ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΑ
Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ

Τά ἐπιγραμματικά καί κατανυκτικά «Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Γερόντων» ἁπλοποιοῦν, κατά ἕνα θαυμαστό τρόπο, τά πιό δύσκολα νοήματα τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί γιά τό θέμα πού ἐξετάζουμε, ἔχουν νά μᾶς προσφέρουν μιά ἁπλῆ καί χαρακτηριστική εἰσαγωγή. Ἕνας εὐλαβέστατος μοναχός, πλησιάζει τόν ἅγιο Γέροντα, πού ἀσκήτευε χρόνια καί χρόνια στήν ἔρημο, καί τόν ρωτάει: πῶς ὁ διάβολος φέρνει τούς πειρασμούς ἐπάνω στούς ἁγίους; Ὁ πνευματικός Γέροντας, χωρίς ν’ ἀρχίσει μέ λεπτομέρειες τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τό διάβολο, τοῦ ἀναφέρει ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀπ’ τή ζωή τοῦ μεγάλου ἐρημίτου Νίκωνος. Αὐτός ὁ ἅγιος μοναχός ἀσκήτευε στό ὄρος Σινᾶ, καί εἶχε πολύ μεγάλη φήμη γιά τούς πνευματικούς ἀγῶνες καί τήν ἀρετή του. Κάποτε, ὅμως, ἕνας δαιμονόψυχος διαβάτης, πῆγε στό διπλανό χωριό, στό ἀπομακρυσμένο σπίτι κάποιου Φαρανίτη· ἐκεῖ βρῆκε τήν κόρη τοῦ Φαρανίτη ὁλομόναχη, κ’ ἔπεσε καί κοιμήθηκε μαζί της. Φεύγοντας, τή φοβέρισε καί τῆς εἶπε: νά πεῖς πώς ἦρθε καί κοιμήθηκε μαζί σου ὁ ἀναχωρητής, ὁ ἀββᾶς Νίκων! Σάν ἦρθε ὁ Φαρανίτης κι ἄκουσε τή θυγατέρα του νά τοῦ λέγει τά καθέκαστα, παίρνει, ἀφρίζοντας ἀπ’ τό θυμό, ἕνα σπαθί καί τρέχει στό κελλί τοῦ ἀββᾶ Νίκωνος. Χτυπᾶ τήν πόρτα, καί σέ λίγο βγαίνει ἤρεμος ὁ μοναχός. Ἐκεῖνος, χωρίς νά πεῖ ἕνα λόγο, ὁρμάει μέ τό σπαθί του καταπάνω στό γέροντα, νά τόν σκοτώσει. Τήν ἴδια στιγμή, τό χέρι τοῦ Φαρανίτη ξεράθηκε κ’ ἔμεινε ἀκίνητο! Χωρίς πάλι νά καταλάβει τίποτε, ἀπ’ τό φανερό τοῦτο σημεῖο, πάει στήν ἐκκλησία καί λέει στούς πρεσβυτέρους τό τί ἔπαθε ἡ θυγατέρα του ἀπ’ τόν ἀββᾶ Νίκωνα. Ἐκεῖνοι ἔστειλαν καί φώναξαν τόν κατηγορούμενο μοναχό. Σάν ἦρθε, ρίχτηκαν ὅλοι ἀντάμα πάνω του νά τόν φᾶνε. Τόν ἔδειραν, μέχρι πού καταπλήγωσαν ὅλο τό λιπόσαρκο καί ἀσκητικό κορμί του. Ὕστερα, ἀνάμεσα σέ λόγια θυμωμένα καί ὑβριστικά, τοῦ εἴπανε νά φύγει· νά φύγει μακρυά ἀπ’ τόν τόπο τους. Ἐκεῖνος, σκύβοντας καί διπλωμένος ἀπ’ τούς πόνους τῶν πληγῶν, τούς παρακαλοῦσε λέγοντας: «ἄφετέ με ὧδε, διά τόν Θεόν, ἵνα μετανοήσω»! Κ’ ἔτσι, τόν ἔβαλαν νά ζήσει τρία χρόνια μακρυά ἀπ’ ὅλους, καί νά ‘ρχεται μόνο κάθε Κυριακή, γιά μετάνοια, στήν ἐκκλησία. Σ’ ὅλο αὐτό τό διάστημα, διέταξαν νά μήν τόν ἐπισκεφτεῖ οὔτε νά τοῦ μιλήσει κανείς. Πέρασαν τρία χρόνια ὁλόκληρα, χωρίς ἕναν ἀδελφικό λόγο, χωρίς ἕνα χαιρετισμό γιά τόν ἀββᾶ Νίκωνα, πού ἐρχόταν κάθε Κυριακή στήν ἐκκλησία, ἔβαζε μετάνοια κ’ ἔλεγε στόν καθένα: «εὔξασθε ὑπέρ ἐμοῦ». Ὅταν πέρασε κι ὁ τρίτος χρόνος, ἐκεῖνος ὁ δαιμονόψυχος, πού ἔρριξε τό κρῖμα μέ τή συκοφαντία του πάνω στόν Ἅγιο, δαιμονίστηκε, καί δέν μποροῦσε νά βρεῖ πουθενά ἡσυχία κι ἀνάπαυση. Πάει λοιπόν στήν ἐκκλησία καί τούς λέγει, πώς αὐτός ἔκαμε τήν ἁμαρτία, καί πώς αὐτός συκοφάντησε τόν ἅγιο δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Τότε ξεσηκώθηκαν ὅλοι καί πῆγαν νά βάλουν μετάνοια στόν ἀββᾶ Νίκωνα, νά τούς συγχωρήσει καί νά ‘ρθει νά μείνει κοντά τους. Ἐκεῖνος, ὅμως, τούς ἀπαντᾶ: «τό νά σᾶς συγχωρήσω, πού μοῦ ζητᾶτε, τό ‘χω κάμει κιόλας καί σᾶς ἔχω συγχωρήσει ὅλους. Ἀλλά τό νά μείνω ἀκόμη κι ἄλλο ἐδῶ σ’ ἐτοῦτο τόν τόπο, μοῦ εἶναι ἀδύνατο· γιατί δέν βρέθηκε οὔτ’ ἕνας ἀπ’ ὅλους σας, μέ ἀγάπη καί διάκριση, νά μέ συμπονέσει καί νά συμπαθήσει μαζί μου». Κ’ ἔτσι, ἀναχώρησε ἀπό κεῖνο τόν τόπο ὁ Ἅγιος μοναχός. Τελειώνοντας ὁ Γέροντας πνευματικός τήν ἀφήγησή του, λέγει πρός τόν νέο μοναχό, πού τόν εἶχε ρωτήσει: «βλέπεις, ἀδελφέ μου, πῶς ὁ διάβολος φέρνει καταπάνω στούς ἁγίους τούς πειρασμούς;».
* * *
Γνωρίζουμε, πώς δύσκολα συγχωρεῖται ἀπ’ τήν ἐποχή μας νά γίνει λόγος γιά τό διάβολο, ὅπως καί γιά τήν ἁμαρτία, γιά τούς πειρασμούς. Γιά ὅσους, ὅμως, πάνω ἀπ’ τό κοσμικό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας τοποθετοῦν τήν ψυχή τους καί τή σωτηρία τους, ὁ λόγος γιά τό διάβολο, πού εἶναι ὁ πρῶτος κι ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι λόγος γεμᾶτος πνευματικήν ὠφέλεια. Ἄν εἶναι σωστός ὁ λόγος, πώς, πιό πολύ ἀπό τούς φίλους μας, πρέπει νά γνωρίζουμε καί νά προσέχουμε τούς ἐχθρούς μας, στό θέμα μας ἐτοῦτο πρέπει νά τονιστεῖ, πώς ὁ χριστιανός οὔτε στιγμή δέν πρέπει νά ξεχνᾶ τό μεγάλο, τόν παντοτινό ἐχθρό του, τό διάβολο κι ὅλο τό τάγμα τῶν δαιμόνων του. Κι ὄχι μονάχα νά πιστεύουμε, πώς ὑπάρχει ὁ διάβολος καί μᾶς πολεμεῖ, ἀλλά πρέπει νά γνωρίζουμε καί τούς τρόπους πού μεταχειρίζεται, γιά νά φυλαγόμαστε καί νά μή μᾶς παρασέρνει μαζί του στήν ἀπώλεια.
Σύμφωνα μέ τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ δαίμονες ἦταν ἄγγελοι πρῶτα. Ὁ ἅγιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός λέγει, πώς ἦταν τό δέκατο τάγμα τῶν ἀγγέλων, οἱ ἄλλοι ὅμως Πατέρες παρατρέχουν τήν λεπτομέρειαν αὐτή, πού δέν ἔχει ἄλλωστε καί νά μᾶς ὠφελήσει σέ τίποτε. Ἐπειδή, ὅμως, ὡς ἄγγελοι ἀκόμη, πήγαιναν ἀντίθετα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κ’ ἤθελαν, ἀπό ἀλαζονεία καί ὑπερηφάνεια, νά τελειωθοῦν καί νά ὁμοιωθοῦν μέ τό Θεό, στηριζόμενοι στίς δικές τους μόνο δυνάμεις καί δίχως τή χάρη τοῦ Θεοῦ, «ἐξέπεσαν» ἀπ’ τόν κόσμο τῶν ἀγγέλων κι ἀπετέλεσαν τό τάγμα τῶν δαιμόνων. Ὁ ἀρχηγός τους βρίσκεται στήν ἁγία Γραφή μέ τά ὀνόματα: Σατανᾶς, διάβολος, πατήρ τοῦ ψεύδους, ψεύστης καί ἐχθρός τῆς ἀληθείας, ἀνθρωποκτόνος ἀπ’ ἀρχῆς, πειράζων, πονηρός, κοσμοκράτωρ τοῦ αἰῶνος τούτου (τῆς ἁμαρτίας), ἔχων κράτος θανάτου, δράκων, βεελζεβούλ, βελίαλ, ἑωσφόρος κ.λ.π. Μετά τήν πτώση τους οἱ δαίμονες δέν ἔχουν ἄλλο ἔργο, παρά νά ἐργάζονται καί νά ἐνεργοῦν, νύχτα καί μέρα, ἀντίθετά μέ τό νόμο καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πολλοί (ὀρθολογισταί, πανθεϊσταί – καί μερικοί θεολόγοι, δυστυχῶς) δέν παραδέχονται τήν προσωπική καί πνευματική ὀντότητα καί ὕπαρξη τοῦ σατανᾶ, ἀλλά ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ πρῶτος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου ὁ διάβολος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ προσωποποίηση τῆς ἀρχῆς τοῦ κακοῦ. Ἐδῶ θά μποροῦσε κανείς νά θυμηθεῖ ἐκεῖνο τό λόγο, πού εἶπε ἕνας δυστυχισμένος Γάλλος ποιητής, ὁ Μπωντλαίρ: «ἡ πιό μεγάλη πανουργία τοῦ διαβόλου εἶναι τό νά μπορεῖ νά μᾶς πείθει πώς δέν ὑπάρχει»! Ἔτσι παρουσιάζονται καί στίς μέρες μας ἄνθρωποι αἱρετικοί, ἀπ’ τόν ἴδιο τό σατανᾶ δασκαλεμένοι τίς περισσότερες φορές, πού γράφουν μελέτες θεολογικές γιά ν’ ἀποδείξουν, πώς «διάβολος δέν ὑπάρχει ὡς ὀντότης πνευματική» (Θ. Χ. Λαναρᾶ, Διάβολος δέν ὑπάρχει ὡς ὀντότης πνευματική, Ἀθῆναι 1946). Ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἀφήνει τά πρόβατα τῆς Ἐκκλησίας ἀφώτιστα, νά γίνουν βορά τῶν αἱρετικῶν λύκων. Τά διαφωτίζει μέ συγγράμματα ζηλωτῶν ὀρθοδόξων θεολόγων, πού μέ βάση τήν ἁγία Γραφή καί τήν ἱερή μας Παράδοση (ἄν καί αὐτοί οἱ αἱρετικοί δέν θέλουν οὔτε λέξη ν’ ἀκούσουν γιά τούς ἁγίους Πατέρας τῆς Ὀρθοδοξίας μας) ἀναπτύσσουν τή σωστή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας (ἰδές τήν ὡραιότατη μελέτη τοῦ Ἐτεοκλέους – τώρα ἀρχιμ. Ἐπιφανίου – Ἰ. Θεοδωροπούλου, Ἁγία Γραφή καί πονηρά πνεύματα, Ἀθῆναι 1956). Καί τήν ὥρα πού ἐμεῖς ἀμφιβάλουμε ἤ σκεφτόμαστε ἄν ὑπάρχει ἤ δέν ὑπάρχει σατανᾶς, δέν προσέχουμε τό Εὐαγγέλιο πού λέγει, πώς ὁ ἀντίδικός μας διάβολος «ώς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ, ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α’ Πετρ. ε’ 8).
* * *
Τό κράτος τοῦ Σατανᾶ πάνω μας δέν εἶναι ἕνα ἀπρόσωπο κακό, ὅπως διδάσκουν τά δυϊστικά συστήματα, μέ τίς δύο ἀρχές τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ. Εἶναι μιά προσωπική ὕπαρξη, πού ἀποδεικνύεται τρανώτατα καί μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ: «εἰς τοῦτο, λέγει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐφανερώθη ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α’ Ἰωάν. γ’ 8). Τό κράτος τοῦ διαβόλου εἶναι μιά κατάσταση, πού τήν ἀνέχεται γιά ὁρισμένους λόγους ὁ Θεός. Δέν ἔχει, βέβαια, σημασία, ἄν ἔχει ὁ καθένας τόν δαίμονα μαζί μέ τόν ἄγγελό του, ὅπως γράφεται στόν «Ποιμένα» τοῦ Ἑρμᾶ: «δύο εἰσίν ἄγγελοι, εἷς τῆς δικαιοσύνης, εἷς τῆς πονηρίας». Οἱ δαίμονες, ὄντας πνευματικά πρόσωπα δίχως ὕλη (μέ σῶμα βαρύτερο ἀπ’ τούς ἀγγέλους – «παχυμερές», ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες), προφταίνουν νά πολεμοῦν καί νά πειράζουν πολύν κόσμο, πού τούς ἀκολουθεῖ ἤ τους πολεμεῖ. Πειράζουν καί τούς ἀσεβεῖς καί τούς εὐσεβεῖς: τούς ἀσεβεῖς, γιά νά τούς στηρίξουν στήν ἀσέβεια, στήν ἀπιστία καί στήν ἁμαρτία τους· καί τούς εὐσεβεῖς γιά νά τούς δελεάζουν καί νά τούς παρασέρνουν πρός τό κακό, μέ ποικίλες καί ἀνάλογες κάθε φορά μεθοδεῖες, πότε μέ τά «δεξιά»΄καί πότε μέ τ’ «ἀριστερά» τους ὅπλα (δηλ. μέ ἀρρώστιες, συμφορές, βάσανα, ὅπως στόν Ἰώβ, κ.λ.π.). Ὁ Θεός ἐπιτρέπει – παραχωρεῖ – στό σατανᾶ τήν ἄδεια νά μᾶς πειράζει, ἀλλά ὡς ἕνα ὁρισμένο σημεῖο. Τόν ἀφήνει νά ἐπηρεάζει καί νά κακομεταχειρίζεται τό κορμί μας. Καμμιά φορά, νά σαλεύει καί τό «λογιστικό» μας, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος θεολόγος: «ἄδειαν εὗρεν ὁ διάβολος μετά τῶν δαιμόνων, ἀφ’ οὗ τοῦ Παραδείσου καί τοῦ Θεοῦ ἐξόριστον διά τῆς παρακοῆς εἰργάσατο τόν ἄνθρωπον, τό λογιστικόν παντός ἀνθρώπου σαλεύειν καί ἐν νυκτί καί ἐν ἡμέρᾳ, νοητῶς». Καί τό ἐπιτρέπει αὐτό ὁ Θεός, ἄλλοτε γιά νά μᾶς ἐνισχύει καί νά μᾶς δοκιμάζει στόν ἀγῶνα μας μέ τήν ἁμαρτία, καί ἄλλοτε νά μᾶς τιμωρεῖ σάν ἁμαρτάνουμε. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, ἀναφέρει πέντε αἰτίες, γιά τίς ὁποῖες ὁ Θεός παραχωρεῖ τόν πόλεμο τῶν δαιμόνων: «Πρώτην, ἵνα, πολεμούμενοι καί ἀντιπολεμοῦντες, εἰς διάκρισιν τῆς ἀρετῆς καί τῆς κακίας ἔλθωμεν. Δευτέραν δέ, ἵνα, πολέμῳ καί πόνῳ τήν ἀρετήν κτώμενοι, βεβαίαν αὐτήν καί ἀμετάπτωτον ἕξωμεν. Τρίτην δέ, ἵνα, προκόπτοντες εἰς τήν ἀρετήν, μή ὑψηλοφρονῶμεν, ἀλλά μάθωμεν τοαπεινοφρονεῖν. Τετάρτην δέ, ἵνα, πειρασθέντες ὑπό τῆς κακίας, τέλειον μῖσος αὐτήν μισήσωμεν. Πέμπτον δέ ἐπί πάσης, ἵνα, ἀπαθεῖς γενόμενοι, μή ἐπιλαθώμεθα τῆς οἰκείας ἀσθενείας, μήτε τῆς τοῦ βοηθήσαντος δυνάμεως».
Οἱ ἅγιοι Πατέρες λέγουν, πώς ἄλλοι δαίμονες (λεπτότεροι) πειράζουν τό λογιστικό μας, κι ἄλλοι (παχύτεροι) τό σῶμα, τή σάρκα μας. Ἄλλοτε ἔρχονται νά μᾶς πειράξουν οἱ ἴδιοι, ὅπως τόν Χριστό στήν ἔρημο, κι ἄλλοτε πάλι «τούς μή φοβουμένους τόν Κύριον καθ’ ἡμῶν ὁπλίζουσι» (ὅπως ὅπλισαν τούς Φαρισαίους κατεπάνω στό Χριστό) – φυσικά μέ τήν ἴδια πάντοτε πρόθεση.
* * *
Ἐκεῖνο πού δυσκολεύεται κανείς νά ἐξηγήσει σ’ αὐτή τήν περίπτωση, εἶναι τό θέμα τῆς δικῆς μας εὐθύνης, ἐμπρός στούς πολέμους καί τίς πτώσεις, πού μᾶς ἑτοιμάζουν οἱ δαίμονες. Πολλοί χριστιανοί νομίζουν, πώς ὁ σατανᾶς μᾶς παίρνει καί τήν εὐθύνη γιά τίς πράξεις πού αὐτός μᾶς ὑποβάλλει νά κάνουμε. Αὐτό εἶναι ἕνα μεγάλο λάθος, πού βοηθάει πολύ τό ἔργο τοῦ σατανᾶ. Μπορεῖ ὁ διάβολος καί οἱ δαίμονες νά εἶναι προσωπικοί φορεῖς τοῦ κακοῦ (ἀνεπίδεκτοι μάλιστα γιά μετάνοια καί σωτηρία), ἀλλά δέν ἔχουν ἄδεια νά θίξουν τό αὐτεξούσιο, πού ὁ Θεός μᾶς ἔδωκε νά τό κρατοῦμε ὅπως ἐμεῖς θέλουμε, μέ τήν δική μας ἐλευθερία καί διάθεση. Ὁ Θεός τούς ἐπιτρέπει, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, νά προσβάλλουν τόν ἄνθρωπο, ἀλλά δίχως νά τόν βιάζουν. Ὁπότε, βέβαια, εἶναι στό χέρι τοῦ ἀνθρώπου, νά δεχτεῖ ἤ νά μή δεχτεῖ τήν προσβολή. Ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, κατά τόν ἅγιο Μακάριο τόν Αἰγύπτιο, εἶναι δεκτική καί τοῦ καλού καί τοῦ κακοῦ· καί ἡ δύναμη πού διαθέτει ὁ σατανᾶς εἶναι π ρ ο τ ρ ε π τ ι κ ή, κι ὄχι ἀ ν α γ κ α σ τ ι κ ή. Ὁ τελευταῖος λόγος μένει στό αὐτεξούσιό μας, ν’ ἀκολουθήσει ὅποια ροπή θέλει. Δέν πρέπει λοιπόν γιά ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, νά θεωροῦμε πρωταίτιο τόν διάβολο μόνο. Γιατί, ἄν δέν δίναμε ἐμεῖς ἀφορμές, δέν θά μποροῦσε νά μᾶς κυριέψει, ὅσο κι ἄν μοχθοῦσε. «Ἐχθρός μέν – λέγει ὁ Μ. Γλυκᾶς – ἀληθής ὁ διάβολος ἀρχῆθεν ἐστί καί πολέμιος… (ὅμως) παρά τήν ἡμετέρᾳ γνώμῃ καί διακρίσει κεῖται τό πᾶν·… ἡμεῖς πολλάκις τοῦ πλημμελήματος αἴτιοι» (ἰδές πολλές γνῶμες πάνω στό θέμα τοῦτο, στήν κατατοπιστικώτατη μελέτη τοῦ Ἰ. Γ. Βαρδαβούλια, Ἡ περί τοῦ ἀοράτου τῆς δημιουργίας κόσμου ὀρθόδοξος διδασκαλία, Καβάλα 1960 – «Τιμητικός Τόμος ἐπί τῷ ἰωβηλαίῳ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φιλίππων, Νεαπόλεως, Θάσου Κυρίου Χρυσοστόμου», σσ. 151 – 203). Τό αὐτεξούσιό μας μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ σέ κάθε προσβολή τοῦ δαίμονος. Ὁ διάβολος δέν βάζει αὐτός τά πάθη μέσα μας, ἀλλά ἀπό τά πάθη καί τά ὑπολείμματά τους πού βρίσκει στή μνήμη μας, τ’ ἀνακαινίζει καί τά πολλαπλασιάζει καί κινεῖ τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς. Ἀνάλογα μέ τ’ ἁμαρτήματά μας, λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τρέφεται καί δυναμώνει ὁ σατανᾶς. Ὅταν σταματήσουμε τίς ἁμαρτίες, ἐκεῖνος πεθαίνει ἀπό τήν πεῖνα.
Ὁ σατανᾶς θά ἤθελε νά ‘χει δικαίωμα καί στήν ψυχή μας, ἀλλ’ αὐτό δέν τοῦ τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός: «πλήν τήν ψυχήν αὐτοῦ διατήρησον»τού λέγει, ὅταν ζήτησε ἀπ’ τό Θεό νά πειράξει τόν Ἰώβ. Κι ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅταν παραδίνει ἐκεῖνον τόν «μητρυιομίκτην» σημειώνει: «παραδοῦναι τόν τοιοῦτον τῷ σατανᾷ, εἰς ὄλεθρον τῆς σ α ρ κ ό ς, ἵνα τό πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Α’ Κορ. ε’ 5). Ὁ Θεός τοῦ ἔχει βάλεί ὅρια στούς πολέμους του κατεπάνω μας. Γιατί, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μακάριος, ἄν τοῦ παραχωροῦσε ὁ Θεός νά μᾶς πολεμήσει ὅ π ω ς θέλει, τότε θά μᾶς ἀφάνιζεν ὅλους· γιατί αὐτό εἶναι τό ἔργο του καί τό θέλημά του.
* * *
Ὁ σατανᾶς, στόν πόλεμο πού μᾶς κάνει, δέν ἔρχεται πάντα μέ τό ἴδιο πρόσωπο. Ἔχει πολλούς δαίμονες νά μᾶς στείλει: τῆς γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας, τῆς πορνείας, τῆς κενοδοξίας, τοῦ μίσους, τῆς ὀργῆς, τῆς οἰήσεως, τῆς λύπης, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀκηδίας, τῆς περιπλανήσεως, καί πολλούς ἄλλους πού ἑδρεύουν στά πάθη μας καί στά θελήματά μας, καί κάνουν ἀναίσθητη τήν ψυχή μας, ἐμποδίζοντάς την νά ἰδεῖ «τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ» (Ἰ. Χρυσόστομος). Ἀκόμα, πέρ’ ἀπό τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη πού ξυπνοῦν μέσα μας, μποροῦν οἱ δαίμονες ν’ ἀνεχθοῦν καί νά μᾶς σπρώξουν οἱ ἴδιοι κιόλας πρός τήν ἀρετή τῆς σωφροσύνης, τῆς νηστείας, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς φιλοξενίας, τῆς ἀγρυπνίας κ.λ.π., ἄν ἰδοῦν πώς ἡ αἰτία καί ὁ σκοπός τῶν γινομένων «πρός αὐτούς νένευκεν».
Τό κράτος αὐτό τοῦ σατανᾶ, πού μᾶς πολεμᾶ τόσον ἐπιτήδεια, δέν πρόκειται νά καταργηθεῖ, παρά μόνο στή Β’ Παρουσία, ὅταν ὁ Θεός «καταργήσῃ πᾶσαν ἀρχήν καί ἐξουσίαν καί δύναμιν» (Α’ Κορ. ιε’ 24). Ὣς τότε πρέπει ν’ ἀγρυπνοῦμε στίς ἐπιδρομές του. Ἂς παρακαλοῦμε τό Θεό νά μή μᾶς ἀφήνει στούς πειρασμούς τοῦ σατανᾶ ἔκθετους. Ἀλλά κι ἄς κρατοῦμε καθαρό τό Βάπτισμα, τόν τίμιο Σταυρό καί τή χάρη καί τή δύναμη τῆς θείας Κοινωνίας, γιά νά διώχνουμε μακρυά τούς δαίμονες. Νά ἔχουμε ταπείνωση καί νά δακρύζουμε εἰλικρινά, γιά τό μέγεθος τῶν ἁμαρτιῶν μας. «Ὁ γάρ ἔχων τά ἑαυτοῦ πταίσματα μικρά, παραχωρεῖται πεσεῖν εἰς μείζονα», λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Μέ τήν ταπείνωση καί μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ, θά φτάσουμε στό σημεῖο νά μή φοβούμαστε τίς ὁρμές τῶν δαιμόνων, ἀλλά νά μονομαχοῦμε νικηφόρα μαζί τους: «Τῶν γάρ δυνατῶν καί τελείων ἐστί, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, μονομαχεῖν ἀεί μετά τῶν δαιμόνων· καί τήν μάχαιραν τοῦ πνεύματος, ἤ ἐστι ρῆμα Θεοῦ, πρός αὐτούς διηνεκῶς ἀνατείνειν»
Πηγή: Τό βιβλίο «ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τού Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας τής Ελλάδος, Αθήναι 1978. (Σελ. 480).
Ἡ Εἰκόνα τοῦ κειμένου τέθηκε ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.