M

Close

Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ

            Ἡ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού γιορτάζει καί πανηγυρίζει ὁ χριστιανικός κόσμος ὁλάκερος αὐτές τίς ἡμέρες, κόβοντας τήν ἱστορία στά δύο, στάθηκε γιά τόν ἄνθρωπο ἕνα ἀκραῖο σύνορο, πού σάν «λυδία λίθος» ζυγίζει τήν πνευματική ἀξία τοῦ καθενός μας. Καί δέν εἶναι λίγα τά παραδείγματα ἀνθρώπων, ἄλλων ἐποχῶν – καί τῆς δικῆς μας, φυσικά – πού, μή μπορώντας νά κατανοήσουν τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἀπό τήν Παρθένο Μαρία, ἀρνήθηκαν τή θεότητά του, τό Εὐαγγέλιό του, καί ἔζησαν σάν νά ἢτανε στήν ἐποχή τῆς εἰδωλολατρίας. Ὅμως, ἄν δέν τούς ἔχει κλείσει μέ βουλοκέρι τ’ αὐτιά ὁ διάβολος, θ’ ἀκούσουν πῶς βροντοφωνάζει γιά τό Χριστό ἡ ἀρχαία ἐποχή, μέ φωνή γιομάτη προσδοκία καί γλυκειά προσμονή. Κι ὄχι μονάχα μέ τά στόματα τῶν προφητῶν, πού προφητεύουνε τόν ἐρχομό του καί τή γέννησή του από τήν Παρθένο: «Διά τοῦτο δώσει Κύριος αὐτός ὑμῖν σημεῖον, ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν, καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ», λέγει ὁ προφήτης Ἡσαΐας. «Καί ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσσαί καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται· καί ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτόν πνεῦμα Θεοῦ, πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς καί ἰσχύος, πνεῦμα γνώσεως καί εὐσεβείας… Καί ἔσται δικαιοσύνῃ ἐζωσμένος τήν ὀσφύν αὐτοῦ, καί ἀληθείᾳ εἱλημένος τάς πλευράς… Ἐπ’ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι», κράζει ὁ ἴδιος προφήτης.

            Ὁ κόσμος ὅλος – κ’ ἐκείνη τήν ἐποχή ἀκόμη – ἔβλεπε μιάν ἄλλη βασιλεία ν’ ἀνατέλλει στό πρόσωπο τοῦ μεγάλου Ἀναμενομένου: «ἀναστήσει ὁ Θεός τοῦ οὐρανοῦ – προφητεύει ὁ Δανιήλ – βασιλείαν, ἥτις εἰς τούς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται, καί ἡ βασιλεία αὐτοῦ οὐχ ὑπολειφθήσεται. Λεπτυνεῖ καί λικμήσει πάσας τάς βασιλείας, καί αὐτή ἀναστήσεται εἰς τούς αἰῶνας».

            Ἄν ὅμως, ὁ σημερινός εἰδωλολάτρης καί ἀρνητής τοῦ Χριστοῦ δέν πείθεται στίς προφητικές φωνές ἀνθρώπων ξένων πρός τή θρησκεία του, ἄς ἀκούσει, μέσα στό σκοτεινό του σπήλαιο, τίς φωνές τοῦ Αἰσχύλου καί τοῦ Πλάτωνος – γιά νά ἀρκεστοῦμε μόνο σέ δύο μεγάλα ὀνόματα – πού λένε μέ ἄλλους λόγους τά ἴδια πράγματα, πού εἶπαν κ’ οἱ προφῆτες. Ὁ Προμηθέας τοῦ Αἰσχύλου, καθηλωμένος στό βράχο τοῦ μαρτυρίου του καί βλέποντας νά τρώει καθημερινά τά σπλάγχνα του ὁ γύπας τοῦ κακοῦ, ἀκούει τήν προφητική φωνή τοῦ Ἑρμῆ:

Τοιοῦ δέ μόχθου τέρμα, μή τι προσδόκα,

πρίν ἄν θεῶν τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων

φανῇ, θελήσει τ’ εἰς ἀναύγητον μολεῖν

Ἅδην, κνεφαῖα τ’ ἀμφί ταρτάρου βάθη.

            Δηλαδή: «Μήν καρτερεῖς νά πάρουν τέρμα τά δεινά σου ἐτοῦτα, πρίν νά φανεῖ κάποιος θεός, πού θά σηκώσει ἐπάνω του τούς πόνους σου, ὁ ἴδιος κατεβαίνοντας στά ζοφερά βάθη τοῦ Ἅδη μέ τή θέλησή του».

            Καί στό στόμα τοῦ σοφοῦ Σωκράτη βάζει ὁ μαθητής του Πλάτων, στή γνωστή «Ἀπολογία Σωκράτους», ἐτοῦτα – δῶ τά λόγια πρός τούς δικαστάς:

… τόν λοιπόν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἄν,

εἰ μή τινα ἄλλον ὁ θεός ὑμῖν ἐπιπέμψειε, κηδόμενος ὑμῶν.

            Ἴσως δέν εἶναι σκόπιμο αὐτές τίς μέρες, νά παραδίνουμε τόν ἑαυτό μας στούς πειρασμούς, πού γεννάει μιά συζήτηση μέ κρυφούς ἤ φανερούς ἀρνησίχριστους. Ὅπως κι ἄν τό πάρει κανείς τό θέμα, ἡ πορεία τῶν ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος, εἴτε αὐτοί ἀνήκουν στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή, εἴτε στήν μετά Χριστόν, φωτίζεται ἀπό τό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ καί τό λαμπερό ἄστρο του. Κι ἄν ὑπάρχει – ὥς πότε ἄραγε θά ὑπάρχει; – μιά μερίδα ἀνθρώπων, πού ντύνεται τήν κρύα σοφία τοῦ κόσμου τούτου καί σκανδαλίζεται μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὅλοι οἱ ἄλλοι, πού μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ ἀξιωθήκαμε τό δῶρο τῆς πίστεως, ντυνόμαστε αὐτές τίς μέρες τό Χριστό τόν ἴδιο καί ζεσταίνεται τό κορμί μας, αναγαλλιάζει ἡ ψυχή μας· καί ἡ καρδιά μας δέν βαστάει ἀπό χαρά, καί μέ κατάνυξη λέγει τόν ὕμνο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Μελωδοῦ:

Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστός ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε.

Χριστός ἐπί γῆς, ὑψώθητε· ἄσαττε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ,

καί ἐν εὐφροσύνῃ, ἀνυμνήσατε λαοί, ὅτι δεδόξασται.

* * *

            Παρόλον ὅτι τά Χριστούγεννα γιορτάζονται μές στήν καρδιά τοῦ χειμῶνα, ὁ χριστιανός αἰσθάνεται μιά παράξενη ζέστα αὐτές τίς ἡμέρες τοῦ «ἁγίου Δωδεκαημέρου». Αὐτή ἡ ζέστα εἶναι κάπως ἀκατάληπτη γιά τούς πολλούς. Λένε, ὅτι τά Χριστούγεννα εἶναι σπιτική γιορτή, συμμαζώνει τά σκόρπια μέλη τῆς οἰκογενείας, τά παιδιά καί τά ἐγγόνια, νά γιορτάσουνε μαζί μέ τούς γονεῖς καί τούς παπποῦδες τους. Ναί, εἶναι κι αὐτός ἕνας λόγος. Μά ὁ βαθύτερος λόγος εἶναι, ὅτι δίνουμε αὐτές τίς μέρες τό σπήλαιο τῆς ὕπαρξής μας, γιά νά γεννηθεῖ μέσα ὁ Χριστός. Ἡ αἰώνια πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τή λύτρωσή του, πρός τή σωτηρία καί τή θέωσή του, βρίσκει – μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ – ἕνα βέβαιο καί στέρεο Σημεῖο ν’ ἀκουμπήσει τήν κουρασμένη ἀγωνία του: κι αὐτό εἶναι ὁ σαρκωθείς Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τό βασικώτερο καί κρισιμώτερο σημεῖο στή γιορτή τῶν Χριστουγέννων εἶναι αὐτή ἡ σάρκωση, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό ὑπογραμμίζει εὐστοχώτατα ἡ παράδοση τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας, πού ἱστορεῖ μέ μιά ἁγία ἁπλότητα τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως, ἀποφεύγοντας τίς ἀδιαφόρετες καί παραφορτωμένες λεπτομέρειες τῶν δυτικῶν ζωγράφων, πού οἱ «συνθέσεις» τους θυμίζουν περισσότερο συγκινητικά οἰκογενειακά γεγονότα ἤ θεατρικές παραστάσεις καί λιγώτερο τή γέννηση τοῦ «δι’ ἡμᾶς νηπιάσαντος» Χριστοῦ. Ὁ χριστιανός πρέπει νά ἰδεῖ τήν θείαν «κένωσιν» τοῦ Θεοῦ του, πού γεννιέται γυμνός μέσα σ’ ἕνα σπήλαιο, γιά νά ἐνδύσει τόν κόσμο. Ἐκεῖνος, πού εἶναι ντυμένος τή γῆ καί τόν οὐρανό, ξεντύθηκε γιά νά ντύσει τόν ἄνθρωπο. Ἐδῶ εἶναι, πού ὁ ἄνθρωπος ψαύει τό μυστήριο τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν έξ οὐρανοῦ καταβάντα Θεόν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πεσμένος στή λάσπη τῆς γῆς. Ὁ Θεός βρίσκεται στά ὑπερουράνια σκηνώματα. Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος, νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, δίχως νά κατεβεῖ Ἐκεῖνος, ἤ χωρίς ν’ ἀνεβεῖ αὐτός ὁ χωματένιος σβῶλος γῆς λίγο πιό πάνω ἀπ’ τή λάσπη του; Γι’ αὐτό λέγει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: «τό μέν, καταβῆναι δεῖ Θεόν πρός ἡμᾶς, τό δέ, ἡμᾶς ἀναβῆναι καί οὕτω γενέσθαι κοινωνίαν Θεοῦ πρός ἀνθρώπους, τῆς ἀξίας συγκιρναμένης. Ἕως δ’ ἄν ἑκάτερον ἐπί τῆς ἰδίας μένῃ, τό μέν περιωπῆς, τό δέ ταπεινώσεως, ἄμικτος ἡ ἀγαθότης καί τό φιλάνθρωπον ἀκοινώνητον». Διότι, μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ – πού «δυνάμει» ἐλύτρωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τῆς ἀπωλείας καί τοῦ θανάτου – δέν σώζεται μοιρολατρικά καί χωρίς ἀγῶνα ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός, ἀπό φιλανθρωπία συγκαταβαίνει καί γίνεται ἄνθρωπος, νά ἑνωθεῖ μέ τόν ἄνθρωπο, καί νά τόν σώσει – ὥς ἐδῶ εἶναι ὁ πρῶτος ὄρος γιά τή σωτηρία του. Πρέπει, ὅμως καί ὁ ἄνθρωπος νά θέλει καί νά ἀγωνίζεται γιά ν’ ἀνεβεῖ πρός τό Θεό, πού τοῦ ἁπλώνει τό χέρι του. Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἁπλώνει τά χέρια του πρός τά ὑψηλά, τό χέρι τοῦ Θεοῦ θά μείνει μόνο, χωρίς ἀνταπόκριση στήν οὐράνια πρόσκληση τῆς θεώσεως. Ἐπιγραμματικώτατα ὁ μυστικός καί θεῖος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, ἀποδίδει αὐτή τήν δογματική ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου: «τοσοῦτον τῷ ἀνθρώπῳ τόν Θεόν ἀνθρωπίζεσθαι, ὅσον ὁ ἄνθρωπος ἑαυτόν τῷ Θεῷ δι’ ἀγάπης δυνηθείς ἀπεθέωσε. Καί τοσοῦτον ὑπό Θεοῦ τόν ἄνθρωπον κατά νοῦν ἁρπάζεσθαι πρός τό γνωστόν, ὅσον ὁ ἄνθρωπος τόν ἀόρατον φύσει Θεόν διά τῶν ἀρετῶν ἐφανέρωσε».

* * *

            Κάθε χρόνο, πού ἀκούω στήν Ἐκκλησία νά ψάλλεται τό «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε…», θαρρῶ πῶς ἀγαπῶ περισσότερο τήν Ὑμνογραφία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Ὅλες οἱ ἐκκλησιαστικές λειτουργικές τέχνες, ὡς ἀναγωγικές, μεταρσιώνουν τόν ἄνθρωπο μέ μιά ἱεροπρεπῆ μυστικότητα. Ὅμως ἡ τέχνη τῆς ὑμνογραφίας, ἀντάμα μέ τήν κατανυκτική βυζαντινή μουσική τῆς Ὀρθοδοξίας, θαρρῶ πῶς ἔχουν τό χάρισμα νά σοῦ ὁδηγοῦν τήν ψυχή ὥς τίς πόρτες τοῦ Παραδείσου. Ἡ κάθε μιά λέξη, ἀπό τ’ ἁγιασμένα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, κρύβει ἕνα μυστικό βάθος, ἕναν πλοῦτο πνευματικῆς πείρας, πού διδάσκει – μαζί μέ τό μέλος – μέ τόν ἀμεσώτερο τρόπο.

            Ἕνα πρόχειρο παράδειγμα, ἀπό τήν πρώτη φράση τοῦ πρώτου κανόνος τῶν Χριστουγέννων: «Χριστός γεννᾶται»! Αὐτός ὁ ἐνεστώς χρόνος τοῦ «γεννᾶται» εἶναι μέ πολλή σοφία τοποθετημένος. Γιατί, ὅμως, «γεννᾶται», κι ὄχι «ἐγεννήθη»; Εἶναι πολύ συνηθισμένο, βέβαια, στούς ρήτορες, ὅπως λέγει ἕνας παλαιός ἑρμηνευτής, νά «προφέρουν τά περασμένα πράγματα εἰς χρόνον ἐνεστῶτα, γιά νά δείξουν αὐτά ὡς παρόντα εἰς τά ὀμμάτια τῶν ἀκροατῶν καί ἀκολούθως νά κάμουν αὐτούς περισσότερον θεατάς, παρά ἀκροατάς». Ὅμως, γιά τόν καθένα χριστιανό πού τό ἀκούει, τό διαβάζει ἤ τό ψάλλει, ἐκεῖνο τό «γεννᾶται» δηλώνει μιά καινούργια γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα του:   τ ώ ρ α,   αὐτή τή στιγμή «γεννᾶται» ὁ Χριστός· ἑτοίμασε τό σπήλαιό σου – λέγει στόν καθένα μας. Δίωξε ἀπό μέσα σου κάθε ἁμαρτωλή σου πράξη ἤ σκέψη, καί τρέξε νά τόν προϋπαντήσεις. Ὑψώσου ἀπό τή γῆ κι ἀπό τά γήινα, γιά νά δώσεις τήν ἀγάπη σου ὅλη σ’ Ἐκεῖνον, πού κατεβαίνει τώρα στή γῆ γιά σένα. Ἄν δέν ἔχεις τίποτ’ ἄλλο νά τοῦ προσφέρεις γιά δῶρο, ὅπως οἱ Μάγοι κ’ οἱ ποιμένες, βγάλε ἀπό πάνω σου τίς ἁμαρτίες καί πρόσφερέ τις – θ’ ἀδειάσει ἔτσι ὁ τόπος «ἐν τῷ καταλύματί» σου, γιά νά φιλοξενήσεις τόν Ἐρχόμενον ὡς νήπιον. Μήν ἀργεῖς καί μήν ἀναβάλλεις· τώρα «Χριστός γεννᾶται»· τώρα ὑποδέξου τον στή φάτνη τῆς ψυχῆς σου…

            Ὅλοι οἱ χριστιανοί, καί οἱ «ψάλλοντες καί οἱ ἀναγινώσκοντες καί οἱ ἀκούοντες, τά τροπάρια τῶν Χριστουγέννων – ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης – ἄς παρακαλέσωμεν τόν γεννηθέντα Δεσπότην καί τήν αὐτόν γεννήσασαν Θεοτόκον Μαρίαν, νά μᾶς ἀξιώσουν νά περάσωμεν τάς ἡμέρας ταύτας, τάς καλουμένας   Δ ω δ ε κ α ή μ ε ρ ο ν,   μέ εὐταξίαν καί σεμνότητα, μέ σωφροσύνην καί χρηστοήθειαν, μέ ἐλεημοσύνην καί φιλοπτωχίαν, καί μέ κάθε ἄλλην ἀγαθοεργίαν καί ἀρετήν, καθώς πρέπει εἰς τούς χριστιανούς. Ὄχι μέ τρυφάς καί ξεφαντώματα, ὄχι μέ τραγούδια καί παιγνίδια, ὄχι μέ χορούς καί ἄλλα μιαρά καί ἐθνικά ἔργα, εἰς τά ὁποῖα χαίρει μέν καί σκιρτᾶ ὁ Διάβολος, λυπεῖται δέ καί θρηνεῖ ὁ Δεσπότης Χριστός. Ὅστις, ἴσως, διά τοῦτο ἐκλαυθμήρισεν ἐν τῷ σπηλαίῳ ὅταν ἐγεννήθη, διά νά φανερώση τάς ἀταξίας τῶν χριστιανῶν, αἱ ὁποῖαι γίνονται κατ’ αὐτάς τάς ἡμέρας… Οἱ χριστιανοί κατά τάς ἡμέρας ταύτας τοῦ Δωδεκαημέρου, ἐνταμωνόμενοι λέγουν ὁ ἕνας εἰς τόν ἄλλον· τώρα εἶναι Δωδεκαήμερον, ὅθεν ἄς φάγωμεν, ἄς πίωμεν, ἄς εὐθυμήσωμεν· τώρα εἶναι ἀπόλυσις εἰς ὅλα τά φαγητά, ὅθεν ἄς ξεφαντώσωμεν. Πολλοί δέ ἀπό αὐτούς, ἀντί νά εἰποῦν «ἀπόλυσις» λέγουν «τώρα εἶναι ἀπώλεια». Καί τῇ ἀληθείᾳ, συμβαίνει ἐκεῖνο τό σοφόν γνωμικόν: «ἡ γλῶσσα ἁμαρτάνουσα τ’ ἀληθῆ λέγει», ἐπειδή ἀπώλεια εἶναι ἡ τοιαύτη ἀπόλυσις καί κατάλυσις· διότι ἡ ἀπόλυσις τῶν φαγητῶν προξενεῖ τήν τρυφήν, ἡ τρυφή προξενεῖ τήν μέθην καί ἡ μέθη προξενεῖ κάθε ἁμαρτίαν… Ναί, οἱ χριστιανοί πρέπει νά εὐθυμοῦν καί νά χαίρουν ἐν τῷ Δωδεκαημέρῳ, ἀλλ’ ὄχι σαρκικῶς, ἀλλά πνευματικῶς· ὄχι διά φαγητά καί πιοτά, ἀλλά διότι ἠξιώθησαν νά ἰδοῦν βρέφος νεογέννητον τόν Δεσπότην τῶν ἁπάντων, καί διότι μέλλουν (μετ’ ὀλίγας ἡμέρας) νά ἰδοῦν τόν αὐτόν Δεσπότην βαπτιζόμενον ἐν τῷ Ἰορδάνῃ. Διά τοῦτο, λοιπόν, ὅσοι χριστιανοί ἀγαποῦν τήν σωτηρίαν των, πρέπει νά παρακαλοῦν τό προαιώνιον βρέφος καί τήν τούτου ὑπέραγνον Μητέρα, ἵνα ἀξιωθοῦν νά περάσουν μέν ἀναμαρτήτως τάς δώδεκα ἡμέρας ταύτας, νά προσκυνήσουν δέ θεαρέστως τά Ἅγια Θεοφάνεια, χάριτι τοῦ γεννηθέντος καί μετ’ ὀλίγον βαπτισθησομένου Χριστοῦ».

            Πόσο πνευματικώτερα, ἀλήθεια, θά γιορτάζαμε τίς γιορτές τοῦ Δωδεκαημέρου ἄν ἤμασταν ἑδραιωμένοι στήν Πατερική Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί ζούσαμε τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας!…

            Πηγή: Τό βιβλίο τού Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ: «ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (κεφ. Α’ ΣΤΕΡΕΩΜΑ ΠΙΣΤΕΩΣ)». Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας τής Ελλάδος, Αθήναι 1978. (Σελ. 19).

            Ἡ εἰκόνα τοῦ κειμένου τέθηκε ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.

Related Posts

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...

Ἡ αἰώνιος ζωή

Ἡ αἰώνιος ζωή

          Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Ἰωάν. 17, 1 – 13), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 49). «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν...