Τοῦ † Φώτη Κόντογλου

Ταπεινή καί ἥσυχη ζωή, θά πεῖ ἀληθινή ζωή. Ὅποιος ζεῖ μακρυά ἀπό τήν ταραχή τοῦ κόσμου κι ἀπό τίς διάφορες ἔγνοιες πού φορτώνουνται οἱ ἄνθρωποι γιά νά ζαλίζουνται, μέ τήν ἰδέα πώς χαίρουνται τή ζωή, αὐτός λοιπόν πού ζεῖ ἀποτραβηγμένος μέ μιά μικρή κι ἀγαπημένη συντροφιά, αὐτός κατά τήν ἰδέα μου, ζεῖ ἀληθινά. Εἶναι σάν τόν ἄνθρωπο πού περπατᾶ σιγά – σιγά καί περιεργάζεται καί φχαριστιέται ἀπό ὅσα βλέπει στόν δρόμο του, σταματᾶ ὅποτε θέλει, συλλογίζεται, δέν βιάζεται, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦνε μέ πολλές σκοτοῦρες καί φασαρίες, ἔχοντας τήν ἰδέα πώς αὐτή εἶναι ἡ πνευματική ζωή, πού τή λένε καί «ἔντονη, γεμάτη, δυναμική» καί μ’ ἄλλα τέτοια τρανταχτερά ὀνόματα, αὐτοί λοιπόν μοιάζουνε μέ κεῖνον πού τρέχει γρήγορα μ’ ἕνα αὐτοκίνητο, καί δέν προφταίνει νά δεῖ τίποτα, κι ἔτσι δέν νοιώθει τίποτα, δέν αἰσθάνεται τίποτα, δέν φέρνει στόν νοῦ του τίποτα.
Ὅσοι ζοῦνε αὐτή τή ζωή (κι αὐτή τή ζωή ζοῦνε οἱ σημερινοί ἀχόρταγοι ἄνθρωποι), εἶναι πάντα βιαστικοί, πάντα ἀφηρημένοι, ὁλοένα μέ τό μάτι στό ρολόγι, λαχανιασμένοι. Θέλουνε νά τά προφτάξουνε ὅλα, κι ἔχουνε μεγάλες στεναχώριες γιατί δέν μποροῦνε νά τά προφτάξουνε ὅλα, ἔχουνε μεγάλη ἀγωνία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι. Τό μυαλό τους εἶναι ἄνω κάτω, ἡ καρδιά τους ἀναστατωμένη καί κείνη. Νευρικοί, ἀκατακάθιστοι, σαστισμένοι, δέν ἔχουνε ἡσυχία, μήτε τή μέρα, μήτε τή νύχτα, λές κι εἶναι καταραμένοι, σέ καιρό πού ὁ κόσμος κι αὐτοί οἱ ἴδιοι ἔχουνε τήν ἰδέα πώς εἶναι βλογημένοι, ἀφοῦ ἔχουνε πολλά λεφτά γιά νά προφταίνουνε παντοῦ. Οἱ ἄλλοι, πού δέν ἔχουνε τά μέσα νά φορτωθοῦνε ὅλες ἐκεῖνες τίς φροντίδες, τούς μακαρίζουνε, μή νοιώθοντας πώς οἱ ἴδιοι εἶναι πολύ πιό εὐτυχισμένοι.
Οἱ ἄνθρωποι, πού, ὅπως λένε, ζοῦνε «τή μεγάλη ζωή», μ’ ἄλλα λόγια πού περνᾶνε τό μαρτύριο πού εἴπαμε, ὅλα τά δοκιμάζουνε, γρήγορα καί λαχανιασμένα, ὅλα τά ξέρουνε, καί μονάχα τό τί θά πεῖ ἀληθινή ζωή καί τί οὐσία ἔχει αὐτή ἡ ζωή, δέν γνωρίζουνε. Τόν ἑαυτό τους δέν τόν ξέρουνε ποιός εἶναι γιατί ποτέ δέν βρίσκουνται μαζί του. Δέν τόν χωνεύουνε, σάν νά εἶναι ὁ πιό μεγάλος ἐχθρός τους, τόν ἀποφεύγουνε, ὅπως ἀποφεύγει κανένας ἕνα δυσάρεστο κι ἐνοχλητικόν ἄνθρωπο. «Ὤχ! Πῶς θά μείνω πάλι μ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο; Τί νά τοῦ πῶ; Τί νά μοῦ πεῖ; Πῶς νά περάσει ἡ ὥρα;». Ἔτσι συλλογίζουνται, ὅποτε ὑπάρχει φόβος ν’ ἀπομείνουνε μοναχοί μέ τόν ἑαυτό τους γιά νά ζήσουνε λίγο ἀληθινά, νά θυμηθοῦνε πώς ἔχουνε ἕναν ἑαυτό. Πρέπει νά τόν λησμονήσουνε, σάν νά μήν ὑπάρχει, σάν νά πέθανε. Ὅλες οἱ ἔγνοιες κι οἱ κοσμικές φροντίδες πού τούς τυλίγουνε σάν σχοινιά καί τούς τραβᾶνε ἀπό δῶ κι ἀπό ἐκεῖ, εἶναι γι΄αὐτούς ἡ σωτηρία, ἡ σωτηρία ἀπό τόν ἑαυτό τους. Τρέχουνε καταδιωγμένοι ἀπ’ αὐτό τό φάντασμα, καί γιά νά τ’ ἀποφύγουνε, κάνουνε ὅ,τι μποροῦνε.
Αὐτοί εἶναι οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι πού κερδίσανε ὅλον τόν κόσμο, καί χάσανε τήν ψυχή τους, τόν ἑαυτό τους. Πού πουλήσανε τά πρωτοτόκια γιά ἕνα πιάτο φακή.
Κάθε στιγμή τῆς ζωῆς εἶναι πολύτιμη γιά τόν ἄνθρωπο. Χαμένες ὧρες εἶναι ἐκεῖνες πού νοιώθει ψεύτικα πώς ζεῖ, ὅποτε βρίσκεται μέσα σέ κάποια φασαρία πού τόν ψευτογελᾶ πώς τότε ζεῖ ἀληθινά καί παρηγοριέται. Ἀληθινά δέν ζεῖ κανένας, ἄν δέν ἔχει συντροφιά τόν ἑαυτό του, τίς σκέψεις του, τά αἰσθήματά του. Πώς μπορεῖ νά ζεῖ, σέ καιρό πού ὁ ἑαυτός του θά λείπει; Ζῶντας μέ τόν ἑαυτό μας, δέν γινόμαστε ἐγωιστές, ὅπως θά ποῦνε κάποιοι πού κρίνουνε ξώπετσα. Ἴσια – ἴσια, μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀνθίζει μέσα μας ἕνα πάντερπνο περιβόλι, γεμάτο ἀγάπη γιά τούς ἄλλους, κι ἡ καρδιά μας πίνει ἀπό τή δροσερή πηγή πού ἔβαλε ὁ Θεός μέσα μας. Ἐκεῖνος εἶπε: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μέσα σας». Καί τί ἄλλο εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, παρά ἡ ἀληθινή ζωή; «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς. Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς». «Σέ Σένα, λέγει, βρίσκεται ἡ πηγή τῆς ζωῆς». Καί πάλι, λέγει ὁ Χριστός: «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναός τοῦ Πνεύματος ἐστε». Οἱ ἅγιοι πού ζήσανε τήν ἀληθινή ζωή, μιλᾶνε μέ τά παρακάτω λόγια: «Μήν περιμένεις νά λυτρωθεῖς ἀπό τούς ἀνθρώπους κι ἀπό τά ξεγελάσματα πού τά λένε διασκεδάσεις καί ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς. Καλότυχος εἶναι ὅποιος ξεμάκρυνε ἀπό τόν κόσμο κι ἀπό τήν ἀπατηλή ταραχή του, καί προσέχει μονάχα στόν ἑαυτό του. Ὅποιος δέν ἔνοιωσε τήν εἰρήνη, δέν ἔνοιωσε πώς ζεῖ. Ἐκεῖνοι πού παραδίνουνε τόν ἑαυτό τους στίς ἡδονές καί στίς κοσμικές ἀπολάψεις, καί θαρροῦνε πώς κάνουνε εὐτυχισμένο τόν ἑαυτό τους, αὐτοί κάθονται παντοτινά ἔξω ἀπό τό ἴδιο τό σπίτι τους. Ἔμπα μέσα στό σπιτάκι πού βρίσκεται μέσα σου, καί θά δεῖς τό παλάτι τ’ οὐρανοῦ. Γιατί, ἕνα εἶναι καί τοῦτο καί κεῖνο, κι ἀπό τό ἴδιο παραθύρι τά βλέπεις καί τά δύο».
Αὐτά κι ἄλλα τέτοια συλλογιζόμουνα, καθισμένος στό φτωχικό μου. Τί λέγω; Στό παλάτι μου. Σ’ αὐτό, ὅλα εἶναι ταπεινά, μικρά κι ἀγαπημένα. Μήτε βίλλες θέλω, μήτε ψηλά κάγκελλα, μήτε πορτιέρηδες, μήτε γυαλιστερά πράγματα, μήτε τίποτα ἀπό τά τόσα πού θέλουνε νἄχουνε οἱ ἄνθρωποι, καί πού γι’ αὐτά δέν βρίσκουνε ἡσυχία, μέρα καί νύχτα. Πῶς τά σηκώνουνε, οἱ δύστυχοι, τέτοια βάρη ἀσήκωτα; Ἐγώ τρέμω μέ τή θυσία πού κάνουνε στή ματαιοδοξία τους! Πολλές φορές στεναχωριέμαι πώς κι ἐγώ ἔχω πολλά πράγματα, ἐνῶ θά μποροῦσα νά ζήσω μέ πολύ λιγώτερα. Ἀπορῶ πῶς δέν νοιώθουνε νά τούς πλακώνουνε ὅσοι ἔχουνε δικά τους θεόρατα χτίρια, πολυκατοικίες, ἐργοστάσια, βαρειά ἀγκωνάρια, κήπους ἀπέραντους, παπόρια πελώρια, βάρος ἀβάσταχτο, λαμαρίνες χιλιάδες ὀκάδες, γραφεῖα, παραγραφεῖα, ἀλληλογραφίες, τηλεγραφήματα, τηλεφωνήματα, ἀεροπλάνα, τρέξ’ ἀπό δῶ, τρέξ’ ἀπό κεῖ, ἡ λίρα πέφτει, τό δολλάριο κλονίζεται, τά πετρέλαια ἀνεβοκατεβαίνουνε, τό χρηματιστήριο, οἱ μετοχές, κι’ ἄλλα, κι’ ἄλλα. Πῶς ἀντέχουνε σέ τόσα φοβερά πράγματα; Πῶς νά μή χάνουνε τόν ἑαυτό τους μέσα σ’ αὐτόν τόν λαβύρινθο πού χωθήκανε! Σ’ ἕναν ἀσκητή πού ζεῖ σέ μιά ἐρημιά στ’ Ἅγιον Ὄρος, ἔστειλε κάποιος 100 δραχμές, μήπως τοῦ χρειασθοῦνε, καί κεῖνος τοὔγραψε: «Δέν δύναμαι νά κοιμηθῶ ἀπό τήν ἡμέραν κατά τήν ὁποίαν ἔλαβα παρά τῆς ἀγάπης σου τάς ἑκατόν δραχμάς. Τοσαῦτα χρήματα, τί νά τά κάμω, εὐλογημένε;». Θυμήθηκα τά λόγια πού εἶναι γραμμένα στό χαρτί πού κρατᾶ ὁ ἅγιος Ἐφραίμ: «Ἀσκητής ἀκτήμων, ἀετός ὑψιπέτης».
Εἴμαστε, λοιπόν, παραφορτωμένοι κι ἐμεῖς ἤ δέν εἴμαστε; Τἄχουμε ὅλα. Ἔχουμε κι ἕνα περιβολάκι, μικρό, ἴσαμε μιά γαϊδαροκυλίστρα.
Καί όμως, αυτό τό κομάτι τό χώμα είναι γιά μάς θησαυρός ανεχτίμητος. Έχει λουλούδιαπού μοσχοβολούνε ήμερα κι άγρια, τά περισσότερα αγιολούλουδα, δεντρολίβανο, βασιλικό, μαντζουράνα, δυόσμο, αψηφιά κι άλλα. Έχει καί μίαν εληά, δύο λεμονιές, μιά πορτοκαλιά καί μιά ροδιά. Κάθουμαι, σάν πασάς, καί δοξάζω τόν Θεό. Μέλισσες, πεταλούδες, σκαθάρια, χρυσοβασιλιάδες, μυγάκια λογής – λογής, άλλα μακρουλά, άλλα στρογγυλά, πετάνε γύρω στίς πρασινάδες, καί τό σιγανό βούισμά τους μέ νανουρίζει.
Περιεργάζουμαι κάτω τό χῶμα, τό κυττάζω ἀπό κοντά, καθισμένος χάμω. Μερμήγκια κι ἄλλα μαμούδια περπατᾶνε δῶ καί κεῖ, κάνοντας κάποιες μυστηριώδεις δουλειές. Πόσο ἀξιαγάπητα εἶναι αὐτά τά πλάσματα! Πηγαινοέρχουνται βιαστικά, ἀνταμώνουνται στό δρόμο τους, σταματᾶνε σάν νά κουβεντιάζουνε, κι ὕστερα τραβᾶ τό καθένα ὅπου θέλει. Ποιός ξέρει τί συλλογίζουνται καί τί κάνουνε. Μιά φορά, καμμία σημασία δέν δίνουνε στά σπουδαῖα πράγματα πού γίνουνται στόν κόσμο, πεντάρα δέν δίνουνε ἄν ἕνας ἄνθρωπος πῆγε στόν οὐρανό μέσα σέ μιά σιδερένια μηχανή.
Κι ἐγώ μαζί μ’ αὐτά ζῶ εὐτυχισμένος, μέσα στήν ἡσυχία καί στήν εἰρήνη τῆς ταπείνωσης. Βέβαια, ὁ ἀστροναύτης δέν νοιάζεται γιά τοῦτα τά μικρά πού δέν φαίνουνται ἀπό κεῖ ψηλά πού βρίσκεται. Μά καί τά μερμήγκια, οἱ λαμπρές καί τ’ ἄλλα τά μαμούνια δέν νοιάζουνται γι’ αὐτόν. Χαμπάρι δέν παίρνουνε!
Λέγω μέσα μου: «Πού πᾶς, βρέ ἄνθρωπε; Ἀφήνεις τόν ἑαυτό σου, τόν πολύτιμο ἑαυτό σου, καί πᾶς νά βρεῖς ἄλλον κόσμο! Οἱ κόσμοι παντοῦ εἶναι οἱ ἴδιοι. Τά μάτια πού τούς βλέπουνε εἶναι διαφορετικά».
Ὁ ἀστροναύτης βαρέθηκε τή γῆ, τό σπίτι του. Καί πέταξε νά πάει στόν Ἀρκτοῦρο, στόν Σείριο στόν Ἠριδανό. Καί ὅμως, τί χαρά θά θἄνοιωθε, ἄν, ἐκεῖ πού πηγαίνει, στήν ἄκρη τοῦ σύμπαντος, εὕρισκε ἕνα περιβολάκι, μικρό καί ταπεινό σάν τό δικό μας!
Καλά εἴμαστε, ἀγαπημένα μου μερμήγκια. Κανένας δέν μᾶς ξέρει. Μήτε νοιαζόμαστε γιά τόν κόσμο, γιά τίς μηχανές του καί γιά τ’ ἄλλα τά μεγαλεῖα του.
Πόσο ἔμορφο πρᾶγμα εἶναι νά μή σέ ξέρει κανένας, νά σ’ ἔχουνε ὅλοι λησμονημένον! Νά εἶσαι ἕνα μέ τά μερμηγκάκια, πού πηγαινοέρχουνται βαστώντας στό στόμα τους ἕνα κομμάτι ἄχυρο! Νά εἶσαι ἕνα μέ τά πεταλούδια, αὐτά τά πετάμενα λουλούδια, πού δέν πετᾶνε ψηλότερα ἀπό τά μικρά δεντράκια μας. Νά εἶσαι ἀδερφός μέ τίς χρυσόμυγες, μέ τά μικρά ζουζούνια, πού βουσβουνίζουνε χαρούμενα καί ψάχνουνε ἀνάμεσα στά φύλλα καί στά ἄνθια πού μοσκοβολοῦνε! Ἕνα μέ τά πουλάκια πού κελαϊδοῦνε ἀξέγνοιαστα ἀποπάνω μας. Μέ τόν τζίτζικα, πού φωνάζει καθισμένος ἀπάνω στό δέντρο, ντερβίσης πού δέν φροντίζει γιά τίποτα.
Ναί. Θέλω νά εἶμαι κι ἐγώ ἕνα ἀπ’ αὐτά, νά ζῶ ἀνάμεσά τους. Δέν θέλω νά εἶμαι ἄνθρωπος, τό πονηρότατο αὐτό πλάσμα, πού ἀπό τήν πονηριά, ἀπό τή φιλοδοξία κι ἀπό τήν ἀχορταγιά, δέν ἔχει καιρό νά ζήσει, κι εἶναι ὁλοένα φουρτουνιασμένος!

(1895 – 1965)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 206 – 210, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.