ἀνύπαρκτα. Ἡ γνώση ὅμως, δίχως ὕλη δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα.
Γιά τοῦτο, ἡ γνώση φυλάγεται από τά επικίνδυνα τῆς φύσης, καί δέν τολμᾶ νά περάσει ἀπό μέσα τους. Ἡ πίστη ὅμως τά περνᾶ μέ ἐξουσία. Ἐπειδή, πολλοί μέ τήν πίστη μπήκανε στή φλόγα καί βάλανε χαλινάρι στή δύναμη τῆς φωτιᾶς καί δέν πάθανε τίποτα κι ἀπάνω στή θάλασσα βαδίσανε, σάν νἄτανε ξηρά. Κι ὅλα αὐτά εἶναι ἀπάν’ ἀπό τή φύση καί ἐνάντια στούς τρόπους τῆς γνώσης καί δείχνουνε πώς εἶναι μάταια κι ἀδύνατη στούς τρόπους καί στούς νόμους της. Εἶδες τήν πίστη πῶς διαβαίνει ἀπάνω ἀπό τή φύση καί κάνει τόν δρόμο τῆς ὁδοιπορίας της; Πέντε χιλιάδες χρόνια(¹), ἤ λίγο περισσότερο ἤ λιγώτερο, κυβερνούσανε τόν κόσμο οἱ τρόποι τῆς γνώσης, κι ὁ ἄνθρωπος δέν μπόρεσε νά σηκώσει τό κεφάλι του ὁλότελα καί νά νοιώσει τή δύναμη Ἐκείνου πού τόν ἔπλασε. Ὥσπου ἀνάτειλε ἡ πίστη μας (ὁ Χριστός) καί μᾶς λευτέρωσε ἀπό τό σκοτάδι τῆς γήϊνης ἐργασίας κι ἀπό τή μάταια ὑποταγῆ. Καί τώρα πάλι, τώρα πού βρήκαμε τή θάλασσα τήν ἀτάραχή καί τόν θησαυρό τόν ἀνεξάντλητο, ποθοῦμε νά πιοῦμε πάλι ἀπό πηγές θολωμένες. Δέν ὑπάρχει γνώση πού νά μήν εἶναι φτωχή, ὅσο κι ἄν φαίνεται πλούσια. Ἀλλά τούς θησαυρούς τῆς πίστης, δέν τούς χωρᾶνε ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ.
Ἡ γνώση ἔχει πάντα μέσα της τόν φόβο. Ἐνῶ ἡ πίστη δέν φοβᾶται. Γι’ αὐτό λέγει τό Εὐαγγέλιο πώς ὁ Πέτρος σάν φοβήθηκε, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Κι ὁ Παῦλος λέγει: «Οὐκ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας εἰς φόβον, ἀλλ’ ἐλάβετε πνεῦμα ὑιοθεσίας». Πάντα ἀκολουθεῖ πίσ’ ἀπό τόν φόβο ἡ ἀμφιβολία κι ἡ ἀμφιβολία πίσω ἀπό τήν ἐξέταση, κι ἡ ἐξέταση εἶναι ὁ τόπος πού πορεύεται ἡ γνώση.
Ἡ γνώση μποδίζει τούς μαθητές της νά σιμώσουνε σέ ὅσα εἶναι ξένα πρός τή φύση κι ἀκατόρθωτα γι’ αὐτή. Κύτταξε ὅμως τή δύναμη τῆς πίστης, τί ἐξουσία δίνει στούς μαθητευόμενούς της: “Στ’ ὄνομά μου, λέγει, δαιμόνια θά βγάλετε, φίδια θά πιάνετε κι ἄν πιεῖτε κανένα θανατερό φαρμάκι, δέν θά σᾶς βλάψει“. Κι ἀλλοῦ λέγει: “Ὅλα εἶναι δυνατά σέ κεῖνον πού πιστεύει, γιατί στόν Θεό δέν εἶναι τίποτα αδύνατο“. Ὢ πλοῦτος ἀνέκφραστος καί θάλασσα πλούτου μέ τά κύματά της καί μέ τούς θαυμαστούς θησαυρούς της, πού ξεχύνουνται ἀπό τή δύναμη τῆς πίστης! Πόσο γεμάτη θάρρος καί μέ πόση ἀγαλλίαση κι ἐλπίδα γίνεται ἡ ὁδοιπορία μαζί της!
Αὐτή ἡ γνώση γιά τήν ὁποία μιλήσαμε εἶναι ἡ σαρκική ἤ φυσική γνώση. Ὑπάρχει ὅμως κι ἡ πνευματική γνώση, κι αὐτή ἡ γνώση ἀποτελειώνεται μέ τήν πίστη, κι ἀποχτᾶ δύναμη ν’ ἀνέβει ψηλά καί νά νοιώσει ἐκεῖνο πού εἶναι ὑψηλότερο ἀπό κάθε αἴσθηση, καί νά δεῖ ἐκείνη τή φωτοχυσία πού εἶναι ἀκατανόητη γιά τόν νοῦ καί γιά τή γνώση τῶν κτισμάτων(²). Μέ τήν πίστη μαθαίνουμε ἐκεῖνα τά ἀκατανόητα κι ὄχι μέ τήν ἐξέταση καί μέ τή δύναμη τῆς γνώσης.
Τέτοια ἀθάνατα καί φρικτά νοήματα πῶς νά τά νοιώσει ὁ ἄνθρωπος, πού κάνει μηχανές γιά νά πετάξει, μήν νοιώθοντας πώς στ’ ἀλήθεια, στά πνευματικά, εἶναι χελώνα καί σκουλῆκι κολλημένο στή λάσπη τῆς ὕλης;
Αὐτός εἶναι ὁ σημερινός ἄνθρωπος πού δέν εἶναι σέ θέση νά πιστέψει στόν Θεό, παραζαλισμένος ἀπό τήν ἀλαζονεία του καί νομίζοντας πώς τά ξέρει ὅλα, ἐνῶ δέν ξέρει τίποτα ἀπό τήν παραμέσα οὐσία τοῦ κόσμου κι ἀπό τά βαθειά μυστήριά της, πού εἶναι ἀκατανόητα γιά τό μυαλό του.
Μπροστά στήν κραταιά κι ἀκατάλυτη δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ κόσμος τοῦτος κι ἡ γνώση του εἶναι ἴσκιοι θαμποί καί ψεύτικοι, «τύποι ἀφεγγεῖς καί σκιαί παρηγμέναι».
(¹) Ὁ ἅγιος πού τά γράφει ἔζησε κατά τά 550μ.Χ. Γι’ αὐτό λέγει πώς πέντε χιλιάδες χρόνια εἴχανε περάσει ἀπό τή δημιουργία ὡς τήν ἐποχή πού ἔζησε.
(²) Γνώση τῶν κτισμάτων λέγει ὁ ἅγιος τήν ἐπιστημονική γνώση, πού γνωρίζει τόν ὑλικό κόσμο.

(1895 – 1965)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 292 – 295, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.




