† Ἀρχιμανδρίτη π. Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου

Τό κεφάλαιον αὐτό, ἀναγνῶστα, πρέπει νά τό προσέξωμεν ἰδιαιτέρως διότι ἡ Κόλασις εἶναι τρομερή, φρικιαστική, ἀφάνταστη. Ἡ Κόλασις εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερη ἀπό ὅ,τι τήν φανταζόμεθα. Καί ἰδού διατί:
1. ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΦΑΝΤΑΣΤΑ
Ἀπό αὐτά, πού μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή, μποροῦμε νά πάρωμε κάποιαν ἀμυδροτάτην ἰδέαν. Τί μᾶς λέγει ἡ Ἁγία Γραφή σχετικῶς μέ τά βάσανα τῆς Κολάσεως;
Μᾶς λέγει, ὅτι: «Ἐκεῖ ἔσται ὁ τριγμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων». «Ἐκεῖ ἔσται τό σκότος τό ἐξώτερον». Ἐκεῖ «ἡ διχοτόμησις καί ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος». Ἐκεῖ «ἡ λίμνη ἡ καιομένη πυρί καί θείῳ» κ.λ.π.
Ἔντασις
Ὥστε, λοιπόν, θά ποῦν μερικοί ἐξυπνάκηδες, ἡ Κόλασις θά εἶναι φωτιές καί καζάνια καί μαῦρα σκοτάδια; Τί! Σκουλίκια ἀκοίμητα θά ὑπάρχουν ἐκεῖ καί λίμνες πύρινες;
Εἴθε, χριστιανέ μου, νά ἦταν φωτιά, σκουλίκι ἀκοίμητο καί λίμνη καιομένη. Μακάρι νά ἦταν σκότος ἐξώτερον καί βρυγμός καί τριγμός ὀδόντων. Μακάρι νά ἦταν τέτοια ὑλικά βάσανα ἐκεῖ.
Δυστυχῶς, ὅμως, θά εἶναι ἀσυγκρίτως χειρότερα ἀπό αὐτά. Θά εἶναι ἀφάνταστα τά βάσανα ἐκεῖνα τῆς Κολάσεως. Ὅσο καί ἄν τεντώσεις τήν φαντασία σου, δέν θά μπορέσης νά τά νοιώσης ποτέ αὐτά. Καί τοῦτο, διότι αὐτά, τό πῦρ, δηλ. ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος, ἡ λίμνην ἡ καιομένη κ.λ.π., εἶναι ὑλικές εἰκόνες τῶν ἀΰλων καί πνευματικῶν ἐκείνων πραγμάτων.
Δέν μποροῦμε ἐμεῖς, ἐδῶ οἱ πεπερασμένοι, πού ζοῦμε μέσα εἰς τόν ὑλικόν αὐτόν κόσμον, μέ κανένα τρόπο νά ἐννοήσωμε τά τοῦ ἀΰλου ἐκείνου πνευματικοῦ κόσμου πράγματα, πού θά εἶναι αἰώνια. Δέν ἔχουμε προσλαμβανούσας παραστάσεις. Δι’ αὐτό ἄλλωστε ὁ Κύριος ἀναγκάσθηκε, ὅταν ἦλθε στόν κόσμο, νά δανεισθῆ τά ζωηρότερα καί φρικτότερα ὑλικά πράγματα τῆς παρούσης ζωῆς, γιά νά μᾶς κάνη νά ἐννοήσωμε κάπως τά πνευματικά ἐκεῖνα βάσανα τῆς ἀφορήτου καί αἰωνίου Κολάσεως. Πῆρε τίς πιό ζωηρές, τίς πιό φρικτές εἰκόνες τοῦ παρόντος ὑλικοῦ κόσμου, γιά νά ἐννοήσωμε τόν πόνο, τόν τρόμο, τή δυστυχία καί τή φρίκη τῆς ἀΰλου ἐκείνης Κολάσεως.

Καί πράγματι! Σέ τοῦτον τόν ὑλικόν κόσμον ὑπάρχει ὀδυνηρότερον ἀπό σκουλίκι, πού νά σοῦ τρώγη τήν καρδιά ἀδιάκοπα; Ὑπάρχει φρικτότερο ἀπό τή φωτιά; Ὑπάρχει χειρότερο ἀπό τό νά πέσης μέσα σέ λίμνη, πού νά καίη μέ φωτιά καί θειάφι; Σ’ αὐτήν τήν λίμνην λυώνουν καί τά σκληρώτερα μέταλλα, ἀπό τή μεγάλη ζέστη πού ἀναπτύσσεται μέ τό θειάφι. Σκέψου τί φρίκη! Τί δυστυχία θά εἶναι ἐκείνη!
Ἀλλ’ αὐτά, νά σημειώσης, εἶναι ὑλικές εἰκόνες τῶν πραγματικῶν καί ἀΰλων ἐκείνων βασάνων τῆς Κολάσεως. Αὐτά ἐδῶ εἶναι ἁπλές εἰκόνες καί παρομοιώσεις τῆς πιό φρικτῆς ἐκείνης καταστάσεως, τῆς ἀπειροχειρότερης, πού περιμένει τόν ἁμαρτωλό. Πάντως ὅμως εἶναι εἰκόνες. Αὐτές δέ τίς εἰκόνες, τίς φρικαλέες, κάντες τώρα πνευματικές καί τότε, ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστον μπορεῖτε κἄπως νά συλλάβετε τά ἀφάνταστα ἐκεῖνα βάσανα τῆς Κολάσεως.
Ὁ Κύριος, ἔκανε, ὅ,τι κάνει καί ἕνας δάσκαλος σ’ ἕνα μεσόγειο κι ὀρεινό χωριό, πού τά παιδιά δέν ἔχουν ἰδῆ ποτέ θάλασσα καί πλοῖο.
– Ἡ θάλασσα, παιδιά, θά τούς πῆ, εἶναι σάν μιά μεγάλη στέρνα γεμάτη νερό.
– Καί τό πλοῖο, Κύριε, πῶς εἶναι; θά τόν ἐρωτήσουν.
– Τό πλοῖο, παιδιά, εἶναι σάν μιά μεγάλη σκάφη, πού πλέει μέσα στήν στέρνα.
Ἀλλά ὁποία ἀσύγκριτη διαφορά μεταξύ στέρνας καί θαλάσσης, σκάφης καί ὑπερωκεανίου!
Ἡ εἰκών, πάντως, εἶναι ὑποδεεστέρα καί κατωτέρα τοῦ εἰκονιζομένου. Δέν μπορεῖ ποτέ, ἐπί παραδείγματι ἡ εἰκόνα, ἡ φωτογραφία τῆς συζύγου σας, τοῦ πατέρα σας, νά ἔχη τήν ἴδια ἀξία, μέ τό πρόσωπο τό ἀληθινό τῆς συζύγου σας καί τοῦ πατέρα σας.
Καί ἄλλο παράδειγμα θά φέρωμεν, διά νά τό ἐννοήσωμεν κἄπως. Ἕνας ἱεραπόστολος μεταβαίνει στούς ἡμιαγρίους τῆς ζούγκλας. Θέλει ἐκεῖ νά τούς ὁμιλήση γιά τήν Ἁγία Σοφία, ἤ γιά τά βασιλικά μέγαρα τῆς Ἀγγλίας. Γιά νά τό καταλάβουν αὐτοί, πού δέν ἔχουν ἰδέα ἀπό πολιτισμό, τί θά τούς πῆ; Θά τούς πῆ, ὅτι αὐτά εἶναι σάν τά τσαντήρια καί τίς καλύβες τους, ἀλλά πολύ καλύτερα καί μεγαλύτερα. Αὐτά ξέρουν αὐτοί. Δέν ἔχουν ἄλλο μέσον, διά νά τούς κάμη νά καταλάβουν. Ἀλλά πόση τεραστία διαφορά ὑπάρχει μεταξύ καλύβης καί τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἤ τσαντηριοῦ καί Ἀνακτόρων!
Καί ἡ Κόλασις, λοιπόν, καί τά βάσανα ἐκεῖνα, θά εἶναι πολύ τρομακτικώτερα καί φρικτότερα ἀπό τά ὑλικά αὐτά, πού ξέρουμε ἐμεῖς τήν λίμνην δηλ. τήν καιομένην, τό πῦρ τό ἄσβεστον, τόν σκώληκα τόν ἀκοίμητον κ.λ.π. Διότι, αὐτά, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὑλικές εἰκόνες τῶν ἀΰλων ἐκείνων καί πνευματικῶν πραγμάτων.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἐπέστρεψεν ἀπό τόν Παράδεισον, εἰς τόν ὁποῖον ἐπῆγε ζωντανός, δέν μποροῦσε νά μᾶς πῆ τί εἶδε ἐκεῖ καί τί ἄκουσε. Δέν εὕρισκε λόγια. Περιωρίσθηκε μόνο νά πῆ: «Ἤκουσα ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἔστιν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορ. 12. 4). Ἄκουσα, εἶπε, τέτοια λόγια πού δέν λέγονται, δέν μπορεῖ ἄνθρωπος νά σᾶς τά πῆ. Δέν βρίσκω λόγια νά σᾶς τά παραστήσω.
Γιά νά ἐννοήσωμεν κἄπως τήν φρίκην τῆς Κολάσεως, ἄς σκεφθοῦμε τίς εἰκόνες αὐτές, πού χρησιμοποιεῖ ὁ Κύριος. Ποιές εἶναι αὐτές.
α) Τό πῦρ τό ἄσβεστον
Λέγεται ἄσβεστον ἐκεῖνο τό πῦρ τῆς Κολάσεως. Ἀλλά ὁ Ὡριγένης παρατηρεῖ, ὅτι ἐκεῖνο τό πῦρ, δέν εἶναι σάν τοῦτο τό πῦρ, πού ξέρομε ἐμεῖς, διότι τοῦτο τό πῦρ σβήνει, ἐνῶ ἐκεῖνο δέν σβήνει ποτέ, ἀλλά θά μένη διά παντός ἄσβεστον. Ἄρα, δέν εἶναι σάν τοῦτο τό πῦρ, ἀλλά θά εἶναι ἀλλοιώτικο. Πόση ὅμως διαφορά μεταξύ τούτου τοῦ πυρός καί ἐκείνου τοῦ ἀσβέστου τῆς Κολάσεως. Τί τρομερόν πρᾶγμα! Καί πόσον δυστυχῶς ἐμεῖς τό παίρνομεν ἐπιπολαίως!
Ἐκεῖνος, πού θά πέση μέσα σέ τοῦτο τό πῦρ, ἔπειτα ἀπό λίγο καίγεται καί τελειώνει. Ἀλλά ἐκεῖνοι, πού θά πέσουν σ’ ἐκεῖνο τό πῦρ, τό ἄσβεστον τῆς Κολάσεως, θά καίωνται συνεχῶς καί αἰωνίως καί θά «ἀνεβαίνῃ ὁ καπνός τοῦ βασανισμοῦ αὐτῶν, εἰς αἰώνα αἰῶνος».
Ὁ πλούσιος, πού βρέθηκε στήν Κόλασι, «Ὑπάρχων ἐν βασάνοις», ἐφώναζε, ὅπως λέγει τό Εὐαγγέλιο, «Ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ». Ζητεῖ δέ νά καταψύξη, νά δροσίση τή γλώσσα του μέ νερό, πού θά εἶχε τό ἄκρον τοῦ δακτύλου τοῦ Λαζάρου! Ζητεῖ ἔστω καί αὐτή τήν ἐλάχιστη ἀνακούφισι. Ἀλλά οὔτε καί αὐτή τήν ὀλίγην ἀνακούφισιν δέν ἔχει. Σκεφθεῖτε, ποιά φρίκη! Καί ὅμως ἐμεῖς μερικοί παίζομε μέ τήν ἁμαρτία. Παίζομεν ἐν οὐ παικτοῖς. Ζοῦμε, σάν νά εἴμαστε ἐδῶ αἰώνιοι καί νά μήν ὑπάρχη Κόλασις καθόλου. Ἀλλοίμονό μας! Καί τρισαλλοίμονό μας, ἐάν δέν ἀλλάξωμε μυαλό!
β) Τό σκότος τό ἐξώτερον

Μέ «σκότος ἐξώτερον» παρομοιάζει τήν Κόλασι ὁ Κύριος. Τί τρομερό πρᾶγμα εἶναι τό παχύ σκοτάδι σ’ ἔρημο τόπο, κλειστό, πνιγηρό καί μακρυά ἀπό κόσμο… Οἱ τυφλοί, ἴσως ἔχουν μιά ἀμυδρά ἐλπίδα νά ξαναδοῦν φῶς. Ἀλλά καί πάλι, δέν εἶναι καί τόσο κακό. Γιατί ὁ τυφλός ἐδῶ ζῆ σπίτι του, στήν θαλπωρή του. Ἐνῷ ἐκεῖ, στό σκότος τό ἐξώτερον καί παγερόν, «ἔσται ὁ τριγμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων». Θά εἶναι, λέγει, τό σκοτάδι τό πυχτό καί τό τσουχτερό κρύο πού θά περονιάζη τά κόκκαλα, ὥστε νά τρίζουν καί νά κτυποῦν τά δόντια παντοτεινά. Σέ παρακαλῶ, ἀναγνῶστα, νά τό κάνης αὐτό πνευματικό ἄϋλο καί νά σκεφθῆς ποία φρίκη κρύβεται πίσω ἀπό αὐτές τίς ὑλικές εἰκόνες!
γ) Ἡ διχοτόμησις
Τό βάσανο αὐτό εἶναι τρομερόν. Ἕνα μικρό κόψιμο δέν μποροῦμε ἐδῶ νά ὑποφέρωμε. Σκεφθῆτε, ὅμως ἄν μ’ ἕνα μεγάλο σπαθί σέ τεμαχίζουν, σέ κόβουν σέ δύο κομμάτια καί σέ σχίζουν στή μέση. Τί ἀβάσταχτος πόνος! Κύριος οἶδε, πόσοι φοβεροί καί ἀνείπωτοι πόνοι κρύβονται πίσω ἀπό τό διχοτόμημα αὐτό, πού ἀναφέρει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὅτι θά εἶναι στήν Κόλασι!
δ) Ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος
Θά εἶναι κι’ αὐτό φοβερό κοντά στ’ ἄλλα βάσανα τά τρομερά. Ποιός θά εἶναι ὅμως αὐτός ὁ σκώληξ ὁ ἀκοίμητος; Θά εἶναι, ὅπως ἐξηγοῦν πολλοί, ὁ ἀδιάκοπος ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως.
Ἄχ! Ἡ συνείδησις τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀδελφέ, εἶναι ἀνυπόφορο πρᾶγμα. Δέν ἀφήνει ἐδῶ τόν ἁμαρτωλό, οὔτε ἡμέρα, οὔτε νύκτα νά ἡσυχάση καί νά κοιμηθῆ. Τρέμει, σάν τόν Κάϊν μετά τό ἔγκλημά του. Γι’ αὐτό βλέπομε, οὐχί σπανίως στίς ἐφημερίδες, πολλούς ἐγκληματίες, οἱ ὁποῖοι ἔπειτα ἀπό δεκαετίες, ἐπειδή δέν μποροῦν νά ὑποφέρουν τάς τύψεις τῆς συνειδήσεώς τους νά παραδίδωνται μόνοι τους στή Δικαιοσύνη διά νά τιμωρηθοῦν.
Τό πόσο ὑποφέρει ὁ ἁμαρτωλός ἀπό τάς τύψεις τῆς συνειδήσεως, ἔστω ὡς παράδειγμα, ὁ αὐτοκράτωρ τοῦ Βυζαντίου Κώνστας.
Αὐτός ἐφόνευσε τόν ἀδελφόν του καί τοῦ πῆρε τήν βασιλεία. Ἀπό τότε, ὅμως, πού ἔκανε τό ἔγκλημα, δέν ἠμποροῦσε νά βρῆ ἡσυχία, οὔτε μέρα, οὔτε νύχτα. Μόλις κοιμόταν, ἔβλεπε τόν ἀδελφό του, πού κρατοῦσε στό χέρι ἕνα ποτήρι γεμάτο αἷμα, πού ἄχνιζε καί τοῦ ἔλεγε:
– Πιέ ἀχόρταγε. Πιές αἷμα ἀδελφικό!
Ἔτρεχε στούς ἱπποδρόμους καί τά θεάματα γιά ψυχαγωγία, ἀλλά ἦταν ἀδύνατο νά ἡσυχάση. Κατέβηκε στήν Ἑλλάδα, στήν Ἀθῆνα γιά νά ἀλλάξη κλῖμα. Ἐπῆγε καί στή Μεγάλη Ἑλλάδα, τήν Νότιο Ἰταλία, ἀλλά καί πάλι τό μαρτύριό του συνεχιζόταν καί οἱ τύψεις τόν ἐμάστιζαν, μέχρις ὅτου ἀπέθανε ὁ δυστυχής σέ κακή κατάστασι.
Ἐάν εἰς τήν παροῦσαν ζωήν ἡ συνείδησις εἶναι τόσο βασανιστική, ἐδῶ πού καταπνίγεται πολλάκις καί πωρώνεται, φαντασθῆτε πόσο βασανιστική θά εἶναι μετά θάνατον, εἰς τήν Κόλασιν. Ἐκεῖ ὅπου θά ἐξεγερθῆ μέ ὅλη της τήν ἐξουσίαν καί τήν δύναμιν, ἐκεῖ «ὅπου ὁ σκώληξ τῆς συνειδήσεως, οὐ τελευτᾷ». Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξη, νά μήν τό πάθωμε.
Θά εἶναι λοιπόν φρικτή ἡ Κόλασις, διότι τά βάσανα ἐκεῖνα θά εἶναι αὐτά καθ’ ἑαυτά ἀφαντάστως φρικτά.

1910 – 1982
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου «ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΙΣ». σελ. 39. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ».




