
2η Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ, Λουκᾶ ιη’ 9 – 14, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἄθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 96 – 98).
Ἡ εἰλικρινής καί γνησία ἀπόφασι χωρίς κανένα ἐκβιασμό ἐξωτερικοῦ παράγοντος νά ἀφιερωθῇ κανείς στό Θεό καί νά δίνῃ τή μαρτυρία μέ ἔργα καί λόγια ὅτι μόνον ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, ἀλλά καί στή ζωή τῆς ἀληθείας γαλήνευσι τοῦ πνεύματος καί ἡ πραγματική χαρά, εἶναι ἐπαινετά. Γιατί ἔχει νά ἀντιπαλαίσῃ ὁ θρῆσκος ἄνθρωπος πού ἐνδιαφέρεται καί ἀφιεροῦται στό Θεό, ὅπως πολλάκις τονίζεται, καί πρός τήν ἴδια του σάρκα, καί πρός τήν ἐπί τά πονηρά ροπήν τοῦ μυαλοῦ του, καί πρός τῆς καρδιᾶς του τίς ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες, καί πρός τόν, ποικίλης συνθέσεως, κόσμο, τοῦ ὁποίου τό φρόνημα ἀντιτίθεται πρός τό φρόνημα τοῦ Θεοῦ. Τό φαινόμενο ὅμως πού παρουσιάζει ὁ Φαρισαϊσμός στό πρόσωπο τοῦ Φαρισαίου τῆς παραβολῆς ἐμβάλλει σέ σκέψεις καί τόν κάθε καλοπροαίρετον ἄνθρωπο, τό θεοφοβούμενο, ἄν ὅλοι οἱ θρῆσκοι, οἱ αφιερωμένοι στό Θεό μέ τό σύνηθες φιλακόλουθον, τάς τυπικάς τακτάς προσευχάς των, τήν πρός τό θεαθῆναι ἐλεημοσύνη τους, τή συνέπειά τους πρός τίς ἐπιταγές τῶν νόμων τῆς Πολιτείας, εἶναι καί ἀπόδειξι γνησίας θρησκευτικότητος καί ἀρετῆς ὅπως ἐπιβάλλεται γιά μᾶς τοὐλάχιστον τούς Χριστιανούς ἀπό τόν εὐαγγελικό νόμο.
Ἡ παραβολή πού ἀνταποκρίνεται σέ μιά μόνιμη κατάστασι στήν ψυχή πολλῶν θρήσκων καί μάλιστα Ταγῶν, εἶναι μιά φωνή ἐλεγκτική στά βάθη τῆς συνειδήσεώς μας ἄν καί κατά πόσον εἵμεθα ἐν τάξει πρός τό ντῦμα πού ἐφορέσαμε τοῦ θρήσκου, τοῦ ἐγκρατοῦς, τοῦ ἐξ ὅρκου καί ὁμολογίας, τοῦ σφραγισθέντος καί μέ τήν κοινωνικήν ἀναγνώρισι σεβαστοῦ προσώπου. Γιατί δέν ἀρκεῖ μιά τυπική θρησκευτικότης ἤ ἡ ἰδιότης τοῦ μοναχοῦ, ἤ, γενικά, κληρικοῦ μικροῦ ἤ μεγάλου βαθμοῦ, οὔτε καί ἡ διακριτική θέσι του μέσα στήν Ἐκκλησία καί τήν Κοινωνία, ὅπως δέν ἀρκοῦν ἀγρυπνίες, ἀποδημίες σέ ἱερούς τόπους, ἤ ἠθικολογίες, ὅσον ἐπιβάλλεται ἐφ’ ἑνός μέν ἐσωτερική πληροφορία καί ἡ γενική κοινωνική ὑπόληψι, ἀφ’ ἑτέρου δέ καί κυρίως, τά σημάδια τῆς ἁγιότητος τοῦ θρήσκου, πού εἶναι, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί τό ξερρίζωμα τοῦ ἐγωισμοῦ καί ἡ ἐξουθένωσι τῶν ἀτομικῶν συμφερόντων ἐν συνδυασμῷ μέ τή χριστιανική ταπείνωσι καί μέ τήν ἔννοια τῆς συναισθήσεως τῶν ἀτελειῶν μας.
Συμβαίνει, τίς περισσότερες φορές, νά παρατηρῆται σέ θρήσκους ἀνθρώπους μιά ἀντινομία: δηλαδή μιά ἀντίθεσι μεταξύ πίστεως θεραπευομένης μέ θρησκευτικούς τύπους, καί τῆς ζωῆς στόν πρακτικό τομέα, ὅλως ἀντιθέτου πρός τή βουλή τοῦ Θεοῦ τῆς λατρείας μας. Καί ψεύδη, καί ἰδιοτέλεια, καί ἐγωισμοί καί μνησικακία καί κάθε πάθος πού μόνον σέ ἀκατηχήτους τελείως ἀνθρώπους, κοσμικούς, πού εὑρίσκονται σέ ἀπόλυτη ἄγνοια, δικαιολογοῦνται. Καί διερωτᾶται κανείς μετ’ ἀγανακτήσεως περί τῆς σκοπιμότητος τοῦ θρησκεύειν, ἀφοῦ τοῦτο γίνεται καί παγίδα καί ἀπάτη καί μέσον ἐκμεταλλεύσεως ἀφελῶν θρήσκων, ὅπως συνέβαινε μέ τήν φαρισαϊκή κάστα, τῆς ὁποίας τήν ἀνήθικη διαγωγή ἐμαστίγωσε καί ἐταλάνισε δριμύτατα αὐτός ὁ Κύριος πολλάκις σάν μιά διαμαρτυρία τῆς βαναύσως πληττομένης μέ τήν ὑποκρισία ἀρετῆς. Αὐτή ἡ θρασύτης τοῦ Φαρισαϊσμοῦ ξεπερνᾷ καί τῶν παραστρατημένων γυναικῶν τήν ἀναίδεια καί αὐθάδη συμπεριφορά, προκαλεῖ δέ εὐλόγως τήν ἀγανάκτησι καί αὐτῶν τῶν κοσμικῶν κύκλων πού εἶναι θρησκευτικῶς ἀδιάφοροι, γιατί δέν μποροῦν νά φαντασθοῦν ἀτιμαζόμενο τό Θεό ἀπό τούς κατ’ ἐπίφασιν θρήσκους.
Ὁ θρῆσκος ὑποκριτής φέρει τό ντῦμα τῆς ὁσιότητος, ἐνῶ εἶναι ἀνόσιος, γιά νά ἀπατήσῃ. Εἶναι τύπος ἐγκληματικός, καί περισσότερον ἐπίφοβος καί ἐπικίνδυνος, καί ἀπό αὐτούς τούς κοινούς ἐγκληματίας, ὅπως τά κρυφόσκυλα πού δέν γαυγίζουν συνεχῶς. Εἶναι ἕνα καί κοινωνικῶς ἀπόβλητον ὑποκειμένο καί κάνει τό μεγαλείτερο κακό στή γνησία θρησκευτικότητα τῶν ἄλλων, τούς ὁποίους παίρνει ἡ «μπάλα» τῆς κατακρίσεως, γιατί δέν μπορεῖ μιά Κοινωνία μέ χωρίς φωτισμό καί γνήσια θρησκευτικά βιώματα νά πιστέψῃ ὅτι ὑπάρχουν καί Χριστιανοί πού εἶναι τό φῶς καί τό ἁλάτι μέσα στό σκοτεινό καί σάπιο κόσμο πού βρίσκεται σέ ἀποσύνθεσι, ἕτοιμοι νά δώσουν καί μέ τήν ἀτομική τους θυσία τήν περί τοῦ Ἰησοῦ, ὡς Θεανθρώπου, μαρτυρίαν, ὅπως διδάσκει ἡ Ἱστορία τῶν κατακομβῶν. Ἡ παραβολή εἶναι χαρακτηριστική τῆς ἀπαρεσκείας τοῦ Θεοῦ πρός τή διαγωγή τῶν ὑποκριτῶν, καί μιά ἔμμεσος προειδοποίησι πρός ὅλους τούς «θρήσκους» ἀπατεῶνες πού γίνονται καί αἰτία νά σκανδαλίζωνται πολλοί καί νά μή πλησιάζουν τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

(1904 – 1992)
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.