
Μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτῃ Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα
Ἱεροκήρυκος
Μιά ἡμέρα πού ἦταν Σάββατο, ἀργία, στούς Ἑβραίους
Ἐδίδασκεν ὁ Κύριος λόγια σωτηριώδη
Γιά τήν ψυχή. Μέσ’ στούς πολλούς βρισκόταν μιά γυναῖκα
Μέ κυρτωμένη φοβερά τή στήλη τῶν σπονδύλων
Κι’ ἄκουε, κι’ ἄκουε τό Χριστό καί ράγιζε ἡ καρδιά της
Ὁλόκληρα δεκαοκτώ χρόνια ἦταν κυρτωμένη
Γιατί πνεῦμα ἀκάθαρτο τήν εἶχε ἐκεῖ δεμένη
Χωρίς ποτέ καί νά μπορεῖ κεφάλι νά σηκώσῃ
Ὅταν τήν εἶδε ὁ Ἰησοῦς μέ βλέμμα συμπαθείας
Τήν προσφωνεῖ γλυκόφθογγα:Γυναῖκα ἀπολυέσαι
Ἀπ’ τῆς ἀρρώστειας τά δεσμά. Καί βάζει τά δυό χέρια
Πάνω στή ράχη πού κυρτή βρισκόταν ὡς τό χῶμα
Καί δέν μποροῦσε νά ὀρθωθῇ δέκα καί ὀκτώ χρόνια
Ἀμέσως ἀνορθώνεται καί τό Θεό δοξάζει
Καί ρίγησε ἀπό χαρά. Εὐχαριστῶ ἀνακράζει
Τό θαῦμα ἦταν φωναχτό καί μῦθος ἡ καμπούρα
Τῆς ἄρρωστης στή γειτονιά. Ὁ κόσμος ἐξεπλάγη
Σάν εἶδε πώς ὠρθώθηκε ἡ φτωχειά συφοριασμένη
Ὅμως μέ πίκρα ὁμιλεῖ καταγανακτησμένος
Ὁ φθονερός ἀρχιπαπᾶς τῆς τῶν Ἑβραίων κάστας
Γιατί τό θαῦμα ἔγινε ἡμέρα τοῦ Σαββάτου
Πού εἶναι ἀργία. Κι’ ἔλεγε πώς γιά τή θεραπεία
Σάββατο δέν προσφέρεται γιατί εἶναι ἁμαρτία
Τότε ὁ Χριστός τοῦ ἀπαντᾷ:Ὑποκριτή, τό βόϊδι
Ἤ καί τό γαϊδουράκι σου σάν δῇς πώς θά διψάσουν
Καί εἶναι ἡμέρα Σάββατο δέν πᾶς νά τά ποτίσῃς;
Ὅμως αὐτή πού ὁ σατανᾶς ἔδεσε τόσα χρόνια
Κι’ εἶναι παιδί τοῦ Ἀβραάμ θά τό κατηγορήσῃς
Πού λύθηκε ἀπ’τά δεσμά ἡμέρα τοῦ Σαββάτου
Γιά νἄβρῃ ὁ φθόνος ἀφορμή νά δείξῃ τή γροθιά του
Κι’ ἄλλοτε εἶπεν ὁ Κύριος πώς ἡ ἡμέρα ἀργίας
Πού οἱ ἄνθρωποι ἀναπαύονται σύμφωνα με τό νόμο
Δέν εἶναι ἡμέρα τεμπελιάς ἀλλά φιλανθρωπίας
Κι’ ὁ ἀδιάφθορος λαός χαιρόταν στήν καρδιά του
Πού ἔπαιρναν λύσῃ τή σωστή τόσα προβλήματά του.
Λουκᾶ ιγ’ 10 – 17
Από τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἄθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», 1980 (σελ. 428 – 429).

(1904 – 1992)
Ἡ Εἰκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.