Τοῦ † Ἀρχιμανδρίτη Δαμασκηνοῦ Ἀγάθωνίτη

Ὁ πιό μεγάλος κίνδυνος, σκληρή δοκιμασία,
γιά τούς ἀνθρώπους πού πονοῦν εἶναι ἡ ἀπελπισία.
Αὐτή σκοτώνει ὕπουλα τήν κάθε ἀρετή μας,
τό πονηρό τό τρωκτικό πού τρώει τή ζωή μας.
Αὐτή γκρεμίζει ὄνειρα καί ροκανίζει σκέψεις
καί πώς τά πάντα τέλειωσαν, σέ κάνει νά πιστέψεις.
Πράγματα ποὖν’ ἀσήμαντα, αὐτή τά διογκώνει,
τ’ ἁπλά τά κάνει τραγικά καί σέ ἀναστατώνει.
Δέν ἔχεις πιά ἀντίσταση, ὄρεξη γιά ἀγώνα,
κάνει τή μέρα ἀτελείωτη, τή νύκτα σου αἰώνα.
«Πάει ἡ ζωή σου, χάθηκε», στ’ αὐτιά σοῦ ψιθυρίζει
καί μέσα στή κατάθλιψη ὕπουλα σέ βυθίζει.
«Ὁ δρόμος πού περπάτησες δέν ἔχει ἐπιστροφή,
τό μόνο πού θά καρτερεῖς εἶναι ἡ καταστροφή.
Πάει ἡ ζωή σου χάλασε, δέν ἔχεις πιά ἐλπίδα,
στό πουθενά πορεύεσαι, βάρκα χωρίς πυξίδα».
Αὐτά σοῦ κράζει, ἄπαυτη, τό νοῦ σου σκοτεινιάζει,
κλέβει ἀπό σένα τή χαρά καί τή ζωή σου ἀδειάζει.
Τά χείλη σου πιά δέν γελοῦν, πικρίζουν σάν ἀλόη
καί τό τραγούδι γίνεται πένθιμα μοιρολόϊ.
Ὕπουλος εἶναι ὁ ἐχθρός, φρικτές οἱ ἐπιπτώσεις,
ν’ ἀντισταθεῖς καί σθεναρά τή μάχη σου νά δώσεις.
Ἔχε τήν πίστη στό Θεό, μή χάνεις τήν ἐλπίδα,
θά λάμψει στά σκοτάδια σου φωτόλουστη ἀχτίδα.
Κι ἄν τή ζωή σου χτύπησε τῆς συμφορᾶς ἡ μπόρα,
ὄρθιος πρέπει νά σταθεῖς, καί σταθερά προχώρα.
Ἄν μές στό δρόμο ἔπεσες, πετάξου πάνω τώρα,
πές πῶς γιά νέες κορυφές, ἔφτασε πιά ἡ ὥρα.
Οἱ μαχητές πληγώνονται, αὐτό νά τό θυμᾶσαι,
σά θεραπεύσεις τίς πληγές, πάλι τά ὄπλα πιάσε.
Μέ τοῦ Χριστοῦ τίς ἀρετές ὅπλισε τή ζωή σου,
νά ξέρεις πῶς ὁ οὐρανός θά εἶναι ἡ ἀμοιβή σου.
Ὅσο κι ἄν πέσεις ἄνθρωπε, ὅσα κι ἄν κάμεις λάθη
σ’ Αὐτόν νά ἐλπίζεις πού σχωρνᾶ καί καταπαύει πάθη.
Πές καί στή μάνα Παναγιά χαρά νά σοῦ χαρίζει
καί τῆς ζωῆς τά δύσκολα, Ἐκείνη νά φροντίζει.
Οἱ πιό μεγάλες συμφορές καί οἱ ἀποτυχίες,
θά φύγουν καί ξανά θά ‘ρθοῦν χαρές κι ἐπιτυχίες.
Ὅσο σκοτάδι στή ζωή ὁ σατανᾶς κι ἄν στρώσει,
νά ξέρεις πῶς ὁ οὐρανός πάλι θά ξαστερώσει.
Ἦρθε στή γῆ ὁ Χριστός καί σκόρπισε τό φῶς
ἄς τό χαροῦμε οἱ ἄνθρωποι, μήν ψάχνουμε τό πῶς.
Αυτός σταυρώθηκε γιά μᾶς, γνωρίζει τήν ψυχή μας,
τά δάκρυά μας καρτερεῖ καί τήν επιστροφή μας.
Διῶξε τήν ἀνασφάλεια καί τήν ἀπελπισία,
σάν σύννεφο περαστικό νά φύγει ἡ δυστυχία.
Ὡς λάμπει ὁ ἥλιος δυνατά, θερμαίνει τή ζωή μας,
νά εἶναι ἡ χαρά στά σπίτια μας κι ὅλη ἡ προκοπή μας.
Μπαίνει αὐτή μές στήν καρδιά, ὁ κῆπος μας ἀνθίζει
καί πάλι τό χαμόγελο στά χείλη μας ροδίζει.

ΠΗΓΗ: Ἀπό τό βιβλίο «Στοχασμοί ἀπό τόν Ἀγάθωνα», (σελ. 69), τοῦ † Ἀρχιμανδρίτη Δαμασκηνοῦ Θ. Ζαχαράκη Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Ἀγάθωνος.