
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Η’ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 10, 25 – 37), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 241).
«Ἤγαγεν αὐτόν εἰς πανδοχεῖον καί ἐπεμελήθη αὐτοῦ» (Λουκ. 10, 34).
Σήμερα, ἀγαπητοί μου, σ’ ὅλους τούς ναούς διαβάστηκε τό Εὐαγγέλιο πού περιέχει τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Ἡ παραβολή αὐτή εἶνε μιά ἀπό τίς ὡραιότερες παραβολές πού εἶπε ὁ Χριστός. Μιά παραβολή, πού δείχνει ὄχι μόνο τό δρόμο πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στόν οὐρανό, ἀλλά καί τό δρόμο πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν κοινωνική εὐτυχία.
Ἡ παραβολή αὐτή μᾶς δίνει τό κλειδί, μέ τό ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά λύσουν τό λεγόμενο κοινωνικό πρόβλημα. Τό χρυσό κλειδί τῆς εὐτυχίας βρίσκεται στά λίγα λόγια, πού εἶπε ὁ Χριστός στό τέλος τῆς παραβολῆς σάν συμπέρασμα· «Πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως» (Λουκ. 10, 37). Πήγαινε, δηλαδή, κ’ ἐσύ καί κάνε τό ἴδιο μέ τόν καλό Σαμαρείτη. Δεῖξε ἀγάπη, ὅπως ἔδειξε ἐκεῖνος. Ἀγάπη ὄχι μόνο μέ λόγια, ἀλλά καί μέ ἔργα. Ἀγάπη ὄχι μόνο στούς συγγενεῖς καί φίλους, ἀλλά καί σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀκόμη καί στόν ἐχθρό. Ἀγάπη πανανθρώπινη. «Πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως» (αὐτ.). Αὐτή τήν ἀπάντηση ἔδωσε ὁ Χριστός σ’ ἕνα νομικό, σ’ ἕνα δηλαδη δικηγόρο τῆς ἐποχῆς του, πού ἔκανε τόν ἔξυπνο καί νόμιζε πώς μποροῦσε μέ τίς ἐρωτήσεις του νά μπλέξῃ τό Χριστό. Ὁ νομικός εἶχε ὑποβάλλει δύο ἐρωτήσεις στό Χριστό. Ἡ πρώτη ἐρώτησι ἦταν· «Διδάσκαλε, τί πρέπει νά κάνω γιά νά κληρονομήσω τήν αἰώνιο ζωή;» (Λουκ. 10, 25). Ὁ Χριστός ἀνάγκασε τό νομικό νά ἀπαντήσῃ ὁ ἴδιος καί νά πῇ, ὅτι γιά νά κερδίσῃ κανείς τήν αἰώνια ζωή πρέπει νά τηρήσῃ τό νόμο τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό καί πρός τόν πλησίον. Ὁ νομικός ἀπάντησε ὀρθά. Ἀλλ’ ἐπειδή ἤθελε νά δικαιολογηθῇ γιά τήν πρώτη ἐρώτησι πού ἔκανε, ἁρπάζεται ἀπό τή λέξι «πλησίον» καί κάνει τή δεύτερη αὐτή ἐρώτησι· «Καί ποιός εἶνε ὁ πλησίον μου;» (Λουκ. 10, 29). Στό δεύτερο αὐτό ἐρώτημα ὁ Χριστός ἀπήντησε μέ παραβολή, τήν παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου. Σ’ αὐτή τήν παραβολή δύο κυρίως ἄνθρωποι ζωγραφίζονται· ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀνάγκη, καί ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος πού σπεύδει καί βοηθεῖ.
* * *
Στίς λίγες γραμμές τοῦ μικροῦ αὐτοῦ κηρύγματος δέν εἶνε δυνατόν ν’ ἀναλύσουμε τήν παραβολή. Ἄς ρίξουμε μόνο λίγα βλέμματα.
Ἕνας ἄνθρωπος, λέει ἡ παραβολή, ξεκίνησε ἀπό τά Ἰεροσόλυμα καί πήγαινε σέ μιά ἄλλη πόλι, τήν Ἰεριχώ. Εἶχε διανύσει ἥσυχα ἕνα ἀρκετό διάστημα τοῦ δρόμου. Ἀλλ’ ὅταν ἔφτασε σέ μιά ἀπόμερη καί ἔρημη τοποθεσία, ἄγριοι ἄνθρωποι, λῃστές, ἔπεσαν ἐπάνω του, τόν χτύπησαν, τόν ἔγδυσαν, τόν πλήγωσαν ὁλόκληρο φοβερά, τοῦ ἀφαίρεσαν ὅ,τι εἶχε, τόν ἄφησαν μισοπεθαμένο, κ’ ἐξαφανίστηκαν. Ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτή τήν κατάστασι πού ἦταν δέν μποροῦσε νά σηκωθῇ. Μόνο στέναζε καί βογγοῦσε ἀπό τούς πόνους.
Ἀπό τό μέρος ἐκεῖνο πέρασαν τρεῖς. Ὁ πρῶτος ἦταν ἱερεύς. Καί σάν ἱερεύς ἔπρεπε νά δείξῃ ἀγάπη στόν τραυματισμένο ἄνθρωπο. Ἀλλ’ αὐτός ἔρριξε μιά ματιά καί προσπέρασε ἀδιάφορος, συνεχίζοντας τό δρόμο του. Ὁ δεύτερος πού πέρασε ἀπό τόν τόπο τοῦ ἐγκλήματος ἦταν λευΐτης, πρόσωπο δηλαδή πού ὑπηρετοῦσε μέσα στό ναό τοῦ Θεοῦ σάν νεωκόρος ἤ μᾶλλον σάν διάκονος. Δυστυχῶς φάνηκε κι αὐτός σκληρός. Πλησίασε μόνο ἀπό περιέργεια, εἶδε ἁπλῶς τόν κατάκοιτο ἄνθρωπο, καί ἔφυγε. Ὁ πληγωμένος καί κατάκοιτος ἄνθρωπος κινδύνευε πιά νά πεθάνῃ. Ἀλλά νά, τρίτος διαβάτης φτάνει στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. Ὁ τρίτος αὐτός διαβάτης ἦταν Σαμαρείτης, ἄνθρωπος δηλαδή ἀπό τή χώρα τῆς Σαμαρείας, πού βρισκόταν σέ ἔχθρα μέ τήν Ἰουδαία. Οἱ Ἰουδαῖοι μισοῦσαν τούς Σαμαρεῖτες καί οἱ Σαμαρεῖτες μισοῦσαν τούς Ἰουδαίους.
Μπορεῖτε νά φαντασθῆτε, τί τρόμο θά πῆρε ὁ πληγωμένος Ἰουδαῖος, ὅταν μέ τά μισοσβησμένα μάτια του ἀντίκρυσε τόν Σαμαρείτη, τόν ἐχθρό; Ὤ, χάθηκα! Θά εἶπε. Αὐτός ὁ Σαμαρείτης θά μέ ἀποτελειώσῃ τώρα. Καί ὅμως! Ὁ Σαμαρείτης δέν ἔδειξε ἐχθρική διαγωγή. Ἀντιθέτως μάλιστα. Ἔδειξε εὐγενῆ αισθήματα. Ἔδειξε ἀγάπη. Ἀγάπη ἔμπρακτη. Κατέβηκε ἀπό τό ζῷο του, ἔπλυνε τίς πληγές μέ κρασί, τίς ἄλειψε μέ λάδι καί τίς ἔδεσε μέ ἐπιδέσμους. Τόν πῆρε κατόπιν, τόν ἀνέβασε στό ζῷο του καί τόν μετέφερε στό πανδοχεῖο. Τά πανδοχεῖα ἦταν ἕνα εἶδος ξενοδοχείων καί ἦταν συνήθως χτισμένα σέ ἐρημικά μέρη, κοντά στούς δημοσίους δρόμους. Ἦταν σάν τά χάνια, πού ὑπῆρχαν πρό ἐτῶν σέ ὀρεινά μέρη τῆς πατρίδος μας. Στά πανδοχεῖα σταματοῦσαν οἱ διαβάτες, ξεκουράζονταν αὐτοί καί τά ζῷα τους, ἔτρωγαν, ἔπιναν καί διανυκτέρευαν. Σ’ ἕνα πανδοχεῖο λοιπόν ἔφερε τόν πληγωμένο ἄνθρωπο ὁ καλός Σαμαρείτης. Ἔμεινε μαζί του ὅλη τή νύχτα. Τοῦ προσέφερε ὅ,τι μποροῦσε. Καί τό πρωΐ, προτοῦ φύγῃ, ἔβγαλε καί πλήρωσε τόν ἰδιοκτήτη τοῦ πανδοχείου. Καί τόν παρακάλεσε, νά περιποιηθῇ τόν ἄνθρωπο, κι ὅ,τι ἐπί πλέον θά ξώδευε, ὑποσχέθηκε ὅτι θά τά πληρώσῃ ὅταν θά ἐπιστρέψῃ πάλι.
Αὐτή μέ λίγα καί ἁπλά λόγια εἶνε ἡ παραβολή. Κι ὅταν τελείωσε ὁ Χριστός, ῥώτησε τό νομικό· «Ποιός ἀπό τούς τρεῖς διαβάτες νομίζεις ὅτι ἔγινε ὁ πλησίον τοῦ ἀνθρώπου πού ἔπεσε στά χέρια τῶν λῃστῶν;». Καί ὁ νομικός ἀπήντησε· «Ἐκεῖνος πού ἔκανε τό ἔλεος σ’ αὐτόν». Καί τότε ὁ Χριστός τοῦ εἶπε· «Πορεύου καί σύ ποίει ὁμοίως», πήγαινε κ’ ἐσύ κάνε τό ἴδιο (Λουκ. 10, 36 – 37).
* * *
Ἡ παραβολή, ἀγαπητοί μου, εἶνε μιά διήγησι, μέ τήν ὁποῖα ὁ Κύριος ἄλλα λέει καί ἄλλα ἐννοεῖ. Δέν θά εξηγήσουμε ἐδῶ ὅλα τά σημεῖα καί τίς λεπτομέρειες τῆς παραβολῆς. Λέμε μόνο γενικά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, πού ἔπεσε στούς λῃστάς, εἶνε κάθε ἄνθρωπος, εἶνε ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Λῃστές εἶνε οἱ δαίμονες. Οἱ φοβερές πληγές εἶνε οἱ ἁμαρτίες. Αὐτές πληγώνουν καί θανατώνουν τόν ἄνθρωπο σωματικά καί πνευματικά. Ὁ ἄνθρωπος, χτυπημένος ἀπό τούς δαίμονες καί τήν ἁμαρτία, περιέρχεται σέ μιά τέτοια κατάστασι ἀδυναμίας, πού μόνος του δέν μπορεῖ νά σωθῇ. Καί οἱ δύο πρῶτοι διαβάτες, πού πέρασαν καί εἶδαν ἁπλῶς καί τίποτε δέν πρόσφεραν στόν τραυματισμένο, εἶνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, πού – ὁσοδήποτε μεγάλοι καί ἄν φαίνωνται – δέν ἔχουν τή δύναμι νά σώσουν τό δυστυχισμένο ἄνθρωπο ἀπό τίς ἁμαρτίες του.
Ὁ δέ καλός Σαμαρείτης ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Μήπως οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι δέν ὠνόμασαν περιφρονητικά τό Χριστό μας Σαμαρείτη; Ἔ λοιπόν, αὐτός πού τόν περιφρονοῦσαν σάν Σαμαρείτη καί τόν ἔβριζαν καί τόν χλεύαζαν, αὐτός ἔγινε ὁ πλησίον τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτός ἔσκυψε πάνω ἀπό τόν πονεμένο ἄνθρωπο, αὐτός ἄκουσε τούς χτύπους τῆς καρδιᾶς του, αὐτός τόν πόνεσε καί τόν σπλαχνίστηκε, αὐτός σταυρώθηκε καί ἔχυσε τό αἷμα του γι’ αὐτόν.
Τρία χρόνια ὑπηρετοῦσε καί εὐεργετοῦσε ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο ἐδῶ πάνω στή γῆ μέ μιά ἀγάπη ἀπέραντη. Καί ὅταν ὁ Χριστός ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, δέν ἐγκατέλειψε τήν ἀνθρωπότητα. Προνόησε γι’ αὐτήν. Προνόησε γιά ὅλους τούς ἁμαρτωλούς ὅλων τῶν αἰώνων. Προνόησε, νά ἔχουν ὅλα τά πνευματικά μέσα γιά τή σωτηρία τους, νά μήν τούς λείψῃ τίποτε. Καί γιά τό σκοπό αὐτό ἵδρυσε τήν Ἐκκλησία. Αὐτή εἶνε τό πανδοχεῖο πού, ὅπως καί ἡ λέξις δείχνει, δέχεται ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀρκεῖ νά θέλουν νά σωθοῦν καί νά συμμορφωθοῦν μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ. Στό πνευματικό αὐτό πανδοχεῖο, στήν Ἐκκλησία, ὑπηρετοῦν οἱ κληρικοί, πού ἔχουν ἐντολή ἀπ’ τό Χριστό νά προσφέρουν στούς ἀνθρώπους κάθε βοήθεια πού συντελεῖ στή σωτηρία τους. Ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία ὅλα τά μέσα γιά νά σωθῇ ὁ ἄνθρωπος.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τό πανδοχεῖο. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τό ἰατρεῖο. Καί ποιός, Χριστέ μου, πού καταφεύγει στό ἰατρεῖο σου, δέν θεραπεύεται;
Ὅλοι, ἀδέλφια μου, στό πανδοχεῖο, ὅλοι στό ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ!

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Οἱ εἱκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.