
2η Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, τοῦ ΑΣΩΤΟΥ, Λουκᾶ ιε’ 11 – 32, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 105 – 107).
Γιά τήν ἠθική μορφοποίησι τοῦ χαρακτῆρος τοῦ παιδιοῦ, τό ὁποῖον οἱ γονεῖς ἔφεραν μέ νόμιμο γάμο τους στόν κόσμο, ἀπαιτεῖται κατά πρῶτο καί κύριο λόγο ἡ μόρφωσι τοῦ χαρακτῆρος τῶν γονέων. Καί μόρφωσι σημαίνει ὄχι σπουδή τῆς οἰασδήποτε ἐπιστήμης ἤ ἐπίδοσι στά γράμματα ἤ ἡ διά τῆς ἐπιστήμης καί τῶν γραμμάτων ἐξασφάλισι τῶν πρός τό ζῆν ἀναγκαίων, κοινωνική προβολή καί διάκρισι, ἀλλά πνευματική καλλιέργεια βάσει τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν πρός μορφοποίησιν χαρακτῆρος ἠθικῆς ὡραιότητος καί ψυχοσωματικῆς ἰσορροπίας. Καί κριτήριον αὐτῶν τῶν ὑπό τῆς καθολικῆς συνειδήσεως ἀποδεκτῶν ἐπιτευγμάτων, εἶναι καί πάλιν ὁ εὐαγγελικός νόμος πού δέν εἶναι σύνθεμα ἀνθρωπίνης ἀτελείας. Ὅσῳ κι’ ἄν γαυγίζουν οἱ ὑλιστές καί ἀμοραλιστές τῆς ἀσυδότου ἐλευθεριότητος ὅτι τοῦ Εὐαγγελίου οἱ ηθικές ἐπιταγές εἶναι πιεστικές γιά τήν ἀνθρωπίνη προσωπικότητα καί ἀτομική ἀξιοπρέπεια, ὅμως οὔτε προσωπικότης μπορεῖ νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ὑποδουλώνεται στά πάθη του οὔτε καί ἀξιοπρέπειαν ἔχει ἐφ’ ὅσον ὁ ἴδιος ξεπούλησε τήν ἀξία του μέ τό νά γίνεται ὑπόστρωμα ἀγοραίων καί ἀγελαίων συνηθειῶν. Τό πρέπον κατά τή δημόσια ζωή στηρίζεται στήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἐφαρμογή τοῦ «πρέποντος» τελεῖ ὑπό τήν κρίσι τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς καθολικῆς ἀδιαφθόρου συνειδήσεως.
Ἀλλά, καί προϋποτιθεμένης τῆς ψυχικῆς καλλιεργείας τοῦ γονέως, ἀπαιτεῖται παιδαγωγική καί ψυχολογική μόρφωσι γιατί ἐδιάλεξε σάν καθῆκον σάν μέριμνα καί προσωπικό στόχο, τήν ἀνατροφή καί διάπλασι τοῦ παιδιοῦ, ψυχῆς, πού καί ἀπηλλαγμένη ἀκόμη βλαπτικῶν κληρονομικῶν καταβολῶν γιά τήν καθόλου ἐξέλιξί του, θά παρουσιάση ὁπωσδήποτε προβλήματα πού θέλουν γενναία ἀντιμετώπισι καί εἰδικό χειρισμό. Γιατί, ὅπως καί ἄλλοτε εἴπαμε, τό παιδί δέν εἶναι ξύλο ἤ μάρμαρο γιά νά λαξευθῇ κατά βούλησι τοῦ λαξευτοῦ χωρίς ἀντίστασι. Εἶναι ἕνα ὁλόκληρο σύμπαν χωρίς διαμορφωμένη μέν τήν δική του βούλησι κατά χρόνο καί ἡλικία, ὅμως καί ἀνθισταμένην στίς δύσκολες ἐπεμβάσεις καί χρήσιμες συμβουλές. Βέβαια, ἡ συναίσθησι τῆς εὐθύνης τῶν γονέων καί ἡ ἀγάπη, ἀπηλλαγμένη τοῦ παθολογικοῦ της στοιχείου, θά συμβάλῃ στό νά ἐφαρμοσθῇ ἕνας τρόπος πού ἁρμόζει στήν παιδαγωγία. Δέν μπορεῖ ὅμως νά μή παραδεχθῇ κανείς ὅτι πλεῖστοι γονεῖς μορφοποιοῦν χαρακτῆρας παιδιῶν μέ δεσπόζον τό πνεῦμα τῆς χρησιμοθηρίας, τοῦ ὠφελιμισμοῦ, τῆς φιλοδοξίας, κλπ. κοσμικῶν ἰδανικῶν καί μάλιστα ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων. «Θά γίνῃς γιατρός! Θά γίνῃς δικηγόρος! Θά γίνῃς μηχανικός. Θά γίνῃς στρατηγός ἤ μεγάλος πολιτικός!» Δέν ἠκούσθη ποτέ καί ἀπό χείλη μορφωμένων καί εὐκαταστάτων γονέων: θά γίνῃς ἕνας καλός ἱερεύς, ἄξιος λειτουργός τοῦ Θεοῦ νά σοῦ φιλοῦμε ἀξίως τό χέρι, ἤ ἕνας χρήσιμος πολίτης γιά τούς πολλούς. Οὔτε καί ἡ ἀγωγή τοῦ παιδιοῦ ἔθεσε σάν πρωταρχική ἐπιδίωξι τή θεραπεία τῶν πνευματικῶν καί ἠθικῶν ἐπιστημῶν καί τή θεμελίωσι στήν ψυχή τοῦ παιδιοῦ τοῦ μεγάρου τῶν αἰωνίων ἀξιῶν μέ τά ὁποία ἀκτινοβολεῖ ἕνας καλῶς νοούμενος πολιτισμός. Ἴσως καί σ’ αὐτό τό γεγονός ὀφείλεται καί ἡ κάθε ἄλλο παρά ἐπαινετή σύνθεσίς του, ἡ καθαρῶς ὑλιστική καί ἀντιπνευματική τῶν καιρῶν μας.
Βεβαίως, τά διάφορα πολιτικοκοινωνικά ρεύματα ξεσηκώνουν τά μυαλά τῆς ἀνωρίμου καί ἀκρίτου νεολαίας, πού εὔκολα ἀγκαλιάζει τό κάθε νεωτεριστικό καί περίεργο. Ὅμως ἡ διαπότισι τοῦ παιδιοῦ μέ τό πνεῦμα τῶν θρησκευτικῶν καί ἠθικῶν ἰδανικῶν, ἡ ἐν τῇ πράξει διδασκαλία καί ἐφαρμογή τῆς ἀγάπης, ὡς ἀρετῆς, ὑπό τῶν γονέων, ἡ ἔξαρσι τῶν ἠθικῶν καί τιμίων προσωπικοτήτων τῆς Ἱστορίας, ἡ ἀποφυγή ἀψυχολογήτων καί δεσποτικῶν μέσων ἐπιβολῆς, αὐτή αὕτη ἡ εὐγένεια τοῦ ἤθους τῶν γονέων, δέν μπορεῖ παρά νά συντελέσῃ στήν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ τῆς ἀγωγῆς καί τήν τυποποίησι τοῦ χαρακτῆρος τοῦ παιδιοῦ πού νά μπορῇ καί στούς πειρασμούς νά ἀντέχῃ καί πλείστας ἀφορμάς νά ἔχῃ πρός μιά, ἐν κύκλῳ αὐτογνωσίας, καύχησι, ὅτι δέν θά εἶναι παρασιτικό καί ἀντικοινωνικό στοιχεῖο, ἀλλά πρόσωπο θυσίας χάριν τῆς Θρησκείας, τῆς Οἰκογενείας, καί τῆς Πατρίδος του.
Δέν θά ἐπαρουσιάζετο αὐτό τό ἐπαναστατικό μένος τῶν πολλῶν παιδιῶν καί οἱ παραλογισμοί ἐάν θεμέλιο τῆς ζωῆς των ἦταν ἡ πίστι καί ἡ ἀρετή τοῦ Χριστοῦ. Γιατί, κι’ ἄν τυχόν, πρός καιρόν ἔστω λόγῳ τῆς ἁμυαλιᾶς του παραστρατήσῃ, θά ξαναγυρίσῃ στόν οἶκο τοῦ πατρός του ὅπως ὁ Ἄσωτος υἱός, ἵνα καί ἐκ τῶν ὑστέρων ὁμολογήσῃ ὅτι τό ἁγιογραφικό ῥητό «οἱ μακρύνοντες, Κύριε, ἑαυτούς ἀπό σοῦ ἀπολοῦνται» ἔχει αἰώνιον κῦρος.

(1904 – 1992)
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.