Τοῦ †Φώτη Κόντογλου

«Δεῦτε ἅπαντα τά ἔθνη τό εὐλογημένον Ξύλον προσκυνήσωμεν». Μά πῶς νά τό προσκυνήσωμε μέ καρδιές σάρκινες καί μέ διάνοιες ποὖναι κολλημένες στά κακά θελήματά μας; Ἔχουμε καιρό γιά χάσιμο ἐμεῖς πού ἔχουμε ριχθεῖ ὁ ἕνας ἀπάνω στόν ἄλλον ποιός θ’ ἀπολαύσει πιό πολύ καί πιό γρήγορα τίς ἡδονές τῆς ζωῆς; Καλά – καλά δέν νοιώθουμε πιά τί εἶναι αὐτός ὁ Σταυρός, μ’ ὅλο πού τόν βάζουμε παντοῦ, στίς ἐκκλησίες, στά καμπαναριά, στίς σημαῖες, στά νοσοκομεῖα, στ’ ἅρματα, στά παράσημα, στή στήθη τῶν κοριτσιῶν, στά μνήματά μας.
«Σάν ἀκοῦς πολλά κεράσια, πάρε μικρό καλάθι». Πολλοί σταυροί μά λίγη πίστη σ’ Αὐτόν πού σταυρώθηκε ἀπάνω στόν σταυρό. Πήραμε τό ξύλο κατάξερο χωρίς νά πάρουμε Ἐκεῖνον πού τό πότισε μέ τό αἶμα του, Ἐκεῖνον «δι’ οὗ τό τοῦ σταυροῦ ζωηφόρον ἐν γῇ πεφυτούργηται δένδρον». Δέν πιστεύουμε στό Σταυρό, γιατί δέν πιστεύουμε στό Χριστό, ἀφοῦ πιστεύουμε μόνο στόν ἑαυτό μας. Γιά μᾶς εἶναι κούφια λόγια κι ὁ Χριστός κι ὁ Σταυρός.
Οἱ Σταυροί πού βάζουμε πάνω στά χτίριά μας εἶναι σάν τούς ἀνεμοδεῖχτες πού τούς βάζουμε μοναχά γιά στολίδι κι ὄχι γιά νά βλέπουμε τόν καιρό. Αὐτό δείχνουνε τά αἰσθήματα μας καί τά ἔργα μας: «Τό δένδρον ἐκ τῶν καρπῶν αὐτοῦ γνωρίζεται», εἶπε ὁ ἴδιος ποῦ καρφώθηκε ἀπάνω στό Σταυρό. Οἱ πολύξερες καί πονηρές διάνοιές μας ἔχουνε καταντήσει σάν τίς πόρνες πού κοιμηθήκανε μέ κάθε λογῆς ἀνθρώπους. Πῶς νά πιστέψουνε στή δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί στή σωτηρία πού ἦρθε στόν κόσμο μέ τό σταύρωμα τοῦ Χριστοῦ ἀπάνω του;
Ἄκουσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τί λέγει πώς εἶναι ὁ Σταυρός γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι πονηροί καί γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μέ καλή καί ἁγνή προαίρεση: «Ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δέ σωζομένοις δύναμις Θεοῦ ἐστιν. Γέγραπταί γάρ: Ἀπολῶ τήν σοφίαν τῶν σοφῶν καί τήν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητής τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχί ἐμώρανεν ὁ Θεός τήν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;…». Δηλαδή ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ἤγουν ἡ θρησκεία τοῦ Σταυροῦ, γιά ἐκείνους πού πᾶνε στόν χαμό εἶναι ἀνοησία, ἀλλά γιά ἐκείνους πού θέλουνε νά σωθοῦνε, εἶναι δύναμη Θεοῦ. Ποιοί εἶναι αὐτοί πού πᾶνε στήν ἀπώλεια, «οἱ ἀπολλύμενοι»; Εἶναι αὐτοί πού τούς ἐμποδίζει ἡ ἀλαζονεία τοῦ μυαλοῦ τους κι ἡ πονηριά τῆς καρδιᾶς τους νά παραδεχτοῦνε τή δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Γιά τοῦτο ἐξηγεῖ παρακάτω ὁ Παῦλος πώς αὐτοί οἱ ἀπολλύμενοι, οἱ χαμένοι, οἱ αυτοκαταδικασμένοι, εἶναι ὅσοι ἔχουνε τήν ἰδέα πώς εἶναι σοφοί καί μυαλωμένοι καί πιστεύουνε πώς ἡ ἀνθρώπινη γνώση κι ἐπιστήμη τά κατέχει ὅλα καί πώς ὁ Θεός κι ὁ Χριστός κι οἱ Σταυροί κι ἡ ἄλλη ζωή καί τά πνευματικά μυστήρια κι ἡ ἀρετή κι ὅλοι οἱ κρυφοί θησαυροί τῆς θρησκείας εἶναι ἀνοησίες καί παραμύθια καί πράγματα ἀσύστατα, πού τά πιστεύουνε οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι καί τά περιωρισμένα μυαλά. Γι’ αὐτό λέγει πώς εἶναι γραμμένο: «Θά χαλάσω τή σοφία τῶν σοφῶν καί τή γνώση τῶν γνωστικῶν θά τή βγάλω ψεύτικη» (Ἠσαΐας κθ’, 14).
Κι ὕστερα ρωτᾶ ὁ Παῦλος: «Ποῦ εἶναι κανένας σοφός, κανένας σπουδασμένος, κανένας συζητητής μέ σοφία ἐτούτου τοῦ κόσμου, γιά νά μᾶς τά ἐξηγήσει αὐτά τά μυστήρια πού ξεσκεπάζουνται στούς ἄσοφους καί στούς ἀγράμματους; Λοιπόν δέν ἀπομώρανε ὁ Θεός τή σοφία ἐτούτου τοῦ κόσμου; Γιατί, ἐπειδή κατά τή σοφία τοῦ Θεοῦ (κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ) δέν γνώρισε ὁ κόσμος μέ τή σοφία τόν Θεό, θέλησε ὁ Θεός νά σώσει ἐκείνους πού τόν πιστεύουνε, μέ τή μωρία τοῦ κηρύγματος, (δηλ. μέ τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου πού τό ἔχουνε γιά ἀνοησία). Γιατί κι οἱ Ἰουδαῖοι ζητᾶνε θαύματα κι οἱ Ἕλληνες ζητᾶνε σοφία (ἐπειδή οἱ μέν Ἰουδαῖοι ἤτανε μαθημένοι νά ζητᾶνε θαύματα γιά νά πιστέψουνε, ὅπως στόν καιρό τοῦ Μωϋσῆ, οἱ δέ Ἕλληνες ἤτανε κακομαθημένοι μέ τή φιλοσοφία καί μέ τή διαλεκτική), ἐνῶ ἐμεῖς κηρύχνουμε ἕναν Χριστό πού σταυρώθηκε, καί πού εἶναι γιά τούς Ἑβραίους μέν σκάνδαλο (γιατί περιμένουνε νἄρθει ὁ Μεσσίας σάν βασιλιᾶς μέ δύναμη κοσμική κι ὄχι φτωχός, κατατρεγμένος καί σταυρωμένος), καί γιά τούς Ἕλληνες ἀνοησία (γιατί αὐτοί ἐκτιμᾶνε μοναχά ἐκεῖνον πού ‘ναι ρήτορας καί φιλόσοφος μέ εὔστροφο καί ἔξυπνο μυαλό), ἀλλά πού εἶναι ὅμως (αὐτός ὁ σταυρωμένος Χριστός) γιά ἐμᾶς πού μᾶς κάλεσε νά τόν πιστέψουμε καί νά τόν κηρύξουμε, Ἰουδαίους κι Ἕλληνες, Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία».
Γιατί ἡ μωρία τοῦ Θεοῦ (δηλ. αὐτό πού νομίζουνε πώς εἶναι ἀνοησία οἱ σαρκικοί ἄνθρωποι) εἶναι κάποιο πράγμα πιό σοφό ἀπό τή σοφία τῶν ἀνθρώπων καί τό ἀδύνατο τοῦ Θεοῦ (δηλ. ἐμεῖς πού δέν ἔχουμε μήτε σοφία, μήτε ρητορική, μήτε ὄπλα, μήτε πλοῦτο, καί γιά τοῦτο μᾶς ἔχει ὁ κόσμος γιά ἀδύναμους καί τιποτένιους) εἶναι πιό δυνατό ἀπό τή δύναμη πού ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι. Γιατί βλέπετε, ἀδελφοί μου, πώς ἀνάμεσα σ’ ἐσᾶς, πού προσκαλεσθήκατε ἀπό τόν Χριστό, δέν ὑπάρχουνε πολλοί πού νά εἶναι σοφοί, στή σαρκική σοφία, οὔτε δυνατοί σέ ἀξιώματα, οὔτε ἄρχοντες πλούσιοι, ἀλλά τά ἀγράμματα (μωρά) διάλεξε ὁ Θεός γιά νά ντροπιάσει τούς σοφούς, καί τά ἀδύνατα διάλεξε ὁ Θεός γιά νά ντροπιάσει τά δυνατά, καί τά φτωχά τοῦ κόσμου καί τά καταφρονεμένα διάλεξε ὁ Θεός, καί κεῖνα πού δέν τά λογαριάζει ὁ κόσμος πώς ὑπάρχουνε στόν κόσμο, γιά νά καταργήσει αὐτά πού ὑπάρχουνε, ὥστε νά μήν καυχηθεῖ κάθε σάρκα μπροστά στόν Θεό (γιά νά μήν καυχηθοῦνε οἱ ἄνθρωποι πώς μέ τή σοφία τους καί μέ τή δυναμή τους καί μέ τά πλούτη τους καί μέ τά συστήματά τους φάνηκαν δυνατοί μπροστά στό Θεό, πού ἔκανε τό θελημά του μ’ αὐτά πού καταφρονοῦνε, μέ τούς ἄσοφους, μέ τούς ἀδύνατους, μέ τούς φτωχούς, μέ τούς παραπεταμένους). Κι ἐσεῖς πού πιστεύετε στόν Χριστό, ἀπό τόν Θεό εἴσαστε δυναμωμένοι καί σοφισμένοι κι ὁ Χριστός ἔγινε γιά σᾶς σοφία ἀπό τόν Θεό, καί δικαιοσύνη κι ἁγίασμα κι ἀπολύτρωση, γιά νά καυχιέται στ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ὅποιος καυχιέται κατά τόν λόγο πού εἶναι γραμμένος.
«Κι ἐγώ, ἀδελφοί μου, δέν ἦρθα νά σᾶς κηρύξω πώς ὁ Χριστός εἶναι σταλμένος ἀπό τόν Θεό, μέ κάποια λογική δύναμη πού ἔχω περισσότερο ἀπό σᾶς· γιατί δέν ἔκρινα πώς γνωρίζω κάτι τό παραπάνω ἀπό σᾶς, παρά μονάχα τόν Ἰησοῦ Χριστό, κι αὐτόν σταυρωμένον». (Κορινθ. Α’, α’ 18 – β’ 2).
Αὐτά εἶναι τά ἐξαίσια λόγια τοῦ Παύλου πού τά πιό πολλά τά λένε στόν Ἀπόστολο τῆς Σταυροπροσκυνήσεως. Ἀληθινά, δέν μοιάζουνε αὐτά τά λόγια μέ τά λόγια κανενός ἀπό τούς σοφούς τοῦ κόσμου πού μιλᾶνε ξερά στό μυαλό μας, μά οὔτε καί μέ κανενός ἀπό τούς φημισμένους ποιητές πού μιλᾶνε στήν καρδιά μας. Ἀληθινά δέν μοιάζουνε μέ τίποτα ἀπ’ αὐτά.
Εἶναι ἀπό ἕναν ἄλλον κόσμο καί γιά νά τά νοιώσεις πρέπει νἄχεις μιάν ἀλλοιώτικη διάνοια καί μιάν ἀλλοιώτικη καρδιά. Ὡστόσο κάθε διάνοια καί κάθε καρδιά μπορεῖ νά τά νοιώσει σάν παρατήσει τήν ἀλαζονεία πού τήν κάνει νά πιστεύει μοναχά στήν ἀνθρώπινη σοφία καί νἄχει ἐμπιστοσύνη σέ δαύτη καί τότε θά γίνει καινούρια διάνοια καί καινούρια καρδιά, μ’ ἕναν λόγο θά γίνει καινούριος ἄνθρωπος ὅπως γίνεται ὅποιος πιστεύει στόν Χριστό. Καί τότε θά τρέχει σάν ἐλάφι διψασμένο νά πιεῖ ἀπ’ αὐτή τήν πηγή «τοῦ ὕδατος τοῦ αλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον», καί τότε θά καταλάβει πώς ζητοῦσε νά ξεδιψάσει ἀπό τά ξεροπόταμα τῆς Σαχάρας, καί νά θραφῆ μασῶντας ξύλα κατάξερα καί χαλίκια.

Τότε θά νοιώσει ἀληθινά τί εἶναι κι ὁ Σταυρός, αὐτό τό φοβερό σημεῖο. Τότε θά καταλάβει πώς ο Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἦρθε νά καταργήσει τόν σταυρό πού σηκώνει ὁ κάθε ἄνθρωπος ὅπου ἔρχεται σ’ αὐτόν τόν κόσμο. Γιατί αὐτός ὁ Σταυρός ἔδωσε τήν ἐλπίδα στόν κάθε ἀπελπισμένο πού κατάλαβε τήν φωνή Ἐκείνου πού σταυρώθηκε ἀπάνω του. Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἄν ἐγώ σταυρωθῶ, θά τραβήξω ὅλους τούς ἀνθρώπους σέ μένα», «Κἀγώ ἐάν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρός εμαυτόν». Λέγει πώς θά τούς τραβήξει ὅλους πρός τόν ἑαυτό του, πώς θά τούς φωνάξει ὅλους νά πᾶνε στήν ἀγκαλιά του, πώς θά τούς καλέσει ὅλους στή σωτηρία, πλήν ὅλοι δέν θά θελήσουνε νά πᾶνε καί νά σωθοῦνε γιατί δέν θά τόν πιστέψουνε, ἐπειδή ἡ ἀλαζονική ψυχή τους θά ἔχει τήν ἰδέα πώς ἡ θρησκεία του εἶναι μωρία καί πώς τά λόγια του εἶναι ψευτιές κι ὄχι ἀλήθεια.
Ἄν ἤτανε δυνατό γιά μιά στιγμή νά πιστέψουνε ἀληθινά «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» στό Χριστό καί στά λόγια του ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ καρδιές τους θά γινόντανε μονομιᾶς καινούριες καρδιές, κι ὅλα θά ἀλλάζανε καί τότε θά γινότανε «οὐρανός καινούριος καί γῆ καινούρια». Ὅσα ἀγωνιζόμαστε νά γιατρέψουμε μέ τή σοφία μας καί μέ τήν ἐπιστήμη μας καί μέ τήν πεισματωμένη ἐπιμονή μας καί μέ τά μπερδεμένα κι ἀδιαφόρετα συστήματά μας, ὅλα θά γιατρευόντανε μονομιᾶς. Μήτε ἀγωνία πιά, μήτε φονικά, μήτε συκοφαντίες, μήτε ἔχθρητα, μήτε ἀνησυχία καί ταραχή, μήτε κόπος καί μόχθος γιά νά χειροτερεύουνε τή δυστυχία μας, μήτε ἀβάσταχτες ἀγωνίες, μήτε φόβος, μήτε τίποτα δέν θά ἀπόμνησκε ἀπ΄ ὅλο αὐτό τό ἀτσάλινο δίχτυ πού εἴμαστε τυλιγμένοι καί πού ὅσο πολεμᾶμε νά ξεμπλέξουμε, τόσο μᾶς τυλίγει πιό σφιχτά, ὡς πού νά μᾶς πνίξει ὁλότελα.
Γιά νά βγοῦμε ἀπό τοῦτον τόν κατασκότεινον λαβύρινθο πού κλεισθήκαμε μέ τά χέρια μας, δέν ὑπάρχει ἄλλο μιτάρι γιά νά μᾶς βγάλει στό φῶς, δέν ὑπάρχει καμμιά Ἀριάδνη γιά νά μᾶς τό δώσει, παρεκτός ἀπό τόν Χριστό. Κανένας Θησέας δέν σκότωσε τόν Μινώταυρο πού μᾶς τρώγει κι οὔτε θά τόν σκοτώσει ποτέ μέ τά σπαθιά πού κάνει ἡ ἐπιστήμη μας κι ἡ λογῆς – λογῆς ἐξυπνάδα μας. Μοναχά ἕνας θά σκοτώσει τόν Μινώταυρο κι ὅλα τά δαιμονικά πού εἶναι μαζί μας σφαλισμένα στόν λαβύρινθο: Ὁ Χριστός!
Μά ποιός Χριστός; Ὄχι ὁ ψεύτικος Χριστός πού πλάθουνε οἱ ψεύτικες καρδιές μας, ἀλλά ὁ Χριστός ὁ ἀληθινός πού θά τόν δεχτοῦμε στίς ἀληθινές καί καθαρές καρδιές μας καί πού θά μᾶς τραβήξει ἀπό τούτη τήν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ καί θά μᾶς ὑψώσει μαζί του ἀπάνω στόν Σταυρό. Ἀλλοιῶς μάταια ἀγωνιζόμαστε νά γλυτώσουμε ἀπό τήν κακία μέ τήν κακία, ἀπό τόν θάνατο μέ τόν θάνατο, ἀπό τήν ἀγωνία μέ τήν ἀγωνία. Μάταια τσακίζουμε τά χέρια μας καί τά ποδάρια μας γιά νά βγοῦμε στό φῶς, σάν τόν στραβόν πού πασπατεύει (ψηλαφᾶ) τόν τοῖχο. Μάταια καί τρισμάταια. Ἡ ὀργή φέρνει ὀργή.
«Ἄν δέν ἀκολουθήσετε τίς παραγγελίες τίς δικές μου, τό σπαθί θά σᾶς φάγει», λέγει ὁ Κύριος. Δέν θά σέ γλυτώσουνε, οὔτε οἱ ἐπιστῆμες σου, οὔτε οἱ φιλοσοφίες σου, οὔτε τά πετάγματά σου στόν ἀγέρα καί στό φεγγάρι, οὔτε τά φταξίματά σου στόν πάτο τῆς θάλασσας, οὔτε τίποτα! Κλωτσᾶς ἀπάνω στά καρφιά! Κι ὅσο φουσκώνεις γιά τά ἐφευρήματα τοῦ μυαλοῦ σου, τόσο θά πέφτεις ἀπό τήν ἀπελπισία στήν τρισαπελπισιά. Γιατί ἕναν δρόμο ξέρεις μοναχά, τόν δρόμο τῆς κακίας.
Γιά τοῦτο ἔλεγε ὁ Κύριος: «Ἐμένα μέ ἀφήσατε, ποὗμαι πηγή ζωῆς, καί πήγατε νά πιῆτε στούς λασπόλακκους ποὗναι γεμᾶτοι βοῦρκο». «Δέν θέλετε νἄρθετε σέ μένα γιά νἄχετε ζωή!… Ἐγώ ἦρθα στ’ ὄνομα τοῦ Πατέρα μου καί δέν μέ θέλετε» (Ἰωάν. ε’, 41).

(1895 – 1965)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 60 – 65, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.