
Ποιητική ἀπόδοση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς Ματθ. ιθ’ 1 – 40.
†Ἀρχιμανδρίτῃ Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα
Ἱεροκήρυκος
Μικρός τό δέμας μά τρανός σ’ ἄνομες ἐπιδόσεις
μέ τίς κλεψές καί ἀρπαγές κι’ ὅλες τίς ἀδικίες
εἶχε πλουτίσει ἀφάνταστα ὁ τότε Ἀρχιτελώνης
τῶν τελωνῶν ὁ ἀρχηγός χωρίς κἄν νά λυγίζῃ
σέ δάκρυ τόσων φτωχικῶν ὑπάρξεων πού εἶχε γδύσει
ἀρκεῖ μέ φόρους ἄδικους ἐκεῖνος νά πλουτίσῃ.
Χῆρες, φτωχά καί ὀρφανά πετάχτηκαν στό δρόμο
καί τόσοι ἐξεσπιτώθηκαν στήν πίεσι γιά χρῆμα
κι’ εἶχε σκορπίσει στούς πολλούς ἀδύνατους τόν τρόμο
μ’ αὐθαίρετες ἐνέργειες νά οἰκειωθῇ τό χτῆμα
κάθε φτωχοῦ πού σήκωνε βαρύ σταυρό στόν ὦμο.

Κανείς δέν εὕρισκε ἔλεος· μέ ξένη ἐξουσία
τῶν δυνατῶν τῆς Κατοχῆς καί γιά λογαριασμό τους
ἦταν σπαθί κὶ ἀπόχτησε τεράστια περιουσία
ἀδιάφορο ἄν τῶν φτωχῶν καί τόν ἀνασασμό τους
νά ἀφαιρέση ἤθελε ἀπ’ τή φτηνή ζωή τους.
Ἡ ὕλη εἶναι ἄκαρδη κι’ αἷμα ζητάει ξένο
νά ζωντανέψη δίνοντας στό σατανᾶ τό ντῦμα
μέ μάσκα ἀνθρωπόμορφη καί νά ἀνοίγῃ μνῆμα
στόν κάθε ἄπιστο ὑλιστή, στόν κάθε πλανεμένο
πού νόμισε πώς ἡ χαρά κρύβεται σ’ ἕνα χτῆμα
καί μάλιστα μέ ἀρπαγές κι’ αὐτό ἀποχτημένο.
Ὅμως στό φῶς τῆς ἀρετῆς στή λάμψι τῆς ἀλήθειας
παίρνει ἡ ψυχή ἀπόφασι κατά τῆς κακοήθειας
καί ὁ Ζακχαῖος ἀλλαγή νοιώθει στήν ἐπαφή του
μέ τὸ Χριστό καί συσσεισμό στά λόγια του παθαίνει
ὅλα στό σπίτι τἄβλεπε τώρα σάν μαῦρα φίδια
πού εἶχαν τόσες κεφαλές ὅσες καί οἱ ἀδικίες
καί μ’ ἔμπρακτη μετάνοια καί δάκρυ αὐτός ξεπλένει
τό βόρβορο ἀπ’ τήν καρδιά, κι’ ἀπ’ τό Χριστό μας παίρνει
τήν ἄφεσι καί τά κλειδιά οὐράνιας Βασιλείας.

ΠΗΓΗ: Από τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἄθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», 1980 (σελ. 469).