† Ἀρχιμανδρίτη π. Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου

Ἡ Παλαιά Διαθήκη εἰς πλεῖστα μέρη κάμνει λόγον περί Κολάσεως. Ἰδού μερικά χωρία. Συγκεκριμένως λέγει ὁ Θεός εἰς τό Δευτερονόμιον:
«Παρώργησάν με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν· κἀγώ παραζηλώσω αὐτούς ἐπ’ οὐκ ἔθνει, ἐπ’ ἔθνει ἀσυνέτῳ παροργιῶ αὐτούς. Ὅτι πῦρ ἐκκέκαυται έκ τοῦ θυμοῦ μου, «καυθήσεται ἕως Ἅδου κάτω» (Δευτ. 32, 22).
Εἰς δέ τόν Ἰώβ φαίνεται ὁ Θεός Κύριος τοῦ Ἅδου. Προλέγεται μάλιστα καί ἡ εἰς Ἅδου κάθοδος τοῦ Κυρίου. Ἰδού τί λέγει:
«Ἀνοίγονταί δέ σοι φόβῳ πύλαι θανάτου, πυλωροί δέ Ἅδου, ἰδόντες σε ἔπτηξαν». (Ἰώβ 38, 17).
Εἰς τούς Ψαλμούς ἐπανειλημμένως ἀναφέρεται ὁ Ἅδης, ὅπως:
«Ἀποστράφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοί εἰς τόν Ἅδην». (Ψαλμ. 9, 18). Ἤ «Παραβραχύ παρώκησεν τῷ Ἅδῃ ἡ ψυχή μου» (Ψαλμ. 93, 94, 17). Διά νά δηλώση δέ, ὅτι ὁ Θεός εἶναι παρών καί εἰς τόν Ἅδην λέγει ἀλλαχοῦ:
«Ἐάν καταβῶ εἰς τόν Ἅδην, πάρει» (Ψαλμ. 138, 8).
Εἰς τάς Παροιμίας διαβάζουμε: «Ἔστιν ὁδός ἤ δοκεῖ ὀρθή εἶναι παρά ἀνθρώποις, τά δέ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα Ἅδην, πάρει» (Ψαλμ. 14, 12).
Καί ὁ Σειράχ, λέγει: «Μνήσθητι, ὅτι ἕως Ἅδου οὐ μή δικαιωθῶσι» (Σειράχ 9, 12). Δαί πάλιν: «…οὐκ ἔστιν ἐν ᾅδου ζητῆσαι τρυφήν» (Σειράχ 14, 16).
Δέν ὑστερεῖ καί ὁ μεγαλοφωνότατος Ἡσαΐας, λέγοντας: «Οὐ γάρ οἱ ἐν Ἅδου αἰνέσουσί Σε… οὐδέ ἐλπιοῦσιν οἱ ἐν Ἅδου τήν ἐλεημοσύνην σου» (Ἡσ. 38, 18). Ὅταν ὅμως βλέπη, ὅτι ὁ θάνατος καί ἡ ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ συνέτριψεν τήν μέχρι τότε παντοκρατορία τοῦ Ἅδου, βροντοφωνάζει μέ χαρά: «Πού σοῦ θάνατε τό κέντρον, ποῦ σου Ἅδη τό νῖκος;».
«Τόν δέ τάρταρον τῆς ἀβύσσου, ὥσπερ αἰχμάλωτον» ἥγηται, λέγει ὁ Ἰώβ (41, 24). Εἰς δέ τήν Ἀποκάλυψιν, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέγει: Ἐγώ εἰμι ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος… «καί ἔχω τάς κλεῖς τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου» (Ἀποκ. Α’ 18).
Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρεται καί τό ἑξῆς γεγονός ἀπό τό ὁποῖον φαίνεται, ὅτι ἐπίστευσαν εἰς τήν μετά θάνατον τιμωρίαν τῶν ἁμαρτωλῶν: Σέ μιά μάχη τῶν Ἑβραίων – Μακαβαίων, πού πίστευαν στόν ἀληθινό Θεό, μέ τούς εἰδωλολάτρες Ἕλληνες τοῦ Ἀντιόχου, ἐφονεύθησαν ἀρκετοί Ἑβραῖοι. Βρῆκαν ὅμως στά θυλάκια τῶν φονευθέντων Ἑβραίων ἀγαλματάκια εἰδωλολατρικά. Τά εἶχαν δυστυχῶς ἐκεῖνοι, γιά ν’ ἀποδείξουν στούς εἰδωλολάτρες, ἄν πιαστοῦν αἰχμάλωτοι, ὅτι αὐτοί ἦσαν εἰδωλολάτρες καί ὅτι αὐτά τά εἶχαν γιά φυλαχτά.
Ἀλλ’ αὐτό ἦταν ἁμαρτία. Ἦταν ἄρνησις τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τότε οἱ Μακαβαῖοι ἔστειλαν δύο χιλιάδες δραχμές εἰς τόν Ναόν τοῦ Σολομῶντος, γιά νά προσευχηθοῦν καί συγχωρηθοῦν οἱ ψυχές τῶν φονευθέντων καί ἁμαρτησάντων.
Γιά νά στείλουν ὅμως χρήματα σημαίνει, ὅτι ἐπίστευαν εἰς τήν Κόλασιν καί ἤθελαν νά τούς ἀπαλλάξουν ἀπ’ αὐτήν.
Ὁλόκληρος λοιπόν ὁ προχριστιανικός κόσμος, οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐπίστευαν εἰς τήν Κόλασιν καί ἐπερίμεναν τόν Μεσσία, διά νά τούς ἀπαλλάξη ἀπό τήν αἰώνιον Κόλασιν καί νά τούς συμφιλιώση μέ τόν Θεόν.
Ἐφόσον λοιπόν ὁ Θεός τό λέγει εἰς τήν Π. Διαθήκην, ὅτι ὑπάρχει Ἅδης καί Κόλασις, ἄρα δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ὑπάρχει.

1910 – 1982
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Χαράλαμπου Δ. Βασιλόπουλου «ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ Η ΚΟΛΑΣΙΣ». σελ. 22. ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ».




