M

Close

Ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ

            Ἀνάλυσις τοῦ Ἀποστόλου πρός Εβρ 11, 9 – 10, 32 – 40 τῆς Κυριακῆς ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ, ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ». (Σελ. 300 – 306).

«…..Ἐξεδέχετο γάρ (ὁ Ἀβραάμ) τήν τούς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καί δημιουργός ὁ Θεός» (Ἑβρ. 11, 10).

            Γιά πολλά πρόσωπα, ἀγαπητοί μου, μιλάει ὁ σημερινός Ἀπόστολος. Εἶναι πρόσωπα πού ἀνήκουν στόν κόσμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅλα τά πρόσωπα αὐτά ἔζησαν πρό Χριστοῦ, σέ χρόνια μεγάλης ἀπιστίας καί διαφθορᾶς, καί ὅλα μέ λαχτάρα περίμεναν νά ἔρθῃ ὁ Χριστός γιά νά σώσῃ τόν κόσμο. Μιά βαθειά πίστι διέκρινε τά πρόσωπα αὐτά τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀλλ’ ἀπ’ ὅλα τά πρόσωπα, πού ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος στό 11ο κεφάλαιο τῆς πρός Ἑβραίους ἐπιστολῆς, ἐκεῖνο τό πρόσωπο πού ὑπερέχει εἶναι ὁ Ἀβραάμ.

            Ὁ Ἀβραάμ εἶναι ὁ ἀρχηγός τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους, ὁ πατέρας, ὁ πατριάρχης ὅλων τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ Ἀβραάμ εἶναι ἡ ρίζα τοῦ μεγάλου δέντρου, ἀπ’ τό ὁποῖο βγήκε καί τό πιό όμορφο λουλούδι, πού σκορπίζει μέχρι σήμερα τό ἄρωμα του καί ζωογονεῖ τόν κόσμο· τό λουλούδι αὐτό εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτός, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας τίς ἅγιες αὐτές μέρες, εἶναι τό «ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί», ὁ δέ Ἰεσσαί ἦταν κι αὐτός ἕνας ἀπόγονος τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ. Γιά τόν Ἀβραάμ λοιπόν, αὐτό τό μεγάλο ἄνδρα, πού τιμοῦν μέχρι σήμερα ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί καί οἱ ἑβραῖοι, ἀλλά κι αὐτοί οἱ μωαμεθανοί, ἀξίζει νά ποῦμε κ’ ἐμεῖς σήμερα λίγα λόγια.

            Ὁ Ἀβραάμ εἶναι ἀξιοθαύμαστος. Ἀξιοθαύμαστος γιά ὅλες τίς ἀρετές πού εἶχε, ἀλλ’ ἰδίως ἀξιοθαύμαστος γιά τήν πίστι του. Ἡ πίστι τοῦ Ἀβραάμ δέν ἦταν σάν τήν πίστι τή δική μας, μικρή, ἀδύνατη καί χλιαρή, πού στό πρῶτο ἐμπόδιο λυγίζει καί πέφτει· ἡ πίστι τοῦ Ἀβραάμ ἦταν μιά πίστι μεγάλη, δυνατή κι ἀκλόνητη, ἦταν μιά πίστι βουνό.

            Ὁ Ἀβραάμ δέν ἔζησε σέ μιά χώρα ὅπου οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στό Θεό·ζοῦσε σέ μιά χώρα πού ὅλοι οἱ κάτοικοί της ἦταν εἰδωλολάτρες. Ὁ πατέρας του ἦταν κι αὐτός εἰδωλολάτρης. Ἀλλ’ ὅταν ὁ ἀληθινός Θεός ἀπ’ τά ἑκατομμύρια τῶν ἀνθρώπων διάλεξε τόν Ἀβραάμ σάν διαμάντι πολύτιμο γιά νά τόν κάνῃ ἀρχηγό ἑνός νέου κόσμου, κόσμου πού θά πίστευε στόν ἀληθινό Θεό, καί γι’ αὐτό τό μεγάλο σκοπό τόν κάλεσε ν’ ἀφήσῃ τήν πατρίδα του καί νά πάῃ νά κατοικήσῃ ἐκεῖ πού θά τοῦ ἔδειχνε, ὁ Ἀβραάμ δέν ἔδειξε καμμιά ἀμφιβολία καί δισταγμό. Πίστεψε ἐξ ὁλοκλήρου στά λόγια τοῦ Θεοῦ καί ὑπάκουσε στή διαταγή του. Κ’ ἔφυγε ἀπό τήν πατρίδα του, καί πολλά χρόνια περιπλανιώταν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἕως ὅτου ἔφτασε στό μέρος πού τοῦ ὥρισε ὁ Θεός.

            Ἀλλά κι ὅταν ἔφτασε στό μέρος αὐτό, στή γῆ τῆς ἐπαγγελίας, πού εἶχε πλούσια τά ὑλικά ἀγαθά, ἡ καρδιά τοῦ Ἀβραάμ δέν προσκολλήθηκε σ’ αὐτά, δέν λάτρεψε τήν ὕλη ὅπως ὁ κόσμος ὅλος. Ἡ καρδιά τοῦ Ἀβραάμ ἦταν δοσμένη στόν ἀληθινό Θεό. Αὐτόν πίστευε, αὐτόν ἀγαποῦσε, αὐτόν λάτρευε. Παραπάνω ἀπ’ τή γυναῖκα του καί παραπάνω ἀπ’ τό μονάκριβο παιδί του, τόν Ἰσαάκ, ἀγαποῦσε τό Θεό. Καί τόν ἀγαποῦσε ὄχι μόνο μέ λόγια, ἀλλά μέ πράξεις καί ἔργα. Ἦταν ἕτοιμος νά θυσιάσῃ τό παιδί του χάριν τῆς ἀγάπης του πρός τό Θεό. Ὅλα τά πρόσωπα καί τά πράγματα πού ἔβλεπε στή γῆ αὐτή τά ἀγαποῦσε σάν δημιουργήματα καί πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κανένα ἀπ’ αὐτά δέν τό ἔκανε Θεό. Πίστευε, ὅτι ὅλα αὐτά, ὁσοδήποτε χρήσιμα καί ἀγαπητά κι ἄν εἶναι, εἶναι προσωρινά. Μόνιμο καί αἰώνιο καί ἀθάνατο ἀγαθό εἶναι ὁ Θεός. Ἡ καρδιά του ἦταν στραμμένη πρός τά ἄνω, πρός τόν οὐρανό. Ὁ οὐρανός εἶναι ἡ αἰώνια πατρίδα, καί σ’ αὐτήν ποθοῦσε νά πάῃ, γιά νά ‘νε πάντα μαζί μέ τό Θεό. Ὑπάρχει τίποτε ἄλλο ἀνώτερο ἀπ’ αὐτό, νά ‘νε μαζί μέ τό Θεό, νά ζῇ κοντά του, νά τόν βλέπῃ καί ν’ ἀπολαμβάνῃ τήν ἀγάπη του;

            Αὐτά πίστευε ὁ Ἀβραάμ, καί γι’ αὐτό δέν προσκολλήθηκε στά ὑλικά πράγματα. Δέν ἔχτισε παλάτια καί μέγαρα, δέν ζοῦσε μέσα στήν πολυτέλεια. Σπίτι του ἦταν μιά σκηνή, ἕνα τσαντίρι, σάν κι αὐτά τά τσαντίρια πού στήνουν οἱ γύφτοι, καί σήμερα εἶναι ἐδῶ κι αὔριο σηκώνουν τό τσαντίρι καί πηγαίνουν παρακάτω, καί κανένας τόπος δέν εἶναι μόνιμη κατοικία τους. Ἔτσι ζοῦσε ὁ Ἀβραάμ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Κάτω ἀπό σκηνές, λέει ὁ σημερινός Ἀπόστολος (Εβρ. 11, 9), ζοῦσε ὁ Ἀβραάμ, καί περίμενε ἕναν ἄλλο κόσμο, τήν πόλι τοῦ Θεοῦ, στήν αἰώνια ζωή καί βασιλεία.

            Ἀβραάμ ζοῦσε μέσα σέ τσαντίρι.

            – Καί λοιπόν τί θέλεις νά πῇς; Θέλεις κ’ ἐμεῖς, ὅπως οἱ τσιγγάνοι, νά ζοῦμε σέ τσαντίρια……

            Ὄχι τέτοιο πρᾶγμα. Δέν σοῦ λέω νά κατοικήσῃς κάτω ἀπό σκηνές σάν τόν Ἀβραάμ. Ἡ θρησκεία δέν σοῦ ἀπαγορεύει νά χτίσῃς ἕνα σπιτάκι, νά μαζέψης τήν οικογένειά σου καί νά ζήσῃς μέ κάποια ἄνεσι· ἐκεῖνο πού σοῦ ἀπαγορεύει εἶναι νά δίνῃς ὅλη τήν καρδιά σου στά ὑλικά πράγματα καί νά νομίζῃς πώς στά ὑλικά πράγματα ὑπάρχει ἡ χαρά κ’ ἡ εὐτυχία.

            Μπορεῖ νά ζῇς μέσα σ’ ἕνα τσαντίρι, κι ὅμως, ἄν ἔχῃς ἀγάπη μέ τή γυναῖκα καί τά παιδιά σου, νά εἷσαι ὁ πιό εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου· καί μπορεῖ νά ζῇς μέσα σ’ ἕνα παλάτι σάν ἄρχοντας καί βασιλιᾶς, κι ὅμως, ἄν δέν ἔχῃς ἀγάπη μέ τή γυναῖκα καί τά παιδιά σου, νά εἷσαι ὁ πιό δυστυχισμένος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι καρδιά καί ὄχι οἰκόπεδα, ντουβάρια, αὐτοκίνητα, ἐργοστάσια καί μηχανές. Ἔχεις δώσει τήν καρδιά σου στό Θεό; Εἷσαι εὐτυχής. Δέν ἔχεις δώσει τήν καρδιά σου στό Θεό, ἀλλά τήν ἔχεις δώσει στά πρόσωπα καί στά πράγματα τοῦ κόσμου; Κι ἄν σήμερα νομίζῃς πώς εἷσαι εὐτυχής, θά ‘ρθῃ μέρα πού θά κλάψῃς. Ἔρχεται κάποιος πού σοῦ τά παίρνει ὅλα· εἶναι ὁ θάνατος. Τί μένει, ἀγαπητέ, στόν κόσμο αὐτό μόνιμο καί σταθερό;

            Ρίξε μιά ματιά στήν πόλι ἤ στό χωριό πού κατοικεῖς. Δές ὄχι τίς καλύβες τῶν φτωχῶν, ἀλλά τά μέγαρα τῶν πλουσίων, πού μέ τόσο κόπο τά ἔχουν χτίσει. Σέ ῥωτῷ· ποιοί καθόντουσαν πρίν ἀπό 50 χρόνια στά μεγάλα αὐτά σπίτια, καί ποιοί κατοικοῦν σήμερα; Ἁλλοίμονο! Δέν κατοικοῦν πιά στά σπίτια αὐτά ἐκεῖνοι πού τά χτίσανε. Αὐτοί κάπου ἀλλοῦ κατοικοῦν τώρα· κατοικοῦν στό νεκροταφεῖο· κατοικοῦν σ’ ἕνα μικρό σπιτάκι πού εἶναι δυό μέτρα τό μῆκος του καί μισό μέτρο τό πλάτος του· κατοικοῦν μέσ’ στά μνήματα, ὄχι βέβαια οἱ ψυχές τους, ἀλλά τά κορμιά τους, πού κι αὐτά σέ λίγο θά γίνουν στάχτη. Πόσο σωστά σκεπτόταν ἕνας καλόγερος, πού στό κελλί του εἶχε γράψει μέ μεγάλα γράμματα ἕνα ρητό, γιά νά τό διαβάζῃ κάθε μέρα καί νά θυμᾶται τή ματαιότητα τοῦ κόσμου· «Κελλίον μου κελλίον μου, σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου, καί οὐδέποτέ τινος».

            Οἱ ἀστροναῦτες, πού μέ τά διαστημόπλοιά τους πετοῦν καί πηγαίνουν στό φεγγάρι, ἀπό ‘κεῖ ψηλά βλέπουν τή γῆ πολύ μικρή, σάν μιά μικρή σφαῖρα, σάν μιά μπάλλα πού παίζουν τά παιδιά. Κι ἄν πετάξουν πιό ψηλά, φαίνεται ἀκόμα πιό μικρή. Ἡ γῆ, μέ ὅλες τίς μεγάλες πολιτεῖες καί τά κράτη της, μέ ὅλα τά ἀγαθά της, εἶναι ἕνας κόκκος ἄμμου. Καί γι’ αὐτόν λοιπόν τόν κόκκο τῆς ἄμμου, πού κι αὐτός θά κατακαῇ μιά μέρα (βλ. Β’ Πέτρ. 3, 10), τόση κακία, τόσα μίση, τόση μοχθηρία, τόσοι πόλεμοι, τόσα αἵματα, τόσα δάκρυα; Ἀσφαλῶς ὁ κόσμος πού βρίσκεται μακριά ἀπ’ τό Θεό φαίνεται πώς τρελλάθηκε καί λάτρεψε τήν κτίσι καί ὄχι τόν Κτίσαντα, τόν Δημιουργό τοῦ παντός.

            Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί!

            Ἕως πότε θά ἔχουμε τά μάτια μας καρφωμένα ἐδῶ στό μάταιο καί ἁμαρτωλό κόσμο; Μᾶς φωνάζει σήμερα ὁ Ἀβραάμ, μᾶς φωνάζουν χιλιάδες ἅγιοι, μᾶς φωνάζει ἡ Ἐκκλησία μας· «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Μποροῦμε κ’ ἐμεῖς νά φτάσουμε στόν οὐρανό καί νά πᾶμε πιό ψηλά ἀπό ‘κεῖ πού πῆγαν οἱ ἀστροναῦτες· σ’ ἕνα κόσμο ἄυλο καί πνευματικό.

            Δρόμο, λεωφόρο πρός τόν οὐρανό, ἄνοιξε ὁ Χριστός. Καί ὁ δρόμος αὐτός ὀνομάζεται ὁδός μετανοίας. Πιστέψτε, μετανοῆστε, καί σωθῆτε, ἀδελφοί.

Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Ν. Καντιώτης

20Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010



Related Posts

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...

Ἡ αἰώνιος ζωή

Ἡ αἰώνιος ζωή

          Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Ἰωάν. 17, 1 – 13), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 49). «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν...