
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰωάν. 7, 37 – 52· 8, 12), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 55).
«Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν» (Ἰωάν. 7, 43).
Μία, ἀγαπητοί μου, μία ἀπό τίς πιό μεγάλες ἑορτές τῶν Ἑβραίων ἦταν καί ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Σ’ αὐτή τήν ἑορτή οἱ Ἑβραῖοι θυμόντουσαν ἕνα θαυμαστό γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ ἔθνους τους. Θυμόντουσαν ὅτι, ὅταν ὁ Θεός τούς λυπήθηκε καί τούς ἔβγαλε ἀπό τή σκλαβιά πού ζοῦσαν κάτω ἀπό τό ζυγό τῶν Αἰγυπτίων, ἕως ὅτου φθάσουν καί ἐγκατασταθοῦν στήν ἀγαπημένη τους πατρίδα, πέρασαν δύσκολες μέρες. Ὁ δρόμος ἦταν μακρινός. Νερό δέν ὑπῆρχε. Κρέατα σάν αὐτά πού ἔτρωγαν στήν Αἴγυπτο δέν βρισκόντουσαν. Σπίτια καί μόνιμες ἐγκαταστάσεις δέν εἶχαν. Περνοῦσαν ἀπό ἔρημα μέρη καί ἐχθρικές χῶρες, καί ἀντιμετώπιζαν διάφορες δυσκολίες καί ἐμπόδια. Ἔμοιαζαν μ’ ἕνα στρατό, πού βρίσκεται σέ διαρκῆ πορεία. Γι’ αὐτό, ὅταν κάπου σταματοῦσαν γιά νά ξαποστάσουν, ἔστηναν σκηνές, ἀναπαύονταν λίγο, καί πάλι ξεκινοῦσαν γιά τό μακρινό τους ταξίδι. Σ’ αὐτό τό μακρινό τους ταξίδι τό χέρι τοῦ Θεοῦ δέν ἔπαυε νά τούς προστατεύῃ. Ὁ Θεός, πού τούς ἔβγαλε ἀπό τή σκλαβιά, δέν τούς ἄφησε. Καί νερό ἄφθονο τούς ἔδωσε, καί ἐκλεκτή τροφή, τό μάννα· καί θά ἔπρεπε νά εἶνε εὐγνώμονες στό Θεό.
Ἀλλ’ ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι εὔκολα λησμονοῦν τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτό ὡρίστηκαν οἱ γιορτές. Οἱ γιορτές σκοπό ἔχουν νά φέρνουν στή μνήμη ἐξαιρετικά γεγονότα, μεγάλες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους. Καί ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας, πού ἑώρταζαν οἱ Ἑβραῖοι, δέν τούς ἄφηνε νά ξεχάσουν, πῶς ζοῦσαν οἱ προγονοί τους ὅταν ἐπέστρεφαν στήν ἀγαπημένη τους πατρίδα. Ὅπως ἐκεῖνοι τότε, ἔτσι καί τώρα κι αὐτοί ἔστηναν σκηνές, τίς στόλιζαν μέ κλαδιά, καί ὅλοι ἄφηναν τά σπίτια τους καί ἔμεναν ὀκτώ μέρες κάτω ἀπό τίς σκηνές, γιά νά ζωντανέψουν ἔτσι στή μνήμη τους τή ζωή τῶν προγόνων τους.
Εὐτυχισμένα εἶνε τά ἔθνη, πού δέν ξεχνοῦν τήν ἱστορία τους.
Εἴπαμε, ὅτι ὀκτώ μέρες διαρκοῦσε ἡ ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Ἀλλ’ ἡ τελευταία μέρα ἦταν ἡ πιό ἐπίσημη. Σάλπιζαν σάλπιγγες, μαζευόταν ὅλος ὁ λαός, ἔσφαζαν ζῷα, πρόσφεραν θυσίες στό ναό, ὁ δέ ἀρχιερεύς ἔπαιρνε χρυσό κανάτι, τό γέμιζε νερό ἀπό μιά στέρνα, τή στέρνα τοῦ Σιλωάμ, καί μέ τό νερό αὐτό ῥάντιζε τό θυσιαστήριο καί τό λαό, καί ἔψαλλε· «Ἀντλήσατε ὕδωρ μετ’ εὐφροσύνης ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ σωτηρίου» (Ἠσ.12, 3).
Αὐτή τήν τελευταία μέρα τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας ὁ Χριστός μας βρέθηκε ἀνάμεσα στίς χιλιάδες τῶν Ἑβραίων πού γιώρταζαν, καί βρῆκε τήν εὐκαιρία νά διδάξῃ τό λαό. Πῆρε ἀφορμή ἀπό τό νερό, μέ τό ὁποῖο ῥάντιζε ὁ ἀρχιερεύς τό λαό. Τό νερό αὐτό ἦταν ἕνας τύπος, μιά σκιά, πού προειδοποιοῦσε, ὅτι θά ἐρχόταν μιά μέρα τό ἀληθινό, τό ἀθάνατο νερό. Καί τό ἀθάνατο νερό ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἁμαρτία. Ὁ Χριστός δροσίζει τίς καρδιές. Ὁ Χριστός εὐλογεῖ καί ἁγιάζει τά σύμπαντα. Ὁ Χριστός δίνει τήν εὐτυχία καί τήν αἰώνια ζωή. Ὁ Χριστός εἶνε τό πᾶν. Ἄν τό πίστευαν αὐτό οἱ ἄνθρωποι, θά ἔτρεχαν στό Χριστό, ὅπως τά διψασμένα ζαρκάδια τρέχουν στήν πηγή γιά νά ξεδιψάσουν. Καί οἱ Ἑβραῖοι τί ὄφελος ἔχουν νά ῥαντίζωνται τή μέρα τῆς Σκηνοπηγίας μέ τό νερό, καί ν’ ἀγνοοῦν τό Χριστό, πού εἶνε ἡ ἀληθινή πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς χαρᾶς;
Ὁ Χριστός τήν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς ὕψωσε τή φωνή του καί εἶπε· «Ἐάν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. 7, 37). Ὅποιος διψᾷ, ἄς ἔρθῃ σ’ ἐμένα. Ἀλήθεια! Μόνο κοντά στό Χριστό ὑπάρχει ἡ ἱκανοποίησι καί ἡ ἀνάπαυσι τοῦ ἀνθρώπου. Πουθενά ἀλλοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σβήσῃ τή δίψα πού αἰσθάνεται ἡ ψυχή γιά τήν ἀλήθεια, τή δικαιοσύνη καί τήν ἀγάπη, γιά ὅτι μεγάλο καί ὑψηλό.
Ἄκουσαν τά λόγια αὐτά τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες αὐτιά. Τά παραδέχθηκαν ὅλοι; Ὄχι. Ἄλλοι ἔλεγαν· «Αὐτός στ’ ἀλήθεια εἶνε ὁ προφήτης». Ἄλλοι ἔλεγαν· «Αὐτός εἶνε ὁ Χριστός». Ἄλλοι ὅμως δέν τό παραδέχονταν καί ἔφερναν ἀντιρρήσεις. Προσπαθοῦσαν νά μειώσουν καί νά σβήσουν τήν ἐντύπωσι, πού εἶχε δημιουργήσει ὁ Χριστός στίς ψυχές. Ὁ κόσμος διαιρέθηκε. Ἄναψε συζήτησι. Φωνές ἀκούγονταν. Φιλονικία μεγάλη γινόταν. Εἶνε ὁ Χριστός, ἔλεγαν οἱ μέν. Ὄχι δέν εἶνε ὁ Χριστός, ἔλεγαν οἱ ἄλλοι. Μερικοί μάλιστα ἀπ’ αὐτούς πού δέν πίστευαν τόσο εἶχαν ὀργισθῆ, ὥστε ἔδειξαν διάθεσι νά πιάσουν τό Χριστό καί νά τόν θανατώσουν. Τόσο πολύ τούς ἐνοχλοῦσε κηρύττοντας τήν ἀλήθεια. Ἀλλά δέν τόλμησαν νά τό κάνουν. Οὔτε καί οἱ ὑπηρέτες, πού ἔστειλαν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι γιά νά τόν πιάσουν, δέν τόλμησαν νά ἐκτελέσουν τήν ἐντολήν τους. Οἱ ὑπηρέτες πῆγαν ἐκεῖ πού δίδασκε ὁ Χριστός, ἀλλά τά λίγα λόγια πού ἄκουσαν ἀπό τό στόμα του τούς ἔκαναν τόση ἐντύπωσι, ὥστε πέταξαν ἀπό τά χέρια τους σχοινιά καί ῥόπαλα καί γύρισαν ἄπρακτοι στούς κυρίους τους. «Γιατί δέν τόν φέρατε δεμένο;» ρώτησαν οἱ ἀρχιερεῖς. Καί οἱ ὑπηρέτες ἀπήντησαν· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰωάν. 7, 46). Τέτοια διδασκαλία, σάν τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀκούσαμε ποτέ! Οἱ ὑπηρέτες πιστεύουν, οἱ ἄρχοντες δέν πιστεύουν.
* * *
Ἔτσι ἀπό τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ σχηματίζονται δύο παρατάξεις. Ἡ μία εἶνε οἱ ἄνθρωποι πού πιστεύουν στό Χριστό. Τόν ἀκοῦνε καί ἀγωνίζονται νά ἐφαρμόσουν στή ζωή τους τή θεία του διδασκαλία. Ἡ ἄλλη παράταξι εἶνε οἱ ἄνθρωποι πού δέν πιστεύουν στό Χριστό. Αὐτοί μέ κάθε τρόπο προσπαθοῦν νά ξεφύγουν ἀπό τήν πνευματική του ἐξουσία, νά κάνουν τά ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι ἐκεῖνος διατάζει. Καί ἐπειδή ὁ σατανάς κυριαρχεῖ στίς ψυχές τους, γι’ αὐτό μισοῦν τό Χριστό. Ἀκούγοντας τό ἅγιο ὄνομά του ἀφρίζουν ἀπ’ τό κακό τους, βρίζουν καί τόν βλασφημοῦν. Κι ἄν ὁ Χριστός βρισκόταν μπροστά τους, χωρίς ἀμφιβολία θά τόν ἔπιαναν, θά τόν ἔδεναν, θά τόν φυλάκιζαν καί θά τόν σταύρωναν ἐκ νέου.
Αὐτή ἡ διαίρεσι, πού ἄρχισε ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχῃ μέχρι σήμερα. Ὅταν ἕνας ἀληθινός κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου ὑψώνῃ τή φωνή του, κηρύττῃ τά ὡραῖα λόγια τοῦ Χριστοῦ, διδάσκῃ καί ἐλέγχῃ, σχίσμα γίνεται στόν κόσμο. Οἱ ἀκροαταί χωρίζονται. Ἄλλοι εὐχαριστοῦνται, κι ἄλλοι πικραίνονται. Ἄλλοι θαυμάζουν τόν κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, κι ἄλλοι τόν βρίζουν. Ἄλλοι εὔχονται ν’ ἀκοῦνε πάντοτε τέτοια λόγια, κι ἄλλοι λυσσοῦν ἀπό τήν κακία τους καί ἀγωνίζονται νά κλείσουν τό στόμα τοῦ ἱεροκήρυκα. Καί δυστυχῶς αὐτοί εἶνε οἱ περισσότεροι. Κι ὅσο περνοῦν τά χρόνια, καί ἡ κακία καί ἡ διαφθορά αὐξάνουν, τόσο καί ἡ παράταξι τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ αὐξάνει. Ἄντρες καί γυναῖκες, νέοι καί νέες, καί μικρά ἀκόμη παιδιά, τόσο ἔχουν δηλητηριασθῆ ἀπό τίς κατηγορίες πού ἀκοῦνε γιά τό Χριστό, γιά τήν Ἐκκλησία του, ὥστε δέν θέλουν κἄν νά γίνεται λόγος γιά θρησκεία.
* * *
Δύο παρατάξεις! Σύ, ἀγαπητέ, πού ἀκοῦς τά λόγια αὐτά, σέ ποιά κατηγορία ἀνήκεις; Εἶσαι φίλος ἤ ἐχθρός τοῦ Χριστοῦ; Ἕνα ἀπό τά δύο θά εἶσαι· ἤ πιστός ἤ ἄπιστος.
Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος, πού γιορτάζουμε, νά μᾶς φωτίζῃ, ὥστε ν’ ἀνήκουμε στήν ἁγία παράταξι τῶν πιστῶν, καί πιστεύοντας εἰλικρινά στό Χριστό νά διακηρύττουμε κ’ ἐμεῖς· «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (ἔ.ἀ.).

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.