Ἁγίου Αὐγουστίνου Ἐπισκόπου Ἱππῶνος

Ὅταν ὁ δοῦλός Σου Σιμπλικιανός μοῦ διηγήθηκε διά τόν Βικτωρῖνον ἐκεῖνα, μέ κατέλαβε διακαής πόθος νά τόν μιμηθῶ. Ὅταν δέ μοῦ ἐπρόσθεσεν, ὅτι κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ, ὁπόταν ἀπηγορεύθη εἰς τούς χριστιανούς ἡ διδασκαλία τῶν γραμμάτων καί τῆς ῥητορικῆς διά διατάγματος, ὁ Βικτωρῖνος συνεμορφώθη τελείως πρός τόν νόμον, καί ἐπροτίμησε νά ἐγκαταλείψῃ τήν φλυαρίαν τῆς Σχολῆς του μᾶλλον, παρά τόν Λόγον Σου, ὅστις γλώσσας νηπίων ἔθηκε τρανάς (Πρβλ. Σολωμ. Ι’, 21), δέν μοῦ ἐφάνη δέ ἀποφασιστικώτερος παρά εὐτυχέστερος, ἀφοῦ εὑρῆκε μέ τόν τρόπον αὐτόν τήν εὐκαιρία ν’ ἀφιερώσῃ ὁλόκληρον τόν χρόνον του εἰς Ἐσέ. Μίαν τοιαύτην εὐκαιρίαν ἐποθοῦσα καί ἐγώ, πού ἤμουν δεμένος ὄχι μέ ξένας ἁλύσεις, ἀλλά μέ τάς ἁλύσεις τῆς ἰδικῆς μου θελήσεως. Τήν θέλησίν μου ἐκρατοῦσεν ὑποχείριον ὁ ἐχθρός καί ἐσφυρηλάτησεν ἁλύσεις καί ἰδού ἐγώ δέσμιος. Διότι τό πάθος τό γεννᾷ ἡ διεστραμμένη θέλησις, τήν συνήθειαν γεννᾷ ἡ καθυπόταξις εἰς τό πάθος, καί τήν ἀνάγκην ἡ μή ἀντίδρασις πρός τήν συνήθειαν. Δι’ ὅλων αὐτῶν τῶν, τρόπον τινά, περιελισσομένων κρίκων, τούς ὁποίους ὠνόμασα ἅλυσιν, τό πάθος μ’ ἐκρατοῦσεν εἰς δουλείαν σκληράν. Ὥστε ἡ νέα θέλησις, πού ἄρχισε νά βλαστάνῃ εἰς ἐμέ, διά νά Σέ λατρεύω ἀνιδιοτελῶς, νά Σέ ἀπολαμβάνω, ὦ Θεέ μου, μοναδική, ἀσφαλής χαρά, δέν ἦτο ἀκόμη ἱκανή νά ὑπερνικήσῃ τήν χρονίαν δύναμιν τῆς παλαιᾶς θελήσεώς μου.
Τοιουτοτρόπως δύο θελήσεις ἐμάχοντο εἰς ἐσέ, ἡ μία παλαιά, ἡ ἄλλη νέα, ἡ μία σαρκική, ἡ ἄλλη πνευματική, ἡ μία ἐναντίον τῆς ἄλλης, καί, ἀνταγωνιζόμεναι μεταξύ των, διέσχιζαν τήν ψυχήν μου.
Κατά τόν τρόπον αὐτόν, πειραματιζόμενος εἰς τόν ἑαυτόν μου ἐννοοῦσα τό χωρίον, ποῦ ἀνέγνωσα: ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ πνεύματος, τό δέ πνεῦμα κατά τῆς σαρκός (Γαλάτ. στ’, 17). Εὑρισκόμουν ἀκόμη ὑπό τήν κυριαρχίαν δύο θελήσεων, ἀλλά τό Ἐγώ μου ἦτο πλησιέστερον εἰς ἐκείνην τήν ὁποίαν ἀπεδοκίμαζα. Τώρα μάλιστα δέν εὑρίσκετο εἰς τήν δευτέραν θέλησιν τό Ἐγώ μου, διότι τήν θέλησιν αὐτήν τήν ὑπέφερα περισσότερον ἐξαναγκαζόμενος, παρά διότι ὑπέκυπτα θεληματικῶς εἰς αὐτήν. Ἐν τούτοις ἡ συνήθεια, ἡ ὁποία ἦτο ἰσχυροτέρα ἐναντίον μου, ἐγεννήθη ἀπό μένα, διότι ἐκεῖνο πού μέ παρέσυρεν ἐκεῖ, ὅπου δέν ἤθελα νά παρασυρθῶ, ἦτο ἡ θέλησίς μου. Καί ποιός θά ἠδύνατο νά τό ἀρνηθῇ νομιμοφρόνως, ἀφοῦ ἡ τιμωρία ἀκολουθεῖ νομιμοφρόνως τό ἁμάρτημα; Καί δέν ὑπῆρχε πλέον δι’ ἐμέ ἡ διδασκαλία ἐκείνη, πού ἄλλοτε μοῦ ἐπέτρεπε νά ὑποθέτω, ὅτι, ἐάν δέν περιφρονοῦσα ἀκόμη τόν αἰῶνά μου, διά νά γίνω θεράπων ἰδικός Σου, τό ἔκαμνα, διότι δέν ἤμουν ἀκόμη βέβαιος, ὅτι εἶχα διαισθανθῆ τήν ἀλήθειαν. Ὄχι! Τώρα ἤμουν περί αὐτοῦ βεβαιότατος. Ἀλλά, πάντοτε δεμένος μέ ἁλύσεις ἐδῶ κάτω εἰς τήν γῆν, δέν ἤθελα νά Σέ δουλεύσω, καί ἐφοβόμουν ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπό τά δεσμά μου τόσον, ὅσο πρέπει νά φοβῆται κανείς τά δεσμά.
Ἔτσι τό βάρος τοῦ αἰῶνος ἐβάρυνε μέ γλυκύτητα ἐπάνω μου ὅπως εἰς ἕνα ὄνειρον, οἱ δέ στοχασμοί μου ἔμοιαζαν μ’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν ν’ ἀφυπνισθοῦν, ἀλλά, νικώμενοι ἀπό τήν νάρκην των, βυθίζονται εἰς αὐτήν ἐκ νέου. Ὅπως δέ δέν ὑπάρχει κανείς πού νά θέλῃ νά κοιμᾶται πάντοτε – ὁ ὑγιής νοῦς προτιμᾷ τήν ἐγρήγορσιν ἀπό τόν ὕπνον, – καί ὅμως ὅταν βαρύνῃ τά μέλη βαρεῖα χαύνωσις, οἱ ἄνθρωποι ἀναβάλλουν τόν χρόνον τῆς ἀποτινάξεως τοῦ ὕπνου καί ἀπολαμβάνουν κοιμώμενοι, μολονότι ἡ ὥρα τῆς ἐγρηγόρσεως ἔχει ἤδη ἠχήσει, ἔτσι καί ἐγώ ἤμουν βέβαιος, ὅτι προτιμότερον θά ἦτο ν’ ἀφοσιωθῶ εἰς τήν ἀγάπην Σου παρά νά ὑποχωρήσω εἰς τό πάθος μου. Μοῦ ἤρεσε, μέ κατακτοῦσε ἡ ἀγάπη Σου, ἀλλ’ ἀγαποῦσα τό πάθος μου, πού μ’ ἐξουσίαζεν. Δέν ἠμποροῦσα νά δώσω καμμίαν ἀπάντησιν, ὅταν μοῦ ἔλεγες: «ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ νεκρῶν καί ἐπιψαύσει σοι ὁ Χριστός» (Ἐφεσ. ε’, 14). Παντοῦ μοῦ ἔδειχνες τήν ἀλήθειάν Σου, καί ἡ ἀλήθειά Σου μέ καθυπέτασσε καί δέν ἤμουν πλέον ἱκανός ν’ ἀπαντήσω παρά μέ λέξεις μαλθακάς καί ὑπναλέας. «Ἀμέσως! παρευθύς! περίμενε λίγο!». Ἀλλ’ αὐτό τό παρευθύς καί τό ἀμέσως δέν ἤρχετο ἀμέσως καί παρευθύς. Εἰς μάτην «συνηδόμην κατά τόν ἔσω ἄνθρωπον τῷ νόμῳ Σου», ἀφοῦ ἕνας ἄλλος νόμος εἰς τά μέλη μου ἀντεστρατεύετο «τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καί ᾐχμαλώτιζέ με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας» (Πρβλ. Ρωμ. ζ’, 22), ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τά μέλη μου. Ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὁ ἐκβιασμός τῆς συνηθείας, πού παρασύρει καί ἐξουσιάζει τήν ψυχήν καί παρά τήν θέλησίν της ἀκόμη. Εἶναι δέ ἔνοχος ἡ ψυχή, ἀφοῦ ὑποτάσσεται ἐθελουσίως. «Ταλαίπωρος ἐγώ, τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου ἐάν ὄχι ἡ χάρις Σου διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου ἡμῶν;» (Πρβλ. Ρωμ. ζ’, 22 καί 24).
Πῶς μ’ ἐλευθέρωσες ἀπό τάς ἁλύσεις τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς, πού μ’ ἐκρατοῦσαν χειροδέσμιον, καί ἀπό τήν δουλείαν τῶν κοσμικῶν ὑποθέσεων, θά τό διηγηθῶ, θά τό ἐξομολογηθῶ διά τήν δόξαν Σου, «Κύριε, βοηθέ μου καί λυτρωτά μου» (Ψαλμ. ΙΗ’, 15).
Περνοῦσα τήν συνηθισμένη ζωή μου. Ἡ ἀγωνία μου ηὐξάνετο, καθημερινῶς δέ ἀπηύθυνα τούς πόθους μου εἰς Ἐσέ. Ἐπήγαινα εἰς τήν Ἐκκλησίαν Σου, ἐφ’ ὅσον μοῦ τό ἐπέτρεπαν αἱ ἀσχολίαι μου, κάτω ἀπό τάς ὁποίας ἀνεστέναζα. Ὁ Ἀλύπιος, ἀπαλλαγείς ἀπό τό δικαστικόν ἀξίωμά του, ἀφοῦ ἐχρημάτισεν ἤδη διά τρίτην φοράν πρόεδρος δικαστής, εὑρίσκετο πλησίον μου καί ἐπερίμενεν εἰς ποῖον νά πωλήσῃ πάλιν τάς συμβουλάς των, καθώς ἐγώ ἐπωλοῦσα τήν ῥητορικήν, ἐφ’ ὅσον ἦτο δυνατόν νά διδαχθῇ. Ὁ Νεβρίδιος, χαριζόμενος εἰς τήν φιλίαν μας, ἐβοηθοῦσε εἰς τήν διδασκαλίαν τόν φίλτατον εἰς ὅλους μας Βερεκοῦνδον, πολίτην καί γραμματικόν τῶν Μεδιολάνων, πού ἐπεθύμησε ζωηρῶς καί ἐζήτησε, δυνάμει τοῦ δικαιώματος τῆς φιλίας, ὅπως κάποιος ἀπό τήν ὁμάδα μου τοῦ παράσχῃ εἰλικρινῆ βοήθειαν, πού ἦτο ἀναγκαιοτάτη. Εἰς αὐτήν δέ τήν ἀπόφασιν δέν ὡδήγησε τόν Νεβρίδιον ὁ πόθος τοῦ κέρδους, – θά ἠμποροῦσε, ἐάν ἤθελε, νά ἐπωφεληθῇ ἀπό τήν διδασκαλίαν τῶν Γραμμάτων ἐπικερδέστερον – ἀλλά μέ τήν ὑποχρεωτικήν καλοκαγαθίαν του, ὁ τόσον γλυκύς καί ἀγαπητός αὐτός φίλος δέν ἠθέλησε νά μή δεχθῇ τήν παράκλησίν μας. Ἐφ’ ὅσον δέ ἀπέφευγε τήν συναναστροφήν μέ τούς μεγάλους τοῦ αἰῶνος του καί συνεπῶς κάθε ἀνησυχίαν τοῦ πνεύματός του, πού ἐποθοῦσε νά ἔχῃ ἐλεύθερον, ἐξασφαλίζων εἰς αὐτό ὅσο τό δυνατόν περισσότερον χρόνον διά τήν ἔρευναν, τήν ἀνάγνωσιν καί τάς σχετικάς μέ τήν σοφίαν συνδιαλέξεις, ἐνεργοῦσε σωφρονέστατα.

ΠΗΓΗ: Ἁγίου Αὐγουστίνου Ἐπισκόπου Ἱππῶνος «ΑΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ». Εἰσαγωγή – Μετάφρασις – Σημειώσεις, Ἀνδρέου Δαλεζίου, Διδάκτορος τῆς φιλοσοφίας. Τεύχος Α’ Δ’ ΕΚΔΟΣΙΣ. ΑΘΗΝΑΙ 1965. (Σελ. 175).
Οἱ Εἰκόνες τοῦ κειμένου ἔχει τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.