Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ

Μέσα στίς ποικιλώνυμες πορεῖες τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων πού γίνονται γιά τήν εἰρήνη, γιά τίς φυλετικές διακρίσεις, γιά τά ἴσα δικαιώματα, γιά τίς διάφορες «ἐλευθερίες» κ.λ.π., ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας, προσκαλεῖ αὐτές τίς μέρες τόν ὀρθόδοξο κόσμο σέ μιά καινούργια πορεία: στή μυστική πορεία πού μᾶς φέρνει σ’ ἕνα σκοτεινό καί ἄσημο σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Κι ἀκούγεται ὁ ψάλτης μέσα στά χαράματα τοῦ ὄρθρου, νά ψέλνει κατανυκτικά τό προσκλητήριο αὐτό, γιά τήν εὐλογημένη μας πορεία:
Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός·
ἀκολουθήσωμεν λοιπόν, ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ,
μετά τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων.
Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ.
Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδήν ἐπάξιον·
Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες,
τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι,
ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου,
ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας.
Ἡ πορεία γιά τή Βηθλεέμ ἔχει μιάν ἀνυπολόγιστη σημασία γιά τόν ἄνθρωπο καί δέν συγκρίνεται μέ καμμιάν ἀπό ὅσες ὀργανώνονται γιά τό καλό τάχατες τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ἡ πορεία πρός τό ταπεινό σπήλαιο εἶναι πνευματική· καί τό ἀστέρι πού θά φέγγει τήν πορεία μας, μέσα στίς κρύες νύχτες δίχως φῶς καί δίχως ζεστασιά, εἶναι τό γλυκό ἀστέρι τῆς Ἀγάπης, πού εἶναι σά νά τό βαστάει τό ἴδιο τό χέρι τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ καταμεσίς στόν πνευματικό οὐρανό μας, καί φέγγει ὅλους τούς ἀνθρώπους πού πορεύονται μέ ταπεινή καί καθαρή καρδιά πρός τό φτωχικό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Κι ἄν κάποιοι ἄνθρωποι σημερινοί – δίχως ποίηση, δίχως ἀγάπη, δίχως ταπείνωση – μᾶς ποῦν, πώς ταξιδεύοντας στόν οὐρανό μέ δορυφόρους δέν συνάντησαν οὔτε τό Θεό, οὔτε τούς Ἀγγέλους του, οὔτε τό Ἀστέρι τῆς Βηθλεέμ, ἐμεῖς ρέπει νά ἰδοῦμε ποιός τούς δασκάλεψε νά ποῦν αὐτές τίς μωρές πεζότητες, πού δείχνουν πώς δέν ἔχουν μέσα τους κανένα οὐρανό, κ’ ἑπομένως δέν πρόκειται, μέ τέτοιους τρόπους ἐγωϊστικούς καί ἐπηρμένους, νά ἰδοῦνε τό Θεό ἤ τούς Ἀγγέλους ἤ τ’ Ἀστέρι, πού μᾶς φέρνει καί μᾶς ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια στό θεῖο Σωτῆρα, στό Χριστό.
* * *
Αὐτές τίς μέρες γινόμαστε – ἐξωτερικά, ἀλίμονο, τίς περισσότερες φορές – πιό φιλέορτοι καί πιό φιλόχριστοι. Θυμούμαστε τά παιδικά μας χρόνια καί τήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ μας, οἱ ξενητεμένοι, καί δακρύζουμε. Ὅλοι σχεδόν ἀποφασίζουμε ν’ ἀφήσουμε τίς φροντίδες καί τίς καθημερινές βιοτικές μέριμνες καί νά «γιορτάσουμε» τά Χριστούγεννα. Σ’ αὐτό θά μᾶς βοηθήσουνε πολλοί παράγοντες – νά γιορτάσουμε δηλ. μέ ὅση κοσμικότητα ἐπιβάλλεται ἀπ’ τά ἔθιμα ἤ τόν καινούργιο θεό τοῦ τουρισμοῦ, πού ξεσηκώνει τήν οἰκογένεια καί τή σκορπίζει στούς πέντε ἀνέμους, γιά νά γιορτάσουν «γραφικώτερα» τά Χριστούγεννα. Βέβαια δέν θά λείψουν ἀπ’ τήν ἀτμόσφαιρα τῆς γιορτῆς κ’ οἱ πανηγυρισταί τῶν ἐφημερίδων. Ἐκεῖνοι πού ὥς τά χτές, ὅλον τόν χρόνο, βουτοῦσαν τήν πέννα τους στίς μεγαλύτερες βρωμιές, ἀπό κάθε ἄποψη καί κλῖμα, καί μᾶς ἔδιναν τά πιό ἄνοστα καί τά πιό ἀκαλαίσθητα πορνογραφήματα καί βαναυσουργήματα, θά ‘ρθουν τώρα κοντά στό στασίδι πού ψέλνει μέ σεμνότητα ὁ Παπαδιαμάντης κι ὁ Μωραϊτίδης τά χριστουγεννιάτικα, καί θ΄ ἀρχίσουν κι αὐτοί νά μιμοῦνται τό ψάλσιμό τους. Κι ἄν τυχόν καταλάβουν τήν παραφωνία τους καί σιωπήσουν, θά παραλάβουν – ὅπως κάθε χρόνο δά μᾶς ἔχουν συνηθίσει – τούς δυό Σκιαθῖτες, καί λέγοντας τίς χιλιοειπωμένες ἀναμνήσεις μέ κοινότοπα ἀναμασήματα, θά παραστήσουν τούς πνευματικούς ἀνθρώπους πού συμμετέχουν στό μεγάλον ἑορτασμό τῶν Χριστουγέννων, δίχως μιά λέξη νά μᾶς ποῦν γιά τό ὑπερφυές, τό «ξένον καί παράδοξον μυστήριον» τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ θείου Λόγου. Τό νά μιλᾶς, ὅμως, γιά τόν Παπαδιαμάντη καί τό Μωραϊτίδη τά Χριστούγεννα ἤ τό Πάσχα, ἐπειδή τό καλεῖ ἡ περίσταση καί ἡ ἐπικαιρότητα, δίχως νά συγγενεύεις πνευματικά μέ τόν κόσμο τους καί δίχως νά προσπαθεῖς νά μιμηθεῖς τόν ἐνάρετο βίο τους ἤ ὅ,τι τέλος πάντων καλό τούς ἀναγνωρίζεις πώς εἶχαν κατορθώσει, δείχνει πώς ἡ πορεία σου γιά τή Βηθλεέμ δέν εἶναι σωστή, ἤ δέν ἔγινε καθόλου αὐτή ἡ πορεία, κι οὔτε τήν αἰσθάνεσαι σάν ἀνάγκη. Εἶσαι ἕνας βολεμένος ἀνθρωπάκος, πού δέν ξέρεις τί σοῦ λείπει, ὅταν ζεῖς δίχως τό ζεστό ἐκεῖνο ἀστέρι καί δίχως τή γέννηση τῆς Βηθλεέμ. Καί στή θέση αὐτῶν τῶν λογοτεχνῶν ἤ δημοσιογράφων, πού χριστιανίζουν αὐτές τίς μέρες δίχως νά νιώθουν τίποτε βαθύτερο, ἔξω ἀπό μιά νοσταλγία τῶν παιδικῶν τους χρόνων μέ τ’ ἀπαραίτητα χριστουγεννιάτικα ἀναπολήματα, βρίσκονται καί πολλοί ἄλλοι χριστιανοί, πού γιορτάζουν ἐπιφανειακά, κοσμικά καί μ’ ἕναν τρόπο σαρκικό τά Χριστούγεννα. Μά ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά αἰσθανθοῦν κάτι πνευματικώτερο, κάτι βαθύτερο καί συγκλονιστικώτερο γιά τή ζωή τῆς ταλαιπωρημένης μας ψυχῆς, δέν φτάνει νά διαβάσουν τήν ἐπίκαιρη φιλολογία πού προσφέρουν οἱ κάθε λογῆς φυλλάδες. Πρέπει νά ξεκινήσουν – ἤδη πρέπει νά ἔχουν ξεκινήσει ἀπό μέρες τώρα – γιά τή μακρινή πολίχνη τῆς Ἰουδαίας, τή φτωχική Βηθλεέμ. Νά περπατήσουν πολύ, μέ ὁδηγό τό λαμπερό ἀστέρι τῆς ἀγάπης καί τῆς ταπεινώσεως, γιά νά βροῦν τή φάτνη. Κι ἀφοῦ προσκυνήσουν τό θεῖο Βρέφος, νά κοινωνήσουν τό «ξένον καί παράδοξον μυστήριον». Δίχως αὐτή τήν κοινωνία τοῦ Μυστηρίου, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα γεγονός, ποῦ πέρνα ἔξω ἀπό τήν ψυχή μας, ἕνα γεγονός ἀδιάφορο. Ἄν ὁ Χριστός δέν γεννηθεῖ μυστικά στή μέσα μας Βηθλεέμ, καί δέν κοινωνήσουμε προσωπικά τήν ἐνανθρώπησή του, ἡ σκοτεινή σπηλιά τῆς καρδιᾶς μας ποτέ δέν πρόκειται νά γίνει οὐρανός, ὅπως ἔγινε τότε, πρίν δύο χιλιάδες χρόνια, ὅταν «ὁ ἀχώρητος παντί, ἐν τῇ γαστρί τῆς Παρθένου ἐχωρήθη» καί γεννήθηκε στό ταπεινό σπήλαιο.
* * *
Τό «ξένον καί παράδοξον μυστήριον» τῆς ἐνσαρκώσεως πρέπει νά τό πλησιάσουμε μέ ταπείνωση καί μέ καθαρότητα σαρκός καί πνεύματος. Ὅσοι δουλεύουμε ἀσταμάτητα στήν ἡδονή τή σαρκική, πολύ λίγες ἐλπίδες ἔχουμε νά προσσεγγίσουμε τήν ἄχραντη Γέννηση τοῦ Κυρίου. Καί εἶναι, βέβαια, ἀδύνατο, ὅταν ζοῦμε μέσα στήν ἁμαρτία, ν’ ἀξιωθοῦμε τό μέγα ἀγαθό, νά αἰσθανθοῦμε δηλαδή πνευματικά νά γίνεται μέσα μας ἡ θεία Γέννηση κ’ ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει κάπου τό λόγο τοῦ Πλάτωνος, πώς ὁ μή καθαρός δέν εἶναι δυνατό, δέν ἐπιτρέπεται νά προσεγγίσει τόν καθαρό: «μή καθαρῷ, καθαροῦ ἐφάπτεσθαι οὐ θεμιτόν». Καί συμπληρώνει: «καθαρτέον πρῶτον ἑαυτόν, εἶτα τῷ καθαρῷ προσομιλητέον». Μπορεῖ καί χθές καί σήμερα νά ζήσει – ἀφοῦ ὁ Χριστός «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός» – ὁ χριστιανός τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἀφοῦ καθαρίσει μέ τό θεῖο λουτρό τῆς Ἐκκλησίας τό σπήλαιο τῆς μέσα του Βηθλεέμ. Ὁ Φιλάνθρωπος Θεός ἔρχεται νά γεννηθεῖ καί σήμερα μέσα μας, ἀρκεῖ νά τό θελήσουμε. Μᾶς τό βεβαιώνει ὁ θεῖος Μάξιμος, λέγοντας στά «θεολογικά» του κεφάλαια: «ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἐφάπαξ κατά σάρκα γεννηθεῖς, ἀεί γεννᾶται θέλων κατά πνεῦμα τοῖς θέλουσι καί γίνεται βρέφος, ἑαυτόν ἐν ἐκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς». Αὐτό τό θεῖο βρέφος, πού ἔρχεται ἀπό ἀγάπη καί φιλανθρωπία ἅ γεννηθεῖ μέσα μας, μεγαλώνει καί διαπλάθεται ἀπό τήν αὔξηση τῶν ἀρετῶν μας. Δίχως τίς ἀρετές οὔτε γεννιέται μέσα μας – ὅσα Χριστούγεννα κι ἄν γιορτάσουμε – οὔτε μεγαλώνει τό βρέφος τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Χριστός, μέ τή θεία του Γέννηση, κατέβασε τόν οὐρανό στή γῆ κι ἀνέβασε τή γῆ στόν οὐρανό. Αὐτό θά πεῖ, πώς ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό. Πρῶτα ὁ Θεός εἶχε μεταδώσει ἀπ’ τό Πνεῦμα του στόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν φτιάσει κατ’ εἰκόνα. Τώρα, στή δεύτερη αὐτή κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὁ Θεός γιά νά σώσει καί τή φθαρμένη σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, παίρνει σάρκα ἀπ’ τήν πάναγνη Μαρία, γιά νά θεοποιήσει τήν ἀνθρώπινη φύση μας. «Δευτέραν κοινωνεῖ κοινωνίαν – λέγει ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος – πολύ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν, ὅσῳ, τότε μέν τοῦ κρείττονος μετέδωκε, νῦν δέ μεταλαμβάνει τοῦ χείρονος». Κι αὐτό εἶναι, πού δείχνει καί στόν πιό δυσκολόπιστον ἄνθρωπο, τό μέγεθος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅτι «δι’ ἡμᾶς κατέβη μέχρι τοῦ χείρονος· σάρκα γάρ εἶναι ψυχῆς εὐτελέστερον, πᾶς τῶν εὖ φρονούντων ὀμολογήσει» (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος).
Αὐτό τό βάθος τῆς συγκαταβάσεως καί τῆς ταπεινώσεως πού ἔδειξε ὁ Χριστός μέ τήν θεία κένωνσή του καί τήν ἐνανθρώπησή του, βεβαιώνει καί πόσο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά φτάσει στήν ἕνωση μέ τό Θεό. Αὐτοῦ κρύβεται ἕνα βαθύ μυστήριο. Καί χρειάζεται μεγάλη πίστη ὁ ἄνθρωπος, δίχως ἀμφιβολίες καί χωρίς δυστροπίες τοῦ ὀρθοῦ λόγου – πού βασανίζεται γιά τά ὑψηλά, ἀλλά, μή μπορώντας νά γαντζωθεῖ ἀπ’ τόν οὐρανό στέρεα, γλιστράει καί πέφτει πάλι στή γῆ – γιά νά ἰδεῖ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ «τοσοῦτον Θεόν ποιοῦσαν τόν ἄνθρωπον, ὅσον αὐτός γέγονεν ἄνθρωπος. Ὁ γάρ χωρίς ἁμαρτίας γενόμενος ἄνθρωπος, δῆλον ὅτι χωρίς τῆς εἰς θεότητα μεταβολῆς τήν φύσιν θεοποιήσει καί τοσοῦτον ἀναβιβάσει δι’ ἑαυτόν, ὅσον αὐτός διά τόν ἄνθρωπον ἑαυτόν κατεβίβασεν» (Μάξιμος). Πρέπει ἐδῶ νά ἰδοῦμε τό βάθος τῆς θεολογικῆς θέσεως τοῦ ἅγ. Μαξίμου, πού μᾶς φανερώνει πόσο μακριά εἶναι ἡ Ἀγάπη καί ὁ τρόπος ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ, ἀπ’ τίς διαλεκτικές καί τίς θεραπευτικές συνήθειες τοῦ κόσμου. Στό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, βλέπουμε τίς στερήσεις τοῦ Χριστοῦ, νά γιατρεύουν τίς δικές μας στερήσεις καί νά μᾶς δίνουν τίς «ἕξεις» δηλ. τά δικαιώματα πρός τή θέωση, καί τήν παντοτινή μας ζωή μέ τό Θεό. Ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἔγινε ἡ θέωσή μας. Ἡ θεία του κένωση, ἔγινε ἡ δική μας πλήρωση. Ἡ συγκατάβασή του, ἔγινε δική μας ὕψωση. Τό πάθος του, δική μας ἀπάθεια. Κι ὁ θάνατός του, μᾶς ἔδωκε τή ζωή τήν αἰώνια. Ἔτσι ὁ Χριστός δέν ἀκολουθεῖ τήν ταχτική τῶν γιατρῶν, πού θεραπεύουν μέ τ’ ἀντίθετα φάρμακα ἕν’ ἀνθρώπινο πάθος. Ἀλλά μέ τό ὅμοιο γιατρεύει τό ὅμοιο. Ἡ «πτωχεία» τοῦ Θεοῦ – Λόγου, γιατρεύει τή δική μας φτωχεία. Τό πάθος, γιατρεύει τά πάθη μας. Ὁ θάνατός του, τό δικό μας θάνατο. Ἡ φθορά του, θεραπεύει τή δική μας φθορά. Καί ὁ πόνος του, γενικά, γιατρεύει τόν κάθε πόνο μας.
* * *
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ θά παραμένει πάντοτε γιά τόν ἄνθρωπο ἕνα μυστήριο «ξένον καί παράδοξον». Γιατί ὁ Χριστός, κι ὅταν ἀκόμη γεννηθεῖ πνευματικά μέσα μας, δέν φανερώνεται παρά «ὅσον χωρεῖν ἐπίστασαι τόν δεχόμενον». Ἔτσι «ἀεί καί φαινόμενος ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος τοῖς τρόποις τῶν μετόχων, ἀεί διαμένει κατά τήν ὑπερβολήν τοῦ μυστηρίου, τοῖς πάσιν ἀθέατος» (Μάξιμος). Ὅσο καί νά προσπαθήσει ὁ ἄνθρωπος μέ τή λογική του νά ἐξιχνιάσει τό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως, εἶναι ἀδύνατον νά τό κατορθώσει. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά κάνει κανείς εἶναι νά δοξάσει «ἀπεριέργως» τόν «εὐδοκήσαντα τοῦτο γενέσθαι δι’ ἡμᾶς». Γιατί, πραγματικά, ποιός μπορεῖ μέ τό λογικό του ν’ ἀποδείξει καί νά μᾶς πεῖ «πῶς Θεοῦ Λόγου γίνεται σύλληψις; πῶς γένεσις σαρκός ἄνευ σπορᾶς; Πῶς γέννησις ἄνευ φθορᾶς; Πῶς μήτηρ, ἡ μετά τόν τόκον διαμείνασα Παρθένος; Πῶς ὁ ὑπερτελής, καθ’ ἡλικίαν προέκοπτε; Πῶς ὁ καθαρός ἐβαπτίζετο; Πῶς διέτρεφεν ὁ πεινῶν; Πῶς ὁ κοπιῶν ἐχαρίζετο δύναμιν; Πῶς ὁ πάσχων ἐδίδου ἰάματα; Πῶς ὁ θνῄσκων ἐζωοποίει; Καί ἵνα τό πρῶτον καί τελευταῖον εἴπω, πῶς ὁ Θεός ἄνθρωπος γίνεται; Καί τό δή πλέον μυστηριωδέστερον, πῶς οὐσιωδῶς ἐν σαρκί καθ’ ὑπόστασιν ὁ Λόγος, ὁ κατ’ οὐσίαν ὑποστακτικῶς ὅλος ὑπάρχων ἐν τῷ Πατρί; Πῶς ὁ αὐτός, καί ὅλος ἐστί Θεός κατά φύσιν, καί ὅλος γέγονε κατά φύσιν άνθρωπος;…Ταύτα πίστις μόνη χωρεῖ τά μυστήρια, τῶν ὑπέρ νοῦν καί λόγον ὑπάρχουσα πραγμάτων ὑπόστασις», λέγει ὁ ἅγ. Μάξιμος.
Εἰδικά γιά τό θέμα τῆς Παναγίας, πού γέννησε τόν Χριστό «ἄνευ σπορᾶς καί ἄνευ φθορᾶς», δηλ. ἔμεινε Παρθένος καί μετά τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε συχνά προφητικές ἀναφορές στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως στή φράση «ἀναμέσον τοῦ σπέρματός σου καί ἀναμέσον τοῦ σπέρματος τῆς γυναικός», στή βάτο τήν καιομένη καί μή καταφλεγομένη, καί σέ πολλά ἄλλα σημεῖα. Αὐτή τήν καιομένη βάτο σχολιάζει ποιητικά καί ὁ Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος σ’ ἕνα ἐξαίρετο, στήν ἁπλότητά του, τετράστιχο:
Πῦρ ἐν βάτῳ καί – θαῦμα! – ταύτην οὐ φλέγει.
Οὐ πῦρ τό πῦρ· οὐ βάτος ἐστίν ἡ βάτος.
Καί πῦρ τό πῦρ, καί βάτος ἐστίν ἡ βάτος,
ἀλλ’ εἰκονίζει τόν τόκον τῆς Παρθένου.
Ὡστόσο, πρέπει νά πιστεύουμε, πώς ἐκεῖνο πού ἔγινε στήν Παναγία Θεοτόκο «σωματικῶς», νά κατοικήσει δηλ. ὅλο τό πλήρωμα τῆς ἐν τῷ Χριστῷ Θεότητος μέσα στή Θεοτόκο καί νά γεννηθεῖ ἀπ’ τά παρθένα σπλάγχνα της, αὐτό τό ἴδιο ἀκριβῶς μπορεῖ νά γίνει π ν ε υ μ α τ ι κ ά σέ κάθε παρθενεύουσα ψυχή! Καί τότε πιά ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου δέν θά εἶναι σωματική ἀλλά πνευματική, τοῦ Χριστοῦ «πνευματικῶς εἰσοικιζομένου καί τόν Πατέρα ἑαυτοῦ συνεισάγοντος», κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἅγ. Γρηγορίου Νύσσης. Σ’ αὐτό πάνω, ἕνας μεγάλος μυστικός τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος, σημειώνει αὐτά τά βαθιά σέ νοήματα λόγια: «καλότυχος εἶναι ἐκεῖνος, ὀπού ἰδεῖ τό φῶς τοῦ κόσμου, ἤγουν τόν Χριστόν, πώς ἐμορφώθη μέσα του· ὅτι αὐτός θέλει νομισθῆ Μήτηρ Χριστοῦ, ἔχοντας τόν Χριστόν μέσα του, ὡσάν βρέφος, καθώς ὁ ἀψευδέστατος ὑπεσχέθη μόνος του: ῾῾Μήτηρ μου καί ἀδελφοί μου καί φίλοι μου οὗτοι εἰσίν, οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί ποιοῦντες αὐτόν᾿᾿». Αὐτό τό «ποιοῦντες», στίς μέρες τῶν Χριστουγέννων, πού εἶναι μέρες χαρᾶς καί πανηγύρεως, ἴσως νά φαίνεται κάπως αὐστηρό. Ἀλλά οἱ ἀρετές δέν κατορθώνονται δίχως στερήσεις καί θυσίες. Γιά τόν ὀρθόδοξο χριστιανό, ὁ ἑορτασμός καί πανηγυρισμός τῶν Χριστουγέννων εἶναι πνευματικός. «Ἄς τιμήσωμεν, λέγει ἕνας παλαιός ἐκκλησιαστικός συγγραφέας, τήν ἡμέραν τήν δεσποτικήν, ἄς δοξάσωμεν τόν Χριστόν, ὄχι μέ χορούς, μέθαις καί ἀργολογίαις· ὄχι μέ παιγνίδια καί τραγούδια, καί ὅσα χαίρεται ὁ δαίμονας ὅταν τά κάμνομεν· ὄχι μέ ἔξοδαις κακαῖς καί πολυφαγίαις, ἀλλά μέ εὐχαριστίαις, μέ δοξολογίαις, μέ καθαράν καρδίαν, μέ ὅσα χαίρεται καί δοξάζεται ὁ Θεός. Μή στολιζώμεσθεν, ἄνδρες τε καί γυναῖκες, ὅτι γῆ καί χῶμα θέλομεν γένει· μήν ὑπερηφανευώμεσθεν εἰς ροῦχα καί στολίδια καί φορεσίαις, ὅτι ὁ θάνατος μᾶς ἀπαντεχαίνει· μήν πορνεύωμεν καί μιαινώμεσθεν, ὅτι τό πῦρ τό αἰώνιον καί ἡ γέεννα τοῦ πυρός ἑτοιμάζεται διά τούς τοιούτους· μή μεθύωμεν καί πολυτρώγωμεν, ὅτι αὔριον πάλιν θέλομεν πεινάσει, ὡσάν νά μήν εἴχαμεν φάγει· τί κερδαίνομεν ἀπό τήν μέθην; τί αὐγατίζομεν καλόν τῆς ψυχῆς μας ἐάν πολυφάγωμεν καί ἐξοδιάσωμεν; πόσοι ἐπέρασαν τέτοιαις ἡμέραις, μέ παιγνίδια, μέ χορούς, μεθυσμένοι, ἐξοδιασμένοι! Ἀλλά τώρα εἶναι χῶμα μοναχόν εἰς τήν γῆν, καί καλότυχοι ἐάν ἔκαμαν καλόν διά τήν ψυχήν τους. Τούς πτωχούς, ἀδελφοί μου, ἄς θρέψωμεν, τούς γυμνούς ἄς ἐνδύσωμεν, τούς πεινασμένους ἄς χορτάσωμεν, τούς διψασμένους ἄς ποτίσωμεν, τούς ἀσθενεῖς ἄς κοιτάξωμεν, τούς φυλακωμένους ἄς ἐπισκεφθῶμεν, τούς ξένους ἄς φιλοξενήσωμεν, τούς ἁμαρτωλούς ἄς κλαύσωμεν, τούς ἁγίους ἄς ἐπαινέσωμεν…. τότε νά εἰποῦμεν ὅτι ἑορτάσαμεν καί ἐπανηγυρίσαμεν: τότε νά δεχθῇ καί ὁ Θεός τήν ἑορτήν μας· τότε νά χαροῦσιν οἱ ἄγγελοι». Τότε νά ἔρθει, γιά νά κατοικήσει μέ τήν ἀγάπη του μέσα μας, τό ξένον καί παράδοξον Μυστήριον!

Πηγή: Τό βιβλίο τού Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ: «ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (κεφ. Α’ ΣΤΕΡΕΩΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ)». Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας τής Ελλάδος, Αθήναι 1978. (Σελ. 26).
Ἡ εἰκόνα τοῦ κειμένου τέθηκε ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.