
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α’ ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Ἰωάν. 17, 1 – 13), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 49).
«Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. 17, 3).
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού δέν ἔχουν βγῆ ἀπό τό χωριό τους. Ἀλλά καί τί νά κάνουν νά βγοῦν; Τί νά δοῦν; Ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος σπάνια ἔβγαινε ἀπό τόν τόπο πού γεννήθηκε. «Γιατί δέν πᾶς καί σ’ ἄλλα μέρη;» τόν ρωτοῦσαν. Καί αὐτός ἀπαντοῦσε· «Ὅπου κι ἄν πάω, τά ἴδια πράγματα θά βλέπω· γῆ καί θάλασσα. Ἄν ἔχετε νά μοῦ δείξετε κανένα ἄλλο μέρος, πού εἶνε διαφορετικό ἀπό τούτη τή γῆ, εὐχαρίστως θά ταξιδεύσω…». Ὑπάρχουν ὅμως ἄλλοι ἄνθρωποι, πού ἔχουν μέσα τους τό μικρόβιο τῆς μεταναστεύσεως. Αὐτοί δέν μένουν εὐχαριστημένοι στόν τόπο τους. Φεύγουν καί πᾶνε μακριά. Ἄλλοι στήν Αὐστραλία, ἄλλοι στήν Ἀφρική, ἄλλοι στήν Ἀμερική. Ἐκεῖ ζοῦν ἀρκετά χρόνια, ἀλλά στό τέλος ἡ νοσταλγία τῆς πατρίδος τούς κάνει νά γυρίζουν στό μέρος πού γεννήθηκαν. Δάκρυα τότε τρέχουν ἀπό τά μάτια τους, ἅμα ἀντικρύσουν τό πατρικό τους σπίτι. Ὦ πατρίδα, πόσο γλυκειά εἶσαι καί πόσο δυστυχισμένοι εἶνε αὐτοί, πού ζοῦν μακριά σου!
Ἄν τώρα ἕνας πού ἦρθε ἀπό τήν Ἀμερική ἤ τήν Αὐστραλία συναντήσῃ κάποιον πού δέν πῆγε ποτέ στά μέρη αὐτά, ὁ ξενιτεμένος θ’ ἀρχίσῃ νά λέῃ σ’ αὐτόν τί εἶδε καί τί ἄκουσε στά ξένα. «Πῆγα», θά λέῃ, «στήν Ἀμερική. Τί μεγάλη καί πλούσια χώρα εἶνε! Ἔμεινα στή Νέα Ὑόρκη. Αὐτή εἶνε ἡ πιό μεγάλη πόλις τοῦ κόσμου. Τί δρόμοι, τί πλατεῖες, τί πάρκα, τί θέατρα, τί ξενοδοχεῖα! Πόλις θαῦμα. Ὅποιος κάθεται στήν πόλι αὐτή ζῇ θαυμάσια καί εὐτυχισμένα…». Αὐτά θά λέῃ ὁ ξένος στό συχωριανό του, πού δέν βγῆκε ποτέ ἔξω ἀπό τό χωριό του. Καί ὁ συχωριανός του τ’ ἀκούει καί τά πιστεύει, καί ἐπιθυμεῖ κι αὐτός ν’ ἀφήσῃ τό χωριό του καί νά πάῃ στή μεγάλη πολιτεία, γιά νά ζήσῃ ἐκεῖ εὐτυχισμένος. Ἔτσι νομίζει!
Ἀλλ’ ἆρα γε ὅσα λέει ὁ ξένος εἶνε ὅλα ἀληθινά; Μιλάει ὁ ξένος μέ θαυμασμό γιά τή Νέα Ὑόρκκη. Ἀλλά δέν εἶνε πολύς καιρός, πού ἔπεσε στά χέρια μου ἕνα βιβλίο, πού περιγράφει τή ζωή πού ζοῦν οἱ ἄνθρωποι στίς μεγάλες πολιτεῖες, καί μάλιστα στή Νέα Ὑόρκη. Τά πράγματα δέν εἶνε ὅπως τά λένε. Γιατί κοντά στά εὐχάριστα ὑπάρχουν καί δυσάρεστα. Τά δέ δυσάρεστα εἶνε τά πιό πολλά. Δέν ὑπάρχουν μόνο ξενοδοχεῖα καί κέντρα διασκεδάσεως. Ὑπάρχουν καί νεκροταφεῖα. Πολλοί πεθαίνουν κάθε μέρα, καί ἀπ’ αὐτούς πολλοί πεθαίνουν ὄχι ἀπό φυσικό θάνατο· σκοτώνονται ἀπό αὐτοκίνητα καί γκάγκστερς πού παραμονεύουν παντοῦ. Δέν ὑπάρχουν μόνο πλούσιοι, πού μέσα σέ μιά νύχτα ξοδεύουν μάτσα τά δολλάρια. Ὑπάρχουν καί φτωχοί, πολύ φτωχοί, πού περιμένουν νά χορτάσουν ἀπό τά ἀποφάγια τῶν πλουσίων. Δέν ἀκούγονται μόνο τραγούδια καί γέλια. Ἀκούγονται καί κλάματα καί θρῆνοι ἀνθρώπων, πού κλαῖνε καί θρηνοῦν γιά διάφορα δυστυχήματα. Ἐξωτερικά ἡ πόλις μέ τά φανταχτερά της φῶτα φαίνεται πῶς εἶνε ἡ πιό εὐτυχισμένη πόλις τοῦ κόσμου. Ἀλλ’ ἄν ἐρευνήσῃ κανείς πιό βαθειά τή ζωή τῶν κατοίκων, τότε θά διαπιστώσῃ, ὅτι ἡ πόλις αὐτή μέ τούς οὐρανοξύστες εἶνε μιά θλιβερή πόλις, ἴσως ἡ πιό θλιβερή πόλις τοῦ κόσμου.
Ἄνθρωποι! Σᾶς μιλᾶνε γιά τή Νέα Ὑόρκη καί γιά ἄλλες πόλεις τῆς Εὐρώπης καί τῆς Ἀμερικῆς, καί κάθεστε κι ἀκοῦτε χωρίς ἀντίρρησι τί εἶδαν τά ξένα μάτια καί τί ἄκουσαν τά ξένα αὐτιά. Δέν ἀμφιβάλλετε σέ ὅσα σᾶς λένε. Κανείς ἀπό σᾶς δέν λέει στόν ξένο· «Κύριε, δέν σέ πιστεύω. Δέν ὑπάρχει Ἀμερική, δέν ὑπάρχει Νέα Ὑόρκη. Ἄν ἐγώ δέν δῶ καί δέν ἀκούσω, δέν πιστεύω σ’ αὐτά πού λές…»
* * *
Ἄχ, πόσο εὔπιστοι εἶνε οἱ ἄνθρωποι γιά τά φυσικά, τά ὑλικά πράγματα, καί πόσο δύσπιστοι εἶνε γιά τά ὑπερφυσικά, τά πνευματικά πράγματα! Ἄν κάποιος σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτός ἀπό τή ζωή αὐτή, πού ζοῦμε ἐδῶ στή γῆ, ὑπάρχει καί μιά ἄλλη ζωή πού δέν ἔχει τέλος, ζωή οὐράνια, ζωή αἰώνια· ἄν σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτός ἀπό τή γῆ, τό φεγγάρι, τόν ἥλιο, τά ἑκατομμύρια καί δισεκατομμύρια ἄστρα, πού κι αὐτά μιά μέρα θά σβήσουν καί θά καταστραφοῦν, ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὄχι ὑλικός ἀλλά πνευματικός, κόσμος πού εἶνε χιλιάδες φορές πιό ὄμορφος ἀπό αὐτόν τόν κόσμο πού κατοικοῦμε καί βλέπουμε· ἄν σᾶς πῇ, ὅτι ἐκτός ἀπό τίς ὡραῖες καί μεγάλες πόλεις τῆς γῆς, πού μιά μέρα κι αὐτές θά γίνουν στάχτη, ὑπάρχει μιά πόλις – ὤ, τί πόλις εἶνε αὐτή! – μέ ὡραίους δρόμους καί πλατεῖες, μέ ὑπέροχη μουσική, μέ θαυμάσιες ὑπάρξεις, πόλις χωρίς νοσοκομεῖα, χωρίς νεκροταφεῖα, χωρίς δάκρυα, χωρίς πόνους, θά πιστέψετε ὅτι ὅλα αὐτά εἶνε ἀληθινά;
– Μά πῶς νά πιστέψουμε; θά μοῦ πῆτε. Ποιός εἶνε αὐτός πού τά εἶδε;
Ρωτᾶτε, ποιός εἶνε αὐτός πού τά εἶδε καί τά βεβαίωσε; Έ, λοιπόν, σᾶς ἀπαντῶ· Εἶνε ἕνας, πού ἡ μαρτυρία του ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο. Ὅλοι μπορεῖ νά λένε ψέματα, ἀλλ’ αὐτός, πού μᾶς βεβαιώνει γιά τόν ἄλλο κόσμο, ποτέ δέν εἶπε ψέματα. Εἶνε ὁ Χριστός. Ὁ λόγος του εἶνε ἀλήθεια. Ὅ,τι εἶπε, ἀποδείχθηκε ἀληθινό. Εἴκοσι αἰῶνες πέρασαν, κράτη ἔπεσαν, βασίλεια διαλύθηκαν, ἰδεολογίες ἄλλαξαν, τά ἄνω ἔγινα κάτω, ἀλλά ἀπό ὅσα εἶπε ὁ Χριστός τίποτε δέν μπόρεσε νά κλονισθῇ. Καί αὐτό πού συνέβη μέχρι σήμερα, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι θά συμβαίνῃ καί στό μέλλον. Αἰώνιοι οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ.
Ἕνας ἀπό τούς λόγους τοῦ Χριστοῦ εἶνε ὁ λόγος γιά τή Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἔτσι ὠνόμασε ὁ Χριστός τή ζωή, πού ἔφερε στόν κόσμο. Ἡ νέα αὐτή ζωή ἀρχίζει ἀπό τή στιγμή, πού ὁ ἄνθρωπος θά πιστέψῃ στό Χριστό καί θά μετανοήσῃ. Ἀπό τή στιγμή αὐτή μεσ’ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται μιά χαρά, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τήν περιγράψῃ. Μόνο αὐτοί πού πιστεύουν στό Χριστό καί μετανοοῦν, αἰσθάνονται τί θά πῇ ἡ χαρά αὐτή. Εἶνε χαρά πνευματική. Εἶνε ἡ χαρά τοῦ ἀσώτου παιδιοῦ, πού γυρίζει στό πατρικό του σπίτι. Εἶνε ἡ χαρά τοῦ ἐξορίστου, πού ἐπιστρέφει κοντά στούς δικούς του. Εἶνε ἡ χαρά τοῦ ξενιτεμένου, πού γυρίζει στή γλυκειά του πατρίδα. Καί αὐτή ἡ χαρά εἶνε μιά σταγόνα μπροστά στόν ὠκεανό τῆς χαρᾶς, πού θά δοκιμάσουν τά παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅταν φύγουν ἀπό τή ζωή αὐτή καί θά φτάσουν στήν οὐράνια πατρίδα, καί θ’ ἀνοιχθοῦν οἱ πόρτες τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ, τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Μακάριοι εἶνε ὅσοι θά εἰσέλθουν στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ὁ Χριστός τό βεβαιώνει. Κανείς δέν πρέπει ν’ ἀμφιβάλλῃ. Ἄνθρωπε! Ὅσο εἶσαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχει Νέα Ὑόρκη, τόσο βέβαιος νά εἶσαι ὅτι ὑπάρχει ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰώνια ζωή καί μακαριότητα. Αὐτό κηρύττει ὁ Χριστός στό σημερινό Εὐαγγέλιο· «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰωάν. 17, 3).

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Οἱ Εἰκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.