
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Δ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 8, 5 – 13), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 96).
«Καί εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· Ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. 8, 13).
Στά παλιά τά χρόνια, ἀγαπητοί μου, προτοῦ νά ἔρθῃ ὁ Χριστός, ὑπῆρχαν δοῦλοι. Τί ἦταν οἱ δοῦλοι; Ἄνθρωποι ἦταν φυσικά κι αὐτοί, ἀλλά δέν τούς λογάριαζαν γιά ἀνθρώπους. Δικαιώματα ἀνθρώπου δέν εἶχαν. Κανένας νόμος δέν τούς προστάτευε. Οἱ κύριοί τους τούς ἔκαναν ὅτι ἤθελαν. Τούς ἔβαζαν στίς πιό βαρειές δουλειές. Ἔσκαβαν τά χωράφια, κουβαλοῦσαν πέτρες καί λάσπη γιά νά χτίζουν τ’ ἀφεντικά τά μέγαρά τους, δούλευαν μέ ἁλυσίδες στά πόδια στά μεταλλεῖα, στά κάτεργα, τραβοῦσαν κουπί στά πλοῖα, καί πάλευαν μέ ἄγρια θηρία γιά νά βλέπουν καί νά διασκεδάζουν οἱ κύριοί τους. Καμμιά πληρωμή δέν ἔπαιρναν γιά τίς δουλειές πού ἔκαναν. Ἡ τροφή τους ἦταν ἄθλια. Σπίτια δικά τους δέν εἶχαν. Ἀλλοίμονο δέ ἄν τό ἀφεντικό δέν ἦταν εὐχαριστημένο μαζί τους. Τούς τιμωροῦσε σκληρά. Τούς χτυποῦσε ἀλύπητα. Μποροῦσε ἀκόμη καί νά τούς σκοτώσῃ, χωρίς νά δώσῃ λόγο σέ κανένα. Ὅποτε ἤθελε τό ἀφεντικό, ἔπαιρνε τό δοῦλο καί τόν πήγαινε στά σκλαβοπάζαρα, ἐκεῖ δηλαδή πού πουλοῦσαν καί ἀγόραζαν δούλους, ὅπως σήμερα πουλᾶνε καί ἀγοράζουν ζῷα.
* * *
Ἀλλά γιατί ἐδῶ μιλᾶμε γιά δούλους; Διότι τό Εὐαγγέλιο, πού ἀκούσαμε σήμερα, μιλάει κι αὐτό γιά ἕνα δοῦλο, δοῦλο πού ὑπηρετοῦσε σέ κάποιο ἀφεντικό.
Ὁ δοῦλος αὐτός ἀρρώστησε κ’ ἔπεσε στό κρεβάτι. Ἡ ἀρρώστια του ἦταν σοβαρή. Τό κορμί του παρέλυσε. Πονοῦσε πολύ. Ἦταν πιά ἕνας δοῦλος ἄχρηστος, ἄν καί ἦταν νέος. Αὐτόν τόν ἄχρηστο δοῦλο τί περίμενε κανείς νά τόν κάνῃ ὁ κύριός του; Νά δείξῃ ἐνδιαφέρον; νά τόν πάῃ στούς γιατρούς; ν’ ἀγοράσῃ φάρμακα; Κάθε ἄλλο. Τέτοιο ἐνδιαφέρον, ὅπως εἴπαμε, δέν ἔδειχναν οἱ κύριοι τῶν δούλων. Ἀδιαφοροῦσαν τελείως, καί τούς ἄφηναν νά πεθάνουν.
Ἀλλά ὁ κύριος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἦταν πολύ διαφορετικός ἀπό τούς ἄλλους κυρίους. Ἦταν ἕνας ἐξαιρετικός ἄνθρωπος. Δέν ἦταν Ἰουδαῖος· εἰδωλολάτρης ἦταν. Δέν ἦταν ἱερεύς· ἀξιωματικός ἦταν. Ὁ βαθμός του ἑκατόνταρχος, δηλαδή εἶχε τό βαθμό πού ἔχει σήμερα στό στρατό ὁ λοχαγός. Ἦταν λοχαγός, πού ἀνῆκε ὄχι σ’ ἕνα μικρό κράτος, ἀλλά στό πιό ἰσχυρό κράτος, ὅπως ἦταν τότε ἡ Ῥωμαϊκή αὐτοκρατορία. Μέ τά ὅπλα ἀσχολοῦνταν. Σέ ἄγριες μάχες καί πολέμους θά εἶχε λάβει μέρος. Σκληρή καρδιά θά περίμενε κανείς νά ἔχῃ ὁ ἑκατόνταρχος. Καί ὅμως οὔτε τό ἀξίωμά του, οὔτε ἡ καταγωγή του, οὔτε τό ἄθλιο εἰδωλολατρικό περιβάλλον πού ζοῦσε κατώρθωσαν νά ἐπηρεάσουν τόν ἐξαιρετικό αὐτόν ἄνθρωπο. Μέσ’ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ὑπῆρχε μιά σπίθα, μιά θεϊκή σπίθα. Ἀγαποῦσε ὁ ἑκατόνταρχος τό δοῦλο του. Αὐτός ἔβλεπε τό δοῦλο του σάν πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Δέν τοῦ ἐπέτρεπε ἡ συνείδησί του ν’ ἀδιαφορήσῃ γιά τόν ἄρρωστο δοῦλο του. Ἔδειξε λοιπόν ἐνδιαφέρον σάν νά ἦταν παιδί του. Καί φάρμακα θά ἀγόρασε, καί σέ γιατρούς θά τόν πῆγε, καί ὅ,τι μποροῦσε θά ἔκανε.
Μά τοῦ κάκου. Ὁ δοῦλος δέν γινόταν καλά. Ἐξακολουθοῦσε νά εἶνε παράλυτος, νά πονάῃ. Καί οἱ πόνοι τοῦ δούλου ἦταν καί πόνοι τοῦ ἑκατοντάρχου. Τί εὐγενικός, τί ἐξαιρετικός ἄνθρωπος ἦταν αὐτός ὁ ἑκατόνταρχος! Ἕνα κομμάτι μάλαμα μέσα σέ βουνό σκουριᾶς. Ἕνα ἀστέρι μέσα στό φοβερό σκοτάδι τῆς ἀσπλαχνίας.
Ὁ ἑκατόνταρχος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Χριστός βρίσκεται στήν πόλι πού ὑπηρετοῦσε αὐτός σάν φρούραρχος, δέν ἔχασε τήν εὐκαιρία. Ἔτρεξε νά συναντήσῃ τό Χριστό καί νά τόν παρακαλέσῃ γιά τό δοῦλο του. Γιατί εἶχε ἀκούσει, ὅτι ὁ Χριστός κάνει θαύματα. Καί νά λοιπόν ὁ ἑκατόνταρχος μπροστά στό Χριστό.
Θαυμάστε τον. Μέ πόση ταπείνωσι στέκεται μπροστά στόν Κύριο! Μέ πόση πίστι ὑποβάλλει τήν παράκλησί του, νά κάνῃ ὁ Χριστός καλά τό δοῦλο του!
– Θά ἔρθω στό σπίτι σου νά τόν θεραπεύσω, λέει ὁ Χριστός.
-Ὄχι, Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος γιά μιά τέτοια ἐπίσκεψι. Κι ἀπό μακριά ἀκόμη, Κύριε, μπορεῖς νά τόν κάνῃς καλά. Ὅπως ἐγώ διατάζω τούς στρατιῶτες μου καί κάνουν ὅ,τι τούς πῶ, ἔτσι κ’ ἐσύ, Κύριε, μπορεῖς νά διατάξῇς τίς ἀρρώστιες καί νά φύγουν μακριά. Μικρή δέ ἡ δική μου ἐξουσία. Ἡ δική σου πολύ μεγάλη. Φτάνει ἕνας λόγος σου, Κύριε, γιά νά τόν θεραπεύσῃ.
Ὁ Χριστός θαύμασε ἀκούγοντας τά λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου. Εἶδε, ὅτι ὁ Ῥωμαῖος αὐτός ἑκατόνταρχος εἶχε μιά πίστι μεγάλη. Μιά πίστι, πού δέν εἶχαν τά ἑκατομμύρια τῶν Ἰουδαίων. Οἱ Ἰουδαῖοι ἔβλεπαν τά θαύματα πού ἔκανε ὁ Χριστός, καί ὅμως δέν πίστευαν, καί οἱ ἄρχοντές τους τόν μισοῦσαν καί ἤθελαν νά τόν θανατώσουν. Καί ὁ ἑκατόνταρχος, πού δέν ἀνῆκε στόν περιούσιο, στόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ, νά ἔχῃ τέτοια πίστι;
Ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἐπαίνεσε τόν ἑκατόνταρχο γιά τή μεγάλη του πίστι, θεράπευσε τό δοῦλο. Τόν θεράπευσε χωρίς νά πάῃ στό σπίτι τοῦ ἑκατοντάρχου. Τόν θεράπευσε ἀπό μακριά. Τόν θεράπευσε μέ ἕνα μόνο λόγο του· «Ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. 8, 13).
* * *
Ἄχ, νά εἴχαμε κ’ ἐμεῖς τήν πίστι τοῦ ἑκατοντάρχου! «Κύριε», εἶπε, «φθάνει ἕνας λόγος σου γιά νά κάνῃ καλά τό δοῦλο μου». Γιατί ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶνε σάν τούς λόγους τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν μέ τό λόγο τους νά κάνουν ὅ,τι ἔκανε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀδύνατο. Χίλιες διαταγές νά δώσουν στή φωτιά, ἡ φωτιά δέν θά σβήσῃ. Χίλιες διαταγές νά δώσουν στήν ἀγριεμένη θάλασσα, ἡ θάλασσα δέν θά γαληνέψῃ. Χίλιες διαταγές νά δώσουν στήν ἄψυχη ὕλη, ἡ ὕλη δέν μπορεῖ νά ζωντανέψῃ καί νά βγῇ ἀπό αὐτήν ὄχι ἄνθρωπος, ὄχι ζῷο, ὄχι πουλί, ἀλλ’ οὔτε μιά πεταλούδα, οὔτε ἕνα μυρμήγκι. Ποῖος τά ἔκανε ὅλα αὐτά; Ὁ Χριστός. Πῶς; Μέ τό λόγο του καί μόνο. «Εἶπε, καί ἐγενήθησαν» (Ψαλμ. 148, 5).
Καί ἔχει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ τέτοια δύναμι, γιατί δέν εἶνε λόγος ἀνθρώπου, ἀλλ’ εἶνε λόγος τοῦ Θεοῦ, πού δημιούργησε τό σύμπαν καί ἦρθε ἐδῶ στή γῆ μέ σῶμα ἀνθρώπινο, καί ἐξακολουθεῖ νά εἶνε παρών μέσα στήν Ἐκκλησία του, πού εἶνε τό σῶμα του. Ὁ Χριστός εἶνε ἡ κεφαλή, ἡ ἀνωτάτη ἀρχή καί ἐξουσία. Ναί, μπροστά στό Χριστό, σάν στρατιῶτες πού περιμένουν διαταγές, στέκονται ὅλα τά στοιχεῖα τῆς φύσεως, ὅλα τά δημιουργήματα, ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τά ἄστρα, ἡ θάλασσα, οἱ ποταμοί, οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἀρχάγγελοι. Ὅλοι καί ὅλα σ’ αὐτόν ὑπακοῦνε, καί αὐτός κυβερνᾷ τό σύμπαν μέ τούς φυσικούς καί ὑπερφυσικούς νόμους. Καί κάνει θαύματα στόν οὐρανό καί στή γῆ. Καί ἄν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού δέν τόν πιστεύουν καί δέν θέλουν νά κάνουν τό θέλημά του, σ’αυτούς θά ἔχῃ ἐφαρμογή τό «Ὄψονται εἰς ὅν ἐξεκέντησαν» (Ζαχ. 12, 10 [ἑβρ.]· Ἰωάν. 19, 37).
Ὁ Χριστός, ἀγαπητέ μου, ὁ Χριστός εἶνε ὁ Κύριος, ὁ παντοδύναμος, ὁ πάνσοφος καί πανάγαθος Θεός. Αὐτό πίστευε ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτό πίστευαν χιλιάδες καί ἑκατομμύρια πιστοί, ἄνδρες καί γυναῖκες, πού μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ἔκαναν θαύματα. Καί ἐρωτῶ· πιστεύεις ἐσύ ὅπως ὁ ἑκατόνταρχος; Ἄν πιστεύῃς, δεῖξε κ’ ἐσύ τήν πίστι σου μέ τήν ταπείνωσι καί μέ τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον, ὅπως τήν ἔδειξε ὁ ἑκατόνταρχος. Δεῖξε μέ ἔργα τήν πίστι σου. Καί τότε θά δῇς κ’ ἐσύ στή ζωή σου σέ χίλιες περιπτώσεις τή δύναμι τοῦ Χριστοῦ καί θ’ ἀκοῦς τήν παντοδύναμη φωνή του· «Ὕπαγε, καί ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. 8, 13).

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Οἱ Εἰκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




