
2η. Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΚΥΡΙΑΚΗ Ι’ ΛΟΥΚΑ (Συγκύπτουσας) Λουκ. ιγ’ 10 – 17, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 425 – 427).
Δεκαοκτώ χρόνια σωματικῆς κυρτώσεως μιᾶς γυναῖκας πού δέν μποροῦσε νά σηκώσῃ τή ράχη της καί τό κεφάλι της καθόλου χωρίς τήν ἐλπίδα θεραπείας, ἐτράβηξε τοῦ Κυρίου τήν εὐσπλαγχνία καί ἔτσι μπῆκε τέρμα σ’ αὐτό της τό μαρτύριο. Σατανική ἐπήρεια, δεκαοχτάχρονη ὑπομονή χωρίς γογγυσμούς, θεραπεύουσα προσφώνησις: «Γύναι ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου». Καί εὐθύς μέ τήν ἐπίθεσι τῶν χειρῶν τοῦ Ἰησοῦ ἐπί τῆς ράχεως τῆς συγκυπτούσης «ἀνωρθώθη καί ἐδόξαζε τόν Θεόν». Ἡ ἀσθένεια της, κατά τήν ὁμολογία τοῦ Κυρίου, ἦταν ἔργο τοῦ διαβόλου, τό ὁποῖον κατέλυσεν ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό καί ἦλθε: «ἵνα καταλύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου» Α’ Ἰωάν. γ’ 2. Δυό ἀκραίες ἀντιθέσεις πού δείχνουν τήν ὕπαρξι τοῦ πονηροῦ κακοποιοῦ πνεύματος καί τήν κακοποιό δρᾶσι του, σέ βαθμό πού θά ἐπιτρέψῃ ὁ Θεός, ἀλλά καί τοῦ Χριστοῦ τήν ἐξουσιαστική δύναμι πρό τῆς ὁποίας εἶναι ἀνίσχυρος ὁ κακοποιός δαίμων. Πρόκειται περί μιᾶς ἀξιοπροσέκτου περιπτώσεως πού πρέπει νά σημειώσῃ κανείς καλά στό μυαλό του καί πού ἀνατρέπει τούς λόγους τῆς ἀπιστίας σέ πονηρά κακοποιά πνεύματα. Τοῦτο, γιατί δηλοῦται ἀπό τά χείλη τοῦ Θεανθρώπου ὅτι τή συγκύπτουσα «ἔδησεν ὁ σατανᾶς ἐπί δέκα καί ὀκτώ ἔτη». Ἡ πρώτη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὑπάρχουν ὡς ζωντανές δυνάμεις καί κακοποιοῦν τούς ἀνθρώπους πού αποσυνδέονται ἀπό τό Θεό, τά πονηρά πνεύματα. Ἡ δεύτερη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Σαρκωθείς Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι Θεός ἄμα καί ἄνθρωπος μέ θεϊκή δύναμι καί ἐξουσία, καταλύτης τῶν ἔργων τοῦ σατανᾶ.
Ἠγέρθη ἐκ μέρους τοῦ Ἀρχισυναγώγου θέμα ὄχι αὐτοῦ τούτου τοῦ θαύματος, πού καί ὁ ἴδιος ἔλαβε προσωπική πεῖρα, ἀλλά τῆς ἡμέρας πού ἔγινε τό θαῦμα, ἐπειδή ἀπηγορεύετο κατά τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου τό «ἐργάζεσθαι». Αὐτοῦ τοῦ Σαββάτου φρουρός ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος καί κατ’ ἐπάγγελμα καί καθῆκον ἐπενέβη καί κατέκρινε τήν πρᾶξι, τήν ὁποία ἐθεώρησε «ἐργασία». Καί ὑποκριτικά ἀγανάκτησε ἀντί νά ἐντυπωσιασθῇ ἀπό τό γεγονός καί νά γονατίση πρό τοῦ θαυματουργοῦ. Καί ἐλέγχει τούς θεραπευομένους κατά Σάββατον. Ἀλλ’ ὁ Μωσαϊκός Νόμος ἦταν ξεκάθαρος. Ὡμιλοῦσε περί «ἐργασίας» καί ὄχι περί φιλανθρωπίας, περί εὐποιίας. Ὡς ἐργασία νοεῖται μιά ἐνέργεια ἐπαγγελματικῆς φύσεως πού προσπορίζει ἀγαθά ὑλικά γιά τόν ἐργαζόμενο. Ὁ Θεός ἐνομοθέτησε ἕξ ὁλόκληρες ἡμέρες γιά τήν ἱκανοποίησιν ὑλικῶν ἀναγκῶν, καθιέρωσε δέ τήν «ἑβδόμην» ὡς ἡμέρα τῆς καρδιᾶς, ἤτοι τῆς προσευχῆς καί ἔργων καλωσύνης. Τό πρῶτον σημαίνει ψυχική αὐτοσυγκέτρωσι, περισυλλογή καί ἀνάτασι γιά νά λάβῃ τή λυτρωτική Χάρι πού ἀναπαύει τό πνεῦμα καί ξεκουράζει τό καταπεπονημένο σῶμα λόγῳ τῆς συνεχοῦς ἐργασίας γιά τήν ἐξασφάλισι τῶν πρός τό ζῆν ἀναγκαίων. Τό δεύτερο εἶναι ἀπόδειξι αἰσθημάτων ἀνθρωπισμοῦ πρός τόν πάσχοντα ἀδελφόν. Ἔτσι τό Σάββατο, δηλαδή αὐτή ἡ καθιερωμένη ἀπό τόν Θεό ἀργία, ἐθεσμοθετήθη γιά τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιά τό Σάββατο ἤ Κυριακή γιά τούς Χριστιανούς.
Ἐδῶ ὁ ἀρχισυνάγωγος πού ἀγανακτήσε γιατί τό Σάββατον ἐδέχοντο τή θεραπεία, ἀντί νά λογικευθῇ καί νά ἐκμεταλλευθῇ τήν περίπτωσι καί νά πιστέψῃ, λόγῳ τῆς μειονεκτικῆς του θέσεως ἔναντι τοῦ θαυματουργοῦ Ἰησοῦ, ὑποκρίνεται αὐστηρά ἐποπτεία πρός τήρησιν τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου, γιά νά δεχθῇ ὅμως τόν ἀποστομωτικόν ἔλεγχο μέσῳ τῶν λογικωτάτων ἐρωτήσεων πού ἀπηύθυνεν ὁ Χριστός γιά ν’ ἀπαντήσῃ. Τοῦτο σημαίνει ὅτι ὁ ἀρχισυνάγωγος δέν ἀγανάκτησε γιά τήν καταστρατήγησι τοῦ Νόμου περί ἀργίας τοῦ Σαββάτου, ποὺ, στό κάτω τῆς γραφῆς, δέν ἦταν ὑπεύθυνος ὁ θεραπευόμενος λαός ἀπό τίς ἀρρώστειες του, ἀλλ’ ἀπό φθόνο κινούμενος εἶπε τά ὅσα πικρά καί ἀνεδαφικά, σάν ἐπαγγελματίας, μέ προφάσεις ἁμαρτωλές. Δέν εἶχε τό θάρρος νά αντιμετωπίση τόν θαυματουργό κατά πρόσωπον, γιατί τά ἐλατήριά του ἦσαν ἁμαρτωλά. Τό βόϊδι ἤ ὁ ὄνος ἐπετρέπετο νά ποτισθοῦν τό Σάββατο γιά νά μή ψοφήσουν ἀπό τή δίψα καί προειδοποιοῦσαν τό ἀφεντικό μέ μουγκρίσματα καί ὀγκανίσματα· δέν ἐπετρέπετο ὅμως, κατά τόν Ἀρχισυνάγωγο, νά ἀπαλλαγῇ τῆς σατανικῆς κατάρας ἡ συγκύπτουσα! Ὁ φθόνος πού ὡς νόσημα προκαλεῖ ψυχικό πυρετό, ἀχρηστεύει καί τή λογική τοῦ φθονεροῦ καί τόν ἐκθέτει καί δημοσία, πρός μεγάλη του καταισχύνη.
Ἡ ἀναγνώρισι τῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἄλλου καί στόν κοινωνικό τομέα, κάνει καὶ τόν ἀναγνωρίζοντα ὑπέροχο, γιατί καί αὐτός εὐθυγραμμίζεται μέ ἐκεῖνον τόν ὁποῖον πρέπει νά θαυμάζῃ καί νά μακαρίζῃ γιά ὅτι καλό, ὡραίο καί ὠφέλιμο ἐπιτελεῖ. Ἐάν ἔλειπεν ὁ φθόνος καί οἱ μικρότητες ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀσφαλῶς θά εἴχαμε μεγαλύτερη πρόοδο σ’ ὅλους τούς τομεῖς, γιατί ἡ φιλοτιμία καί ἡ ἅμιλλα εἶναι ἀδιάβλητα ψυχολογικά καί κοινωνικά φαινόμενα καί μιά ἀκατάβλητη δύναμις ἠθική, πρός ἐπιτέλεσιν ἔργων ἀγαθῶν.

(1904 – 1992)
Ἡ Εἰκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.