
1η. Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ’ ΛΟΥΚΑ (Πλουσίου Νεανίσκου) Λουκ. ιη’ 18 – 27, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 446 – 448).
Ό ἄνθρωπος, εἴτε μορφωμένος εἴτε ἀμόρφωτος, σ’ ὁποιαδήποτε θρησκεία καί ἄν ἀνήκῃ ἔχει πάντοτε πνευματικές ἀνησυχίες. Δέν εἶναι χοῖρος πού μπορεῖ τά προβαλλόμενα προβλήματα νά τά λύσῃ μέ λίγο μπομποτάλευρο καί νά ἡσυχάσῃ. Ἔμφυτο ἔχει τή ροπή πρός μάθησι κυρίως τοῦ τί μετά θάνατον θά γίνῃ. Ό σημερινός εἷς τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ό ὁποῖος φαίνεται κατ’ ἄλλον εὐαγγελιστήν πώς ἦταν ἄρχων μέ καλή προαίρεσι, ζῶν ὅμως στήν πλάνη περί τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ, τόν ὁποῖον ἐξελάμβανε σάν ἕνα σοφό σύμβουλο καί διδάσκαλο, παρά τό γεγονός ὅτι ἐφήρμοζεν ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας καί ἐξ οἰκογενειακῆς ἀνατροφῆς τό Μωσαϊκό νόμο, καί παρά τά πλούτη του, τά ὁποῖα οἱ πολλοί θεωροῦν πηγήν εὐτυχίας καί κλειδί ἀσφαλείας, εὑρεθείς πρό τῆς καταλάμψεως τῶν θείων ἀληθειῶν τοῦ Ἰησοῦ, ἔνοιωθε πῶς ό Μωσαϊκός νόμος δέν ἀπαντοῦσε στό ἐρώτημα τῆς ψυχῆς του περί μελλούσης ζωῆς. Τυπικές ἀστυνομικές διατάξεις, μέ τά ἀπαγορευτικά μή, κοινωνικῶς ὠφελοῦν, ψυχικῶς ὅμως δέν λυτρώνουν, δέν ὑποδεικνύουν τοὐλάχιστον τά μέσα τῆς λυτρώσεως: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;»
Πόσοι καί πόσοι καί μετά δυό χιλιάδες χρόνια χριστιανικοῦ φωτός δέν ἀναζητοῦν τό λυτρωμό τους στή φιλοσοφία τοῦ Βούδδα, στή γνῶσι τῶν Βραχμάνων, στίς φυσικές ἀσκήσεις τῶν Ἰνδῶν, στίς πανθεϊστικές δοξασίες τῶν μυθικῶν θρησκειῶν, στήν μαύρη ἤ λευκή Μαγεία, στίς πνευματιστικές ἀθλιότητες τῆς ἀπάτης, ἐνῶ δίπλα τους καί μέσα τους ἠμπορεῖ νά ἔχουν τό Θεό, μελετῶντας τάς ἐξ ἀποκαλύψεως ἁγίας Γραφάς, ὅπου ἡ ἀλήθεια, σάν δέσμη φωτός, ὁδηγεῖ, πετυχαίνει τήν κατάσβεσι τῆς ἐσωτερικῆς φλόγας, τήν κατασίγασι τῶν ἀνησυχιῶν, τή λύτρωσι καί τή γαλήνη, μακρυά ἀπό τά παραμύθια καί τίς μυστικιστικές νοσηρότητες! Γιατί ἀκολουθοῦν οἱ ἄνθρωποι στόν αἰῶνα τοῦ ἄκρου πολιτισμοῦ τό σκότος παρά τό φῶς, τήν πλάνη παρά τήν ἀλήθεια, τοῦτο προέρχεται μᾶλλον ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπό φαυλότητα, Ἰωάν. γ’ 20. Πράξ. γ’ 17, ιζ’ 30.
Ἕνας ἐπί πλέον λόγος, καί μάλιστα βασικός, πού πολλοί ἀποφεύγουν νά μελετήσουν τό Εὐαγγέλιο καί νά ἔλθουν σέ γνωριμία μέ τό Χριστό, εἶναι ἡ συνείδησί τους. Ὁμολογοῦν μέ τήν ἄρνησι ὅτι, μέ μιά τέτοια γνωριμία θά κληθοῦν νά ζήσουν πλέον στό φῶς. Καί τό φῶς θέλει καθαρούς ἀνθρώπους, ἀληθινούς ἀγωνιστές κατά τῶν ἰδίων παθῶν ἀπαλλαγή ἀπό κάθε γεῶδες καί ὑλικό φρόνημα πού γίνεται πρόσκομμα στήν πνευματική πρόοδο καί προκοπή. Ὅταν ό ἄνθρωπος ζῇ μέσα στή μούχλα τῶν ἔξω τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου θεωρητικῶν καί βιοθεωρητικῶν πλανῶν καί ἀνησυχιῶν, δέν ἠμπορεῖ νά ὁλοκληρωθῇ σέ προσωπικότητα, οὔτε καί τό βαθύ πόθο τῆς ψυχῆς πρός ἕνωσιν μετά τοῦ Θεοῦ νά πληρώσῃ. Τό «τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω» εἶναι ἕνα ἐρώτημα ἀνησύχου ψυχῆς. Ἀλλά δέν λύεται τό πρόβλημα μέ μιά ἀνθρωπιστική καλωσύνη. Ἡ ἀνησυχία εἶναι προσωπικό δράμᾶ. Ὁ Ἰησοῦς ἔδωσε τή λύσι: ἀπαλλαγή, ἀπαγκίστρωσις ἀπό τήν ὕλη, τό πρῶτο βῆμα, καί τό δεύτερον ὑποταγή, ἐν ἐλευθέρᾳ προαιρέσει, τοῦ ἀνθρώπου στό Χριστό: «Δεῦρο ἀκολούθει μοι». Τά ἄλλα θά τά κανονίσῃ Ἐκεῖνος. Ἐδῶ δέν γίνεται θυσία τοῦ πλούτου, ἀλλά θυσία τοῦ ὑλιστικοῦ φρονήματος πού ἀντιτίθεται στή λεπτότητα τῆς ψυχικῆς εὐγενείας ἑνός πιστοῦ καί ἐναρέτου Χριστιανοῦ.
Τό ὅτι τό ὑλιστικό φρόνημα θεραπευόμενο μέ τόν ὑλικό πλοῦτο εἶναι ἐμπόδιο γιά τήν πνευματική οἰκοδομή, καί τό γεγονός ὅτι ὁ ἐρωτῶν «ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γάρ ἔχων κτήματα πολλά» εἶναι ἐνδεικτικά, ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος δέν ἠμπορεῖ νά δουλεύῃ σέ δυό κυρίους, στό Θεό καί στό μαμωνᾶ ταυτοχρόνως. Ματθ. στ’ 24. Εἶναι δ’ ἐξ ἄλλου παρατηρημένον ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ πρακτικοῦ ὑλισμοῦ, θεοποιοῦντες τήν ὕλη, ἀπομακρύνουν, μέ τή φαντασία τους ὅμως, καί δοκιμασίες καί ἀρρώστειες καί αὐτόν τό θάνατο, ὥσπου ἡ σκληρή πραγματικότης τούς δώσῃ τό πρέπον μάθημα. Ἐάν ἠκολουθῆτο ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου, Ματθ. στ’ 33, θά μποροῦσε νά ἐπιτευχθῇ ὅπως καί ἡ Ἱστορία διδάσκει, καί ἡ ἱκανοποίησι τοῦ βαθυτάτου πόθου τῆς ψυχῆς πρός λύτρωσιν καί μακαρίαν ἀποκατάστασι πλησίον τοῦ Θεοῦ, καί ἡ ἀπόλαυσις ἐν τῷ μέτρῳ τῆς ἀναγκαιότητος, τῶν ἀγαθῶν τοῦ πολιτισμοῦ χωρίς δογματικές καί ἠθικές ἀβαρίες. Δυστυχῶς ὑπερισχύει γιά τούς ὑλικούς ἀνθρώπους ἡ φωνή τῆς ὕλης, πού εἶναι κακός σύμβουλος καί κακός ὁδηγός σ’ αὐτή τήν ἐφήμερη πορεία τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου προορισμός εἶναι ὄχι ἡ ἐξ ὧν τό σῶμα του συνετέθη ἀποσύνθεσι καί ἀφανισμός, ἀλλ’ ἡ κατόπιν πάλης καί ἀγῶνος θριαμβευτική εἴσοδος στήν αἰωνία ζωή πού ζητοῦσε καί ὁ πλούσιος Ἄρχων τοῦ Εὐαγγελίου.

(1904 – 1992)
Ἡ Εἰκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




