
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΣΤ’ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 8, 26 – 39), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 229).
«Ἐπηρώτησε δέ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δέ εἶπε· Λεγεών» (Λουκ. 8, 30).
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλοτε, δέν ἔμενε πάντοτε στόν ἴδιο τόπο. Πήγαινε ἀπό πόλι σέ πόλι, ἀπό χωριό σέ χωριό, γιά νά κηρύξῃ σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Καί ἕνα μόνο ἄνθρωπο ἄν συναντοῦσε, καθόταν καί τόν δίδασκε, ὅπως παραδείγματος χάριν τή Σαμαρείτιδα.
Ἥλιος ἦταν ὁ Χριστός, ἥλιος πνευματικός, καί ἤθελε παντοῦ νά σκορπίζῃ τίς ἀκτῖνες τῆς θείας διδασκαλίας του, πού διαλύουν τά πυκνά σκοτάδια καί φωτίζουν, θερμαίνουν καί γλυκαίνουν τίς ψυχές. Ἐκεῖνες, ἐννοεῖται, τίς ψυχές, πού θέλουν καί ἀγαποῦν τό φῶς. Γιατί ὑπάρχουν καί ψυχές, πού δέν θέλουν τό φῶς. Τούς ἀρέσει νά ζοῦν καί νά κυλιοῦνται μέσα στά σκοτάδια τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας. Οἱ ἄπιστοι εἶνε σάν τίς νυχτερίδες καί τίς κουκουβάγιες, πού κρύβονται τή μέρα καί βγαίνουν τή νύχτα. Ἀλλ’ ὁ Χριστός σκορπίζει σέ ὅλους τό φῶς του, γιατί εἶνε γεμᾶτος καλωσύνη καί θέλει νά τούς κάνῃ ὅλους εὐτυχισμένους. Δέν τούς βιάζει ὅμως. Τούς ἀφήνει ἐλεύθερους νά διαλέξουν ἤ τό φῶς ἤ τό σκοτάδι. Φῶς ὁ Χριστός καί τά καλά ἔργα, σκοτάδι ὁ διάβολος καί τά πονηρά ἔργα.
* * *
Ἔτσι ὁ Χριστός, περιοδεύοντας πόλεις καί χωριά, ἔφθασε σέ μιά ἀπομακρυσμένη περιοχή, πού λεγόταν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Σ’ αὐτή τή χώρα κατοικοῦσαν ἄνθρωποι χωρίς εὐγενικά αἰσθήματα. Ἐκεῖνο πού κοίταζαν ἦταν μόνο τό συμφέρον τους. Θρησκεία τους ἦταν ἡ ἑβραϊκή. Καί ἔπρεπε νά τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Μιά ἀπό τίς ἐντολές αὐτές ἦταν καί τό νά μήν τρῶνε χοιρινό κρέας. Ὁ Θεός εἶχε κάποιο σκοπό καί ἔδωσε τήν ἐντολή αὐτή. Ἀλλ’ οἱ Γαδαρηνοί, ἄνθρωποι ὅπως εἴπαμε συμφεροντολόγοι, δέν τηροῦσαν τήν ἐντολή. Ἔτρεφαν κοπάδια χοίρους, τούς πουλοῦσαν καί μάζευαν λεφτά. Τό συμφέρον, ὁ μαμωνᾶς, ἦταν ὁ θεός τους.
Στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν ὑπῆρχαν δαιμονισμένοι, γιά τούς ὁποίους μιλήσαμε καί ἄλλοτε. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς ἦταν πολύ φοβερός. Εἶχε μιά δύναμι, πού πολλοί ἄνθρωποι μαζί δέν εἶχαν. Ὅταν τούς ἔφευγε, ἦταν δύσκολο νά τόν πιάσουν. Τόν ἔδεναν μέ σχοινιά καί ἁλυσίδες, κ’ ἐκεῖνος τά ἔκοβε σάν κλωστές. Ἔσχιζε τά ῥοῦχα του καί περπατοῦσε γυμνός. Δέν φοβόταν κανένα, δέν ντρεπόταν κανένα. Καί πήγαινε καί κατοικοῦσε μέσα στά νεκροταφεῖα. Ἄνθρωπος δέν τολμοῦσε νά περάσῃ ἀπό τά μέρη πού βρισκόταν ὁ δαιμονισμένος. Ἦταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος ὅλης τῆς περιοχῆς.
Ἀλλά νά! Αὐτός ὁ δαιμονισμένος ἄνθρωπος, πού ἦταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος ὅλων, τώρα φοβᾶται καί τρέμει ὁ ἴδιος. Τρέμει σάν τά φύλλα τοῦ δέντρου πού τά φυσάει δυνατός ἄνεμος. Τρέμει καί φωνάζει καί παρακαλεῖ. Τί συμβαίνει; Μπροστά του τώρα στέκεται Ἕνας, πού εἶνε ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τῶν δαιμόνων. Στέκεται ὁ Χριστός. Δέν θά περάσουν πολλά λεπτά καί ὁ δαιμονισμένος θά θεραπευθῇ. Τά δαιμόνια, πού φωλιάζουν τόσα χρόνια μέσα του, θά φύγουν, καί μέ τήν ἄδεια τοῦ Χριστοῦ θά μποῦν μέσα στούς χοίρους, καί τό κοπάδι τῶν χοίρων θά ὁρμήσῃ καί θά πέσῃ ἀπό τό γκρεμό στή λίμνη πού εἶνε ἐκεῖ κοντά, καί οἱ Γαδαρηνοί θά ταραχθοῦν, θά κλάψουν τά γουρούνια τους, καί θά διώξουν τό Χριστό πέρα ἀπό τή χώρα τους. Ἀλλά γιά τήν καταστροφή τῶν χοίρων καί τήν ἐλεεινή συμπεριφορά τῶν Γαδαρηνῶν πρός τό Χριστό μιλήσαμε ἄλλοτε.
* * *
Σ’ ἕνα ἄλλο σημεῖο θά στρέψουμε τώρα τήν προσοχή μας. Προτοῦ ὁ Χριστός θεραπεύσῃ τό δαιμονισμένο, τοῦ ἔκανε μιά ἐρώτησι· «Ποιό εἶνε τό ὄνομά σου;». Ἀσφαλῶς ὁ δαιμονισμένος ἄνθρωπος εἶχε κάποιο ὄνομα, πού τοῦ ἔδωσαν οἱ γονεῖς του ὅταν ἦταν μικρός. Μπορεῖ νά ὠνομαζόταν Σαμουήλ, μπορεῖ νά ὠνομαζόταν Ἰωσήφ. Δέν ξέρουμε ποιό ἦταν τό ὄνομά του. Πάντως εἶχε ὄνομα, ὅπως ἔχουμε ὄνομα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλ’ ὁ δαιμονισμένος ἄνθρωπος δέν εἶπε τό ὄνομά του. Στό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ, «Ποιό εἶνε τό ὄνομά σου;» ἀπήντησε· Λεγεών εἶνε τό ὄνομά μου! Ἀλλά ἡ λέξι λεγεών δέν εἶνε ὄνομα ἀνθρώπου. Ἡ λέξι λεγεών ἦταν στρατιωτική λέξι τῆς ῥωμαϊκῆς γλώσσης. Λεγεών ἐσήμαινε ἕνα στρατιωτικό σῶμα ἀπό ἕξι χιλιάδες στρατιῶτες. Ἡ λεγεών, δηλαδή, ἦταν μιά σημερινή μεραρχία.
Μέ τή λέξι λεγεών ὠνόμασε ὁ δαιμονισμένος τόν ἑαυτό του. Περίεργο πρᾶγμα. Γιατί ἆρα γε ὠνόμασε τόν ἑαυτό του μ’ αὐτή τή λέξι; Τό Εὐαγγέλιο μᾶς ἐξηγεῖ τό γιατί. Ὠνόμασε ἔτσι τόν ἑαυτό του, γιατί μέσα του κατοικοῦσαν πολλά δαιμόνια. Λεγεών ὁλόκληρη, μεραρχία ὁλόκληρη ἀπό δαιμόνια. Τί φρίκη, τί δυστυχία! Ὁ ἄνθρωπος κατοικία χιλιάδων δαιμόνων. Αὐτοί τόν κυβερνοῦσαν. Αὐτοί τόν ἔκαναν νά λέῃ καί νά κάνῃ φοβερά πράγματα. Αὐτοί κατήργησαν καί τό ὄνομά του, καί τοῦ ἔδωσαν δικό τους ὄνομα.
* * *
Ποιό εἶνε τό ὄνομά σου; Λεγεών! Αὐτή ἡ ἐρώτησι τοῦ Χριστοῦ κι αὐτή ἡ ἀπάντησι τοῦ δαιμονισμένου εἶνε διδακτικές. Διδάσκουν κ’ ἐμᾶς τούς σημερινούς χριστιανούς. Γιατί καί ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔχει κάποιο ὄνομα. Ὂνομα χριστιανικό. Τό πήραμε σέ μιά ὥρα εὐλογημένη, τήν ὥρα τῆς βαπτίσεώς μας. Τήν ὥρα ἐκείνη διώξαμε ἀπό ,μέσα μας τό διάβολο μέ ὅλη τήν πομπή του, καί πήγαμε μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ· καί δώσαμε ὑπόσχεσι μέ τό στόμα τοῦ ἀναδόχου, τοῦ νονοῦ μας δηλαδή, ὅτι θά μείνουμε γιά πάντα μέ τό μέρος τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ποτέ δέν θά πᾶμε μέ τό διάβολο. Τόν φτύσαμε τό διάβολο. Τό ὄνομα πού πήραμε τήν ὥρα τῆς βαπτίσεως εἶνε ὄνομα ἑνός ἁγίου, πού ἦταν κι αὐτός ἄνθρωπος σάν κ’ ἐμᾶς, μέ κακίες καί ἐλαττώματα, ἀλλ’ ἀγωνίστηκε καί μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ νίκησε τίς κακίες καί τά ἐλαττώματά του, καί ἔτσι ἔγινε ἅγιος. Καί μέ τό ὄνομά του, πού πήραμε, εἶνε σάν νά μᾶς λέῃ· Μιμηθῆτε με.
Ἀλλά πόσοι ἀπό τούς βαπτισμένους χριστιανούς τηροῦν τήν ὑπόσχεσι πού ἔδωσαν στό Χριστό; Πόσοι τιμοῦν τό ὄνομα τοῦ ἁγίου πού φέρουν; Πόσοι μιμοῦνται τή ζωή τῶν ἁγίων; Δυστυχῶς πολλοί ἄφησαν τόν ἑαυτό τους, ἄνοιξαν τίς πόρτες τῆς ψυχῆς τους, καί μέσα τους μπῆκε ὁ διάβολος. Καί ὁ διάβολος δέν μπαίνει μόνος. Σέ πολλές περιπτώσεις παίρνει κι ἄλλους δαίμονες καί ἔρχονται ὅλοι μαζί καί φωλιάζουν μέσα στήν ἁμαρτωλή καί ἀμετανόητη ψυχή. Καί ἔτσι ἡ ψυχή αὐτή γίνεται κατοικία δαιμόνων. Νά μετρήσουμε τά δαιμόνια; Ἑπτά ἀπ’ αὐτά εἶνε τά πιό γνωστά. Εἶνε τά δαιμόνια τῆς πορνείας, τῆς ὑπερηφανείας, τῆς ἀκηδίας, τῆς λαιμαργίας, τοῦ θυμοῦ, τῆς φιλαργυρίας, καί τοῦ φθόνου. Καί κοντά σ’ αὐτά πόσα ἄλλα δαιμόνια ὑπάρχουν, καί παρακινοῦν τούς ἀνθρώπους σέ διάφορες ἁμαρτίες, μικρές καί μεγάλες! Τά δαιμόνια κυβερνοῦν τόν ἀσεβῆ ἄνθρωπο.
Τόν κάνουν νά φλυαρῇ, νά κατακρίνῃ, νά αἰσχρολογῇ, νά καταρᾶται, νά ψευδορκῇ, νά βλαστημάῃ, νά γίνεται ξετσίπωτος, νά ἀδικῇ, νά κλέβῃ, νά πορνεύῃ, νά σκοτώνῃ καί τόσα ἄλλα κακά νά κάνῃ· μέ λίγα λόγια, νά ζῇ μιά δαιμονισμένη ζωή, γιά τήν ὁποία ταιριάζει τό ὄνομα λεγεών. Λεγεῶνες, ναί λεγεῶνες κυβερνοῦν σήμερα τή ζωή τῶν πολλῶν.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, σύ πού εἶσαι ὁ τρόμος τῶν δαιμόνων, ἔλα, ὅπως πῆγες στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, καί ἐλευθέρωσε τά πλάσματά σου ἀπό τήν τυραννία τῶν δαιμόνων. Ἀμήν.

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Ἡ Εἱκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου, ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




