Τοῦ † Φώτη Κόντογλου

Πιό καθαρά καί πιό ἁπλᾶ δέν μποροῦσε νά παρασταθῆ ἡ ματαιότητα τούτου τοῦ κόσμου, ἀπ’ ὅσο τήν παρέστησε ὁ Κύριος μέ τήν παραβολή τοῦ πλούσιου πού καρπίσανε τά χτήματά του καί πού ἔλεγε στόν ἑαυτό του: «ψυχή μου, ἔχεις πολλά ἀγαθά γιά πολλά χρόνια, ἀναπαύου, φάγε, πιές, εὐφραίνου». Μά μιά νύχτα, ἀναπάντεχα, τοῦ εἶπε ὁ Θεός, πού δέν τόν λογάριαζε ὁλότελα ὁ πλούσιος: «Αὐτή τή νύχτα ζητοῦνε τήν ψυχή σου ἀπό σένα. Κι ἐκεῖνα πού ἑτοίμασες, ποιός θά τά χαρεῖ;». Καί λέγει ἔπειτα ὁ Κύριος: «Αὐτά θά πάθει ὅποιος θησαυρίζει γιά τόν ἑαυτό του σέ τοῦτον τόν κόσμο, καί δέν φροντίζει ν’ ἀποχτήσει τόν ἄφθαρτο πλοῦτο τοῦ Θεοῦ», δηλαδή καλά ἔργα καί πίστη σέ ὅσα λέγει ὁ Κύριος.
Κι ἀκόμα πιό ζωηρά καί καταλεπτῶς μίλησε ὁ Χριστός μέ τήν παραβολή τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου. Ἕνας πλούσιος, εἶπε, ντυνότανε μ’ ἀκριβά καί μέ λαμπρά φορέματα καί διασκέδαζε κάθε μέρα. Ἤτανε κι ἕνας φτωχός λεγόμενος Λάζαρος, πού κειτότανε πεταγμένος κοντά στήν πόρτα τ’ ἀρχοντικοῦ, πληγιασμένος καί πολεμοῦσε νά χορτάσει ἀπό τά ψίχουλα πού πέφτανε ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ὅπως βλέπεις, τόν πλούσιο δέν τόν λέγει ὁ Κύριος μέ τ’ ὄνομά του, ἀλλά λέγει «ἕνας πλούσιος», ἕνας ἀπό τούς πολλούς ὅμοιούς του, ἐνῶ τό φτωχό τόν τιμᾶ καί τόν λέγει μέ τ’ ὄνομά του, καί τ’ ὄνομά του εἶναι Λάζαρος, δηλαδή τ’ ὄνομα τ’ ἀγαπημένου φίλου του πού τόν ἀνάστησε ἀπό τούς νεκρούς, γιά νά δείξει τήν ἰδιαίτερη ἀγάπη του σ’ αὐτόν.
Καί δέν ἔφθανε πώς ἤτανε πεινασμένος ὁ δυστυχισμένος ὁ Λάζαρος, ἀλλά εἶχε καί τούς σκύλους πού γλείφανε τίς πληγές του.

Τό λοιπόν, πέθανε ὁ φτωχός ὁ Λάζαρος καί τόν πήγανε οἱ ἄγγελοι στήν ἀγκάλη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ. Πέθανε κι ὁ πλούσιος καί θάφτηκε. (Ὁ Κύριος λέγει ἀπότομα καί μ’ ἕναν λόγο πώς θάφτηκε καί τοῦτο, γιατί ἤτανε ἄνθρωπος σαρκικός κι ἡ σάρκα θάβεται). Καί κεῖ πού βρισκότανε στόν Ἅδη καί βασανιζότανε, σήκωσε τά μάτια του καί βλέπει ἀπό μακρυά τόν Ἀβραάμ καί τόν Λάζαρο στήν ἀγκάλη του. Καί τότε φώναξε: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καί στεῖλε τόν Λάζαρο νά βουτήξει τό δάχτυλό του στό νερό καί νά δροσίσει τή γλῶσσα μου, γιατί βασανίζομαι σέ τούτη τή φλόγα». Τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀβραάμ: «Τέκνο μου, θυμήσου πώς ἐσύ ἀπόλαψες τά καλά στή ζωή σου κι ὁ Λάζαρος τά κακά. Τώρα, τοῦτος παρηγοριέται κι ἐσύ βασανίζεσαι. Ἀλλά, παρεκτός ἀπ’ αὐτό, ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καί σ’ ἐσᾶς ὑπάρχει ἕνα μεγάλο χάσμα κι ἔτσι ὅσοι θέλουνε νά ἔρθουνε ἀπό δῶ σέ σᾶς δέν μποροῦνε, μήτε ὅσοι θέλουνε νά περάσουνε ἀπό κεῖ σέ μᾶς δέν εἶναι μπορετό νά τό κάνουνε». Τότε εἶπε ὁ πλούσιος: «Σέ παρακαλῶ, νά στείλεις τό Λάζαρο στό σπίτι τοῦ πατέρα μου, ἐπειδή ἔχω πέντ’ ἀδέρφια, νά τούς πεῖ τί τραβῶ ἐδῶ χάμω, γιά νά μήν ἔρθουνε καί κεῖνοι σέ τοῦτον τόν τόπο μέ τά βασανιστήρια». Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ: «Ἔχουνε τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες. Ἄς ἀκούσουνε τί λένε». «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, μά ἄν κανένας ἀπό τούς νεκρούς παρουσιασθεῖ σ’ αὐτούς, θά μετανοήσουνε». Τότε ὁ Ἀβραάμ τοῦ εἶπε: «Ἄν δέν ἀκοῦνε τί λένε ὁ Μωϋσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε ἄν ἀναστηθεῖ κανένας ἀπό τούς νεκρούς, θά πιστέψουνε».
Πόσο καθαρά, μέ πόση ἁπλότητα μιλᾶ τό γλυκύτατο στόμα τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε νά τόν καταλαβαίνει ὁ κάθε ἄνθρωπος! Καί εἶδες πώς στό τέλος λέγει ὁ δίκαιος Ἀβραάμ στόν πλούσιο πώς: «ἀφοῦ τ’ ἀδέρφια σου δέν πιστεύουνε σέ ὅσα εἴπανε ὁ Μωυσῆς κι οἱ προφῆτες, μήτε κι ἄν σηκωθεῖ κανένας πεθαμένος καί τούς πεῖ γιά ἄλλη ζωή καί γιά κόλαση καί γιά παράδεισο, μήτε τότε θά πιστέψουνε». Ὁ Κύριος ὁ παντογνώστης ἤξερε καλά τί σκληρό πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀπιστία καί πώς ἀπ’ αὐτή χάνουνται οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων. Γιά τοῦτο, τότε πού μίλησε στούς Ἀποστόλους πρίν ν’ ἀναληφθεῖ, στέλνοντάς τους νά κηρύξουνε τό Εὐαγγέλιο, εἶπε: «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται». Ὅποιος πιστέψει στόν Θεό καί στά λόγια του, θά σωθεῖ, γιατί θά κάνει αὐτά ποῦ παραγγέλνει ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅποιος ἀπιστήσει, θά κατακριθεῖ, θά κολασθεῖ, γιατί, ἀφοῦ δέν πιστεύει, θά κάνει ὅ,τι εὐχαριστᾶ τό σῶμα του καί τή σαρκική ὄρεξή του, ὅπως ἔκανε ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς.
Μά ὁ ἄπιστος ἔχει τά αὐτιά τῆς ψυχῆς του βουλωμένα καί δέν ἀκούει αὐτά πού λέγονται γιά τή σωτηρία της. Γιά τοῦτο ὁ Χριστός συχνοέλεγε: «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω». Κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Τί σημασία ἔχει λοιπόν τό ὅτι δέν πιστέψανε κάποιοι; Μήπως ἡ ἀπιστία τους θά καταργήσει τήν πίστη τοῦ Θεοῦ; Ὁ Θεός θά βγεῖ ἀληθινός, ἐνῶ ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ψεύτης, κατά τό γεγραμμένο: «Ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε», (Ρωμ. γ’, 3), πού εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαυῒδ, ὁπού λέγει στόν Θεό πώς: «Ἐσύ Κύριε, θά δικαιωθεῖς γιά τά λόγια πού εἶπες, καί θά νικήσεις σάν κριθεῖς μαζί μέ τόν ἄνθρωπο, πού θά βγεῖ ψεύτης». Κι ἀλλοῦ λέγει ὁ ἀγγελόγλωσσος Παῦλος: «Οἱ γάρ κατά σάρκα ὄντες τά τῆς σαρκός φρονοῦσιν, οἱ δέ κατά πνεῦμα τά τοῦ πνεύματος. Τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός θάνατος, τό δέ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωή καί εἰρήνη. Διότι τό φρόνημα τῆς σαρκός ἔχθρα εἰς Θεόν. Τῷ γάρ νόμῳ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑποτάσσεται». (Ρωμ. ζ’, 5). Καί πάλι ὁ ἴδιος Ἀπόστολος λέγει: «Ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ τοῖς μέν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δέ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστιν» (Α’ Κορινθ. α’, 18). Μωρία, ἀνοησία, λέγει, εἶναι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ γιά ὅσους πηγαίνουνε στόν χαμό τους, γιατί, ἄν ἤτανε ἀλλοιῶς, θά πιστεύανε σ’ αὐτόν καί θά προσπαθούσανε νά σωθοῦνε.
Καί παρακάτω πάλι λέγει τό ἴδιο: «Ψυχικός (σαρκικός) ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. Μωρία γάρ αὐτῷ ἐστιν». (Α’ Κορινθ. β’, 14). Καί σέ ἄλλο μέρος λέγει: «Εἰ δέ καί ἔστι κεκαλυμμένον τό Εὐαγγέλιον ἡμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστί κεκαλυμμένον» (Β’ Κορινθ. δ’, 13). Δηλαδή: Τό Εὐαγγέλιο, ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καθαρή καί ἁπλή καί μοναχά γιά ὅσους εἶναι ἄπιστοι (χαμένοι), γι’ αὐτούς εἶναι σκεπασμένη καί σκοτεινή. Παρακάτω λέγει: «Τά βλεπόμενα πρόσκαιρα, τά δέ μή βλεπόμενα αἰώνια». (Β’ Κορινθ. δ’, 18). «Ἡ γάρ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος, τό δέ Πνεῦμα κατά τῆς σαρκός. Ταῦτα δέ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἴνα μή ἅ ἄν θέλητε, ταῦτα ποιῆτε». (Γαλάτ. ε’, 17). «Ὁ σπείρων εἰς τήν σάρκα ἑαυτοῦ ἐκ τῆς σαρκός θερίσει φθοράν, ὁ δέ σπείρων εἰς τό πνεῦμα ἐκ τοῦ πνεύματος θερίσει ζωήν αἰώνιον». (Γαλάτ. στ’, 8). «Ἐλπίδα μή ἔχοντες καί ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ», λέγει στούς Ἐφεσίους, «πώς ἕναν καιρό ἤσαστε χωρίς Χριστό, ξένοι τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας, μήν ἔχοντας ἐλπίδα καί ἄθεοι στόν κόσμο». (Ἐφεσ. β’, 11). Στόν Τίτο γράφει: «Ἐπεφάνη γάρ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα ἀρνησάμενοι τήν ἀσέβειαν καί τάς κοσμικάς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καί δικαίως καί εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι, προσδεχόμενοι τήν μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί σωτῆρος ἡμῶν». (Τίτ β’, 11). «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις». (Ἑβρ. θ’, 27).
Κι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέγει: «Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπί ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις. Ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καί τά ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν, ὁ χρυσός ὑμῶν καί ὁ ἄργυρος κατίωται καί ὁ ἰός αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καί φάγεται τάς σάρκας ὑμῶν ὡς πῦρ» (Ἰακώβου ε’, 1).
Κι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος γράφει: «Ἥξει δέ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί». (Β’ Πέτρου γ’, 10).
Τέλος, ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης γράφει: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν». (Α’ Ἰω. γ’, 14).
Βλέπετε, ἀγαπητοί, πόσα εἶναι γραμμένα στά ἅγια βιβλία τῆς θρησκείας μας, αὐτά κι ἄλλα πολλά, γιά νά πιστέψουμε στή μέλλουσα αἰώνια ζωή καί νά μήν εἴμαστε προσκολλημένοι σέ τούτη τήν πρόσκαιρη; Πῶς, λοιπόν, θά βροῦμε ἀπολογία στήν ἀπιστία μας; Ὁ Χριστός εἶπε: «Εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον. Νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν». (Ἰω. ιε’, 22). «Ἄν δέν ἐρχόμουνα, λέγει, καί δέν μιλοῦσα, ἁμαρτία δέν θά εἴχανε οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλά τώρα δέν ἔχουνε πρόφαση γιά τήν ἁμαρτία τους».
Μαθαίνουμε τόσα καί τόσα μάταια πράγματα, ἡ περιέργειά μας δέν ἀφήνει τίποτα χωρίς νά τό ἐξετάσει καί μόνο τί λέγει τό Εὐαγγέλιο γιά τή σωτηρία μας δέν βρίσκουμε καιρό νά τό διαβάσουμε καί νά τό μάθουμε. Γιά νά γιατρέψουμε τήν πιό παραμικρή ἀρρώστεια τοῦ κορμιοῦ μας, ψάχνουμε καί βρίσκουμε τόν γιατρό καί τό γιατρικό, μά γιά τό τί θά γίνει ἡ ψυχή μας σάν πεθάνουμε καί μέ τί τρόπο θά τή γλυτώσουμε ἀπό τήν καταδίκη, δέν δίνουμε καμμιά προσοχή κι οὔτε νοιαζόμαστε καθόλου. Καταγινόμαστε μέ ψευτιές, ἐνῶ τήν ἀλήθεια πού μᾶς φανερώνει ὁ Χριστός καί πού πρέπει νά ζητοῦμε νά τή μάθουμε ὅπως τρέχει νά βρεῖ τό νερό ὁ διψασμένος, δέν ἔχουμε καιρό νά τή γυρέψουμε! Γιά τοῦτο εἴμαστε ἄξιοι νά καταδικαστοῦμε πολλές φορές καί σάν θά παρουσιαστοῦμε μπροστά στόν Κύριο, τρέμοντας, κατά τή Δευτέρα Παρουσία καί μᾶς ρωτήσει ἄν τόν ξέρουμε, θά ποῦμε τότε μέ κλάμματα: «Πότε σέ εἴδαμε, Κύριε;». Κι’ Ἐκεῖνος θά μᾶς πεῖ: «Κἀγώ, οὐκ οἶδα ὑμᾶς», «Κι ἐγώ, δέν σᾶς γνωρίζω».
«Ζητήσατε τόν Κύριον, ὦ κατάδικοι καί κραταιώθητε τῇ ἐλπίδι, ζητήσατε τό πρόσωπον αὐτοῦ διά μετανοίας καί ἁγιασθήσεσθε τῷ ἁγιασμῷ τοῦ προσώπου αὐτοῦ καί τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν ἀποκαθαρισθήσεσθε. Δράμετε πρός Κύριον ὅσοι ἐν ἁμαρτίαις ὑπεύθυνοι, τόν δυνάμενον συγχωρεῖν ἁμαρτήματα. Μεθ’ ὅρκου γάρ εἴρηκε διά τοῦ προφήτου λέγων: «Ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος. Οὐ βούλομαι τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ὡς τό ἐπιστρέψαι καί ζῆν αὐτόν. Καί πάλιν: Ὅλην τήν ἡμέραν διεπέτασα τάς χεῖράς μου πρός λαόν ἀπειθοῦντα καί ἀντιλέγοντα. Ὅλη τή μέρα ἅπλωνα τά χέρια μου στούς ἀνθρώπους πού δέν θέλανε νά ἀκούσουνε τά λόγια μου».

(1895 – 1965)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. σέλ. 72, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




