
Ποιητική ἀπόδοση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς Ἰωάν. α’ 44-52
†Ἀρχιμανδρίτῃ Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα
Ἱεροκήρυκος
Μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτῃ Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα Ἱεροκήρυκος
Ὁ Φίλιππος σαν τὸ ἀρνὶ στὴν κλῆσι τοῦ Κυρίου
Χωρὶς κανένα δισταγμὸ γίνεται μαθητὴς του
Τὸν εἶδε ὅπως τὸν πόθησε: Μεσσία ὅλου τοῦ Κόσμου
Ποὺ λύτρωσι περίμενε. Τέρμα τῆς φυλακῆς του
Καὶ στα φρικτὰ καὶ αἰώνια δεσμὰ τῆς αμαρτίας
Κὶ ἐλευθεριά ἀπ’ τὸ κακὸ νά νοιώση ἡ ψυχὴ του
Τή γεῦσι που αἰσθάνθηκε ὁ Φίλιππος, στό φίλο
Χαρούμενα διαλαλεῖ καὶ με παλμὸ τοῦ λέγει,
Ὅτι Ἐκεῖνον πού πολλὰ χρόνια τόσοι προφῆτες
Μᾶς μίλαγαν πῶς Λυτρωτὴς – Μεσσίας θα μᾶς ‘ρχόταν
Ἦλθε, φίλε μου, ἐδὼ στὴ γῆ. Βρήκαμε, ἀδελφὲ μου,
Τὸν Ἰησοῦν τῆς Ναζαρὲτ, τὸν πόθο τῶν αἰώνων.
Μὰ, Φίλιππε, τοῦ ἀπαντᾷ, ὁ Ναθαναὴλ μὲ γέλιο.
Κάπως πικρὸ για μιά στιγμὴ: Μπορεὶ ἀπὸ μιά πόλι
Που τὸ κακὸ πλεόνασε καὶ κάνει περιγέλιο
Κάθε ὑψηλὸ πνευματικὸ, κάτι ἅγιο νά προέλθῃ;
Καὶ τότε ὁ Φίλιππος μπροστὰ στὸ ἐρώτημα τοῦ φίλου
Καὶ στὸ δικὸ τοῦ δισταγμὸ, τοῦ λέει: Ἒρχου καὶ ἴδε!
Κὶ ὅταν τὸν εἶδε ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε: ἀλήθεια εἷσαι
Ἄδολος καὶ καλόκαρδος ἁγνὸς Ἰσραηλίτης.
Κὶ ὁ ταπεινός Ναθαναήλ μ’ ἀφέλεια τὸν ρωτάει:
Μὰ, Κύριε, δέν μ’ ἐγνώριζες. Πῶς κι ἀπὸ ποῦ μὲ ξέρεις;
«Πρὶν σὲ φωνάξη ὁ Φίλιππος κάτω ἀπ’ τὴ συκιὰ σου
Εἶπε ὁ Χριστὸς, σὲ εἶδα ἐγὼ». Ὦ! Δάσκαλε, σὲ νοιώθω!
Υἱὸς Θεοῦ εἷσαι Εσὺ. Εἷσαι ὁ Βασιλιὰς μας
Που χρόνια περιμέναμε τὴ λύτρωσι νᾷ φέρη
Σ’ ἔνα λαὸ που στὴ σκλαβιὰ τὰ πάνδεινα ὑποφέρει.
Έτσι εἶπε ὁ Ναθαναὴλ στὸν Κύριο, που τοῦ λέγει:
Εἶδες μικρὰ καὶ πίστεψες. Θα ιδής καὶ πιὸ μεγάλα
Θα ἰδής ν’ ἀνοίξῃ ὁ Οὐρανὸς ν’ ἀνεβοκατεβαίνουν
Ἄγγελοι ὑπηρετικοὶ σ’ Ἐκεῖνον π’ ἀνθρωπίνη
Σάρκα στὸν Κόσμο ἔλαβε τὴ λύτρωσι νά δίνῃ.

Από τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἄθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», 1980 (σελ. 132).
Οἱ Εἰκόνες καί οἱ φωτογραφίες τοῦ κειμένου, ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.