M

Close

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ

            Κανένα πρᾶγμα, τοῦ ὑλικοῦ ἤ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, δέν τόλμησε κανείς ποτέ νά τ’ ὀνομάσει Θεό. Οἱ παλιές ἀπόπειρες κατέληξαν ὅλες στήν εἰδωλολατρία. Πόσο ἅγια, πόσο ἱερή καί ὑψηλή πρέπει νά εἶναι ἡ ἔννοια καί ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης, γιά νά ὀνομάζεται μέ τ’ ὄνομά της ὁ ἴδιος ὁ Θεός στό Εὐαγγέλιο! «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί». Μά ὅπως ὅλα τά ἅγια πράγματα, ἅμα τά πιάσει ὁ ἄνθρωπος στά χέρια του, ἤ τά «ρίπτει τοῖς κυσί» ἤ τούς ἀλλάζει, κατά ἕναν ἀχαρακτήριστο τρόπο, τήν ἔννοια καί τό χαρακτῆρα, ἀνάλογα μέ τήν προσωπικήν ἁμαρτωλότητα καί τή διαστροφή του, ἔτσι ἔγινε καί μέ τήν ἀγάπη. Ἔχει ἀραιώσει τόσο πολύ ἡ οὐσία της, γιά πολλούς συγχρόνους μας, κ’ ἔχει πάθει τόσες ἀλλοιώσεις, πού ἔχει γίνει ἀγνώριστη. Ἔχει ἐκφυλιστεῖ ἀπό τή συνεχῆ της ἀναφορά κ’ ἔχει χάσει τή θέση, στήν ὁποία τήν ἔβαλε ὁ Θεός, ὅταν «ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης» ἵδρυσε τήν ἐπί γῆς Ἐκκλησία του. Αὐτός εἶναι ὁ κύριος λόγος, πού παραμορφώνουμε, καί μέ τό λόγο καί μέ τή διδασκαλία μας, τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ: πέσαμε ἔξω, ἀλίμονο, στό μεγάλο θέμα, τό βασικώτερο θέμα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ, στό θέμα τῆς ἀγάπης. Καί ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, εἶναι εὐνόητος ὁ λόγος, γιατί πολλοί ἄνθρωποι κουμπώνονται καί δυσπιστοῦν ὅταν βλέπουν καί σέ αὐτούς ἀκόμα πού περνοῦνε γιά ἐκλεκτοί τῶν ἐκλεκτῶν, (ἄς ἐπιτραπεῖ ἡ ἔκφραση, πού χαρακτηρίζει τήν ἔπαρσή τους: γιά χριστιανοί «πρώτης ποιότητος»), ὅταν βλέπουν στούς ἀνθρώπους πού ἔχουν τόν ἑαυτό τους γιά «ἠλεημένο», ἤ βεβαιότατα «σεσωσμένον» (κι ὄχι σάν τούς ἄλλους, πού βρίσκονται στά σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας), νά μήν ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους, ἄρα νά μήν ἔχουν Θεό. Εἶναι βαρύς ὁ λόγος, ἀλλά εἶναι τοῦ Εὐαγγελίου, καί πρέπει ὄχι μόνο νά τόν ἀκοῦμε, ἀλλά νά τόν βαστάζουμε μέ ὑπομονή καί ταπείνωση· καί νά παρακαλοῦμε τό Θεό νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ, ἀκόμα καί μέ τή μορφή τῶν δοκιμασιῶν καί τῶν πειρασμῶν, νά διώξει ἀπό μέσα μας τόν ἐγωισμό καί τό διαβολοκίνητο μῖσος γιά τόν ἀδελφό μας, καί νά μᾶς φέρει τήν ἀγάπη: δηλ. νά ἔρθει Ἐκεῖνος νά κατοικήσει μέσα μας γιά πάντα.

            Τό θέμα, βέβαια, εἶναι τεράστιο, ὅσο κ’ ἡ ἀγάπη. Ὅμως ἄς προσπαθήσουμε νά ἰδοῦμε αὐτό τό παντοδύναμο ὅπλο τοῦ χριστιανοῦ, πού λέγεται ἀγάπη, ποιά πράγματα ἤ πρόσωπα ἔχει γιά στόχους του. Πάνω ἀπ’ τή δική μας ἀδολεσχία καί δοκησισοφία, σταθεροί ὁδηγοί εἶναι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας μας, πού ὅσα ἔγραψαν γιά τήν ἀγάπη, δέν ἦταν ἀποκύημα ξερῆς, στεγνῆς σοφίας τοῦ ἐγκεφάλου, ἀλλά καρπός ἁγίας πείρας, δοκιμασμένης σέ ὅλη τή ζωή τους, πάνω στό ἄσβηστο καμίνι τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης.

* * *

            Κατά τούς ἁγίους Πατέρας, τρεῖς εἶναι οἱ στόχοι ὅπου μπορεῖ νά σκοπεύει κανείς μέ τήν ἀγάπη του: ὁ ἑαυτός του, ὁ πλησίον του καί ὁ Θεός. Μά, ὅπως μέ τά ὅπλα, πού χρησιμοποιοῦν οἱ ἄνθρωποι στούς πολέμους, χρειάζεται πολύ προσοχή γιά νά μήν ἔχουμε δυστυχήματα, ἔτσι καί στά πνευματικά ὅπλα, χρειάζεται μεγάλη προσοχή, πεῖρα καί τέχνη, γιά νά βροῦν μέ τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ τό στόχο τους. Γι’ αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ζητάει νά τόν φωτίσει ἡ ἀγάπη ν’ ἀνεβεῖ, ὅπως ἐπιθυμεῖ μ’ ὅλη τή δύναμη τοῦ πνεύματός του πρός αὐτήν: «ἀγάπη προφητείας χορηγός· ἀγάπη, τεράτων παρεκτική· ἀγάπη, ἐλλάμψεως ἄβυσσος· ἀγάπη, πηγή πυρός, ὅσον ἀναβλύσει, τοσοῦτον τόν διψῶντα καταφλέξει· ἀγάπη, ἀγγέλων στάσις, προκοπή ἀνθρώπων· ἀπάγγειλον ἡμῖν, ὦ καλή ἐν ἀρεταῖς, ποῦ ποιμαίνεις τά πρόβατά σου; ποῦ κατασκηνοῖς ἐν μεσημβρίᾳ; φώτισον ἡμᾶς· πότισον ἡμᾶς· ὁδήγησον ἡμᾶς· χειραγώγησον ἡμᾶς· ἐπειδή πρός σέ ἀναβαίνειν βουλόμεθα». Δηλαδή: ἡ θεϊκή ἀγάπη χαρίζει «εἰς τούς προφήτας τήν προφητείαν. Ἡ ἀγάπη δίδει ὅλα τά χαρίσματα καί θαυμάσια. Ἡ ἀγάπη εἶναι μία μεγάλη λάμψις. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἕνα καμίνι καί βρύση τῆς φωτιᾶς, ὁπού ὅσον ἀναβρεῖ εἰς τήν καρδίαν τόσον καίει περισσότερον ἐκεῖνον ὀπού τήν ἔχει. Ἡ ἀγάπη εἶναι μία στερεά στάσις τῶν ἀγγέλων, ὀπού τούς δυναμώνει νά μή ξεπέφτουσι, καί μία ἀσκόλαστη προκοπή καί ξεκούρασις παντοτινή τῶν ἀγαπημένων τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά εἰπέ μας, ὦ καλή εὐμορφοστολισμένη βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, ποῦ βόσκεις τά πρόβατά σου καί τούς καλούς καί ἥμερους δούλους τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Κυρίου μας; Καί ποῦ καί εἰς ποῖον δένδρον, εἰς τήν θερμήν φλόγα τοῦ ἡλίου κοιμᾶσαι τό μεσημέρι καί ἀναπαύεσαι; παρακαλοῦμεν σε νά φανῆς νά μᾶς φωτίσῃς καί νά μᾶς μιλήσῃς, καί νά μᾶς ποτίσῃς ἀπό τό γλυκύτατον καί ἀθάνατον πιοτόν τῆς βρύσης σου». Καί συνεχίζει: «Ὦ, χρυσή κορυφή ὁλονῶν τῶν ἀρετῶν, δέν ἠμποροῦμεν πλέα νά σέ καρτεροῦμεν καί νά μή σέ βλέπωμεν μέ τά μάτια μας, διατί τώρα ἐπερισσοφλόγισες τήν καρδίαν μας, καί τήν ἐκατάκαυσες, καί δέν δυνόμεσθεν πλέα νά χωροῦμεν καί νά κρατοῦμεν τήν λαύραν σου μέσα μας, διά τοῦτο τούτην τήν ὥραν ὀπού σέ ἐπαινοῦμεν, ἀνάπαυσε τήν ψυχή μας καί θεράπευσε τήν καρδίαν μας». Δίπλα ἀπ’ τό δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Α’ πρός Κορινθίους ἐπιστολῆς τοῦ ἀπ. Παύλου, μπορεῖ κανείς νά βάλει τό νέον αὐτόν ὕμνο τῆς ἀγάπης, πού βρίσκεται στόν λ’ λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὅπου, μέ θέρμη καί δυνατό ἐρωτικό πάθος, μιλεῖ γιά τήν ἀγάπη ἕνας μεγάλος μυστικός τῆς Ὀρθοδοξίας.

* * *

            Ὁ πρῶτος στόχος τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ ἑαυτός μας, ὁ στενώτερος «πλησίον» μας. Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἑαυτό μας εἶναι ἕνα μαχαίρι δίκοπο, πού ἅμα δέν ξέρει κανείς νά τό μεταχειριστεῖ σφάζεται μοναχός του. Ἡ μεγαλύτερη καί βαθύτερη θάλασσα, ὅπου χάνονται τά περισσότερα καράβια μας, πού ταξιδεύουν στό πέλαγος τῆς ζωῆς, εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη γιά τόν ἑαυτό μας. Κι ὅμως, ὁ Θεός δέν τήν ἀπαγορεύει, ἀφοῦ μᾶς εἶπε ν’ ἀγαποῦμε τόν πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτό μας. Ὁ λόγος εἶναι, ὅτι δέν ἀγαποῦμε τόν καλό, μά τόν κακό ἑαυτό μας· ὄχι τόν βαθύτερο, τόν ἐσώτερο, τόν πνευματικό, μά τόν ἐξωτερικό, τόν ὑλικό, τόν ὑποδουλωμένο στίς αἰσθήσεις καί στά γήινα συμφέροντα ἑαυτό μας ἀγαποῦμε. Ἡ ἀγάπη γιά τόν ἑαυτό μας δέν εἶναι γιά τά πνευματικά, γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας· νά τόν λύσουμε ἀπ’ τό ἅρμα τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ σατανᾶ καί νά τόν βάλουμε στό ἀγγελικό καί θεϊκό ἅρμα τῶν ἀρετῶν, ἀλλά γιά τίς ὑλικές ἀπολαύσεις καί τήν καλοπέραση, πού μᾶς ὑπόσχονται οἱ θησαυροί καί τά χρήματα πού μαζεύουμε. Κι ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, ἀγαπᾶ τά χρήματα γιά τρεῖς λόγους: ἤ ἀπό φιληδονία, γιά νά γλεντᾶ μ’ αὐτά τίς ὀρέξεις του· ἤ ἀπό κενοδοξία, νά φαίνεται καί νά δοξάζεται ἀπό τούς ἀνθρώπους· ἤ ἀπό ἀπιστία, ὅταν τά κρύβει καί τά φυλάγει, φοβούμενος τάχα, μήν ἔρθει πεῖνα, γεράματα, ἀρρώστια ἤ ταξίδι· ἐλπίζοντας περισσότερο νά σωθεῖ ἀπ’ τά χρήματα, παρά ἀπ’ τόν οὐράνιο Δημιουργό, πού προνοεῖ καί φροντίζει καί γιά τό ἄνθος τοῦ ἀγροῦ καί γιά τό γυμνό φτωχό μυρμήγκι. Ἄν ἀστοχήσει ἡ ἀγάπη στόν πρῶτο στόχο της, ὁπωσδήποτε θ’ ἀστοχήσει καί στούς ἄλλους. Γιατί, ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον ἤ πρός τό Θεό, εἶναι μιά θερμή κίνηση τῆς καρδιᾶς, μέ συμπάθεια πού νά φτάνει ὡς τή θυσία. Ἀλλά γιά ὅσους ἀγαποῦν ὑπερβολικά τόν ἑαυτό τους, αὐτή ἡ κίνηση τῆς καρδιᾶς εἶναι ἀδύνατη, γιατί, κατά τό λόγο τοῦ Εὐαγγελίου (Ματθ. ς’ 21), ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σου, ἐκεῖ εἶναι δεμένη κ’ ἡ καρδιά σου.

* * *

            Ὁ δεύτερος στόχος τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ πλησίον μας· – ὄχι ἀπρόσωπα ὁ κόσμος, ἀλλά τό πρόσωπο τοῦ πλησίον μας, πού ἀποτελεῖ καί τό κριτήριο, κατά τόν Εὐαγγελιστή τῆς ἀγάπης, γιά τό ἄν ἀγαποῦμε τό Θεό. Γιατί, βέβαια, ἄν δέν ἀγαποῦμε τόν πλησίον μας πού βλέπουμε καί πού φορεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, πῶς θ’ ἀγαπήσουμε τό Θεό, τόν Ὁποῖο δέν βλέπουμε; Πραγματικά, ἡ στράτα τῆς ἀγάπης μας πού ξεκινάει ἀπό τήν καρδιά μας καί θέλει νά φτάσει στό Θεό, εἶναι ἀδύνατο – ἄν θέλει νά μή χάσει τόν δρόμο της – νά μήν περάσει ἀπό τόν πλησίον μας. Ὅπως, κατά τόν ἅγιο Διάδοχο Φωτικῆς, συμβαίνει καί τό ἀντίθετο. Δηλ., «ὅταν ἄρξηταί τις αἰσθάνεσθαι πλουσίως τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τότε ἄρχεται ἐν αἰσθήσει πνεύματος καί τόν πλησίον ἀγαπᾶν». Κι αὐτή ἡ πνευματική ἀγάπη δέν εἶναι σάν τίς σαρκικές φιλίες, πού ἡ πρώτη πίκρα ἤ στενόχωρη αἰτία τίς διαλύει καί τίς ἀφανίζει. Τήν ἀγάπη πού ἔχει πνευματική ἀρχή κι ὄχι ὑλικά ἤ ἄλλα συμφέροντα, οὔτε οἱ παροξυσμοί οὔτε οἱ ζημίες τήν ἐπηρεάζουν: «ἐν γάρ τῇ γλυκύτητι τοῦ Θεοῦ τό πικρόν πάντως ἀναλίσκει τῆς ἔριδος».

            Πρίν προχωρήσουμε, θά πρέπει νά σταθοῦμε γιά λίγο στόν ἅγιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή, πού μέ τετρακόσια μυστικά κεφάλαια, πού ἔχει ἀφιερώσει στήν ἀγάπη, θά ἦταν δίκαιο νά ὀνομαστεῖ ὁ συγγραφέας, ἤ   ὁ   ἅ γ ι ο ς   τ ῆ ς   ἀ γ ά π η ς.   Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος τῆς ἀγάπης, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τούς ἄλλους ἀνθρώπους, γιά πέντε λόγους: α) «διά τόν Θεόν», ὅπως ὁ ἐνάρετος ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί τόν ἐνάρετον ἐκεῖνος πού δέν ἔγινε ἀκόμη ἐνάρετος· β) «διά φύσιν», ὅπως οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τά παιδιά τους καί τά παιδιά πάλι τούς γονεῖς τους· γ) «διά κενοδοξίαν», ὅπως ἀγαπᾶ ὁ δοξαζόμενος, ὅσους τόν τιμοῦν καί τόν δοξάζουν· δ) «διά φιλαργυρίαν», ὅπως ἀγαποῦν τόν πλούσιο, ἐλπίζοντας κάτι νά λάβουν· καί ε) «διά φιληδονίαν», ὅπως «ὁ τήν γαστέρα θεραπευόμενος καί τά ὑπό γαστέρα». Ἀπ’ αὐτούς τούς λόγους, ὁ πρῶτος εἶναι ἐπαινετός, ὁ δεύτερος «μέσος» κι οἱ τρεῖς ὑπόλοιποι «ψεκτοί» καί ἐμπαθεῖς.

            Ἀφήνουμε τήν «μέση», φυσική ἀγάπη, πού πρέπει νά ‘χουν οἱ γονεῖς πρός τά τέκνα τους καί τά τέκνα πρός τούς γονεῖς τους, καθώς καί τίς τρεῖς ἐμπαθεῖς καί ψεκτές ἀγάπες (δηλ. διά κενοδοξίαν, διά φιλαργυρίαν, καί διά φιληδονίαν), καί πλησιάζουμε κοντήτερα στήν πρώτη ἀγάπη, τήν ἐπαινετή, δηλ. τήν ἀγάπη πού ἔχει ὁ ἐνάρετος πρός τούς μή ἐνάρετους, ἤ ὁ μή ἐνάρετος πρός τούς ἐνάρετους ἤ τούς μή ἐνάρετους. Αὐτή ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον μας, κατά τίς ἐντολές καί τό παράδειγμα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Χριστός, πρέπει νά περάσει ἀπό τά ἑξῆς τρία στάδια: α) τῆς συνεχοῦς εὐεργεσίας τοῦ πλησίον μας, ἀνεξάρτητα ἄν εἶναι φίλος ἤ ἐχθρός μας, συγγενής ἤ ξένος· νά ἔχουμε δηλ. στό νοῦ μας πάντοτε, ὅτι ὁ Χριστός ἀπό ἀγάπη «τούς ἀνθρώπους εὐεργετῶν οὐκ ἐπαύσατο», β) ἄν αὐτοί τούς ὁποίους εὐεργετοῦμε μᾶς βρίσουν καί μᾶς βλαστημήσουν, δείχνοντας ἀχαριστία, ἐμεῖς νά μακροθυμοῦμε, ὅπως ἔκαμε ὁ Χριστός, γ) κι ἄν ἔρθ’ ἡ ὥρα αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ εὐεργετηθέντες νά μᾶς χτυπήσουν καί νά κινδυνέψει ἡ ζωή μας, νά ὑπομείνουμε ἀπό ἀγάπη, ὅπως Ἐκεῖνος. Αὐτό τό τελευταῖο δείχνει, νομίζω, τή μεγάλην ἀπόσταση πού χωρίζει τό γνήσιο πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἀπ’ τόν βολικό χριστιανισμό τῆς πολυθρόνας καί τῆς καλοπέρασης, πού βλέπουμε σέ πολλούς χριστιανούς σήμερα. Οἱ πλούσιοι καί οἱ ἀριστοκρατικοί ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ, «ἐστερέωσαν τά πρόσωπα αὐτῶν ὑπέρ τήν πέτραν» (Ἱερεμίου ε’ 3), ἀλλά δέν βλέπουν πόσες παγίδες στήνει ὁ σατανᾶς γιά νά τούς χωρίσει ἀπ’ τήν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἰδίωμα τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ οἰκειοποίηση τῶν παθημάτων καί ἡ συμπάθεια πρός τίς πτώσεις καί τίς δοκιμασίες τῶν ἀγαπημένων ἀδελφῶν μας. Ἂν δέν συμπονοῦμε μέ τόν ἀδελφό μας πού ὑποφέρει καί δέν προσπαθοῦμε, μέ θυσία δική μας, νά σηκώσουμε τό φορτίο του, ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἀληθινή, εἶναι μέ τά λόγια μόνον. Ὁ Χριστός ὅμως, μᾶς δίδαξε νά θυσιάζουμε καί τή ζωή μας ἀκόμη γιά τούς φίλους μας: «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδείς ἔχει, ἳνα τις θῇ τήν ψυχήν ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰωάν. ιε’ 13). Ἡ μεγάλη ἀγάπη τῶν ἀσκητῶν πρός «τῶν ἐφετῶν τό ἀκρότατον», ἔφερνε, ὅπως σημειώσαμε προηγουμένως, καί τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον. Ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων ἔλεγε κάποτε, μιλώντας γιά τήν τελεία ἀγάπη, πρός τούς ἀδελφούς του: ἄν ἦταν δυνατό νά βρῶ στό δρόμο ἕνα λεπρό καί μποροῦσα ν’ ἀλλάξω τό κορμί μου μέ τό δικό του θά τό ‘καμνα μέ ὅλη μου τήν εὐχαρίστηση. Κι ἄς μήν πεῖ κανείς, πῶς αὐτά εἶναι λόγια καί προθέσεις ἀπραγματοποίητες. Στό «Γεροντικό» ἀναφέρεται τό ἀκόλουθο περιστατικό γιά τόν ἀββᾶ Ἀγάθωνα. Κατεβαίνοντας στήν πολιτεία κάποτε νά πουλήσει τό ἐργόχειρό του, βρῆκε στό δρόμο ἕναν ξένο ἄνθρωπο, ἄρρωστο, δίχως νά τόν προσέχει καί νά τόν κοιτᾶ κανείς. Τόν πῆρε μέ ἀγάπη ὁ γέροντας καί τόν ἔβαλε σ’ ἕνα δωμάτιο, πού νοίκιασε ἐπίτηδες. Ἐκεῖ, κοντά στόν ἄρρωστο, ἔμεινε τέσσερεις μῆνες ὁ ἀββᾶς, πληρώνοντας ἀπό τό ἐργόχειρό του τό ἐνοίκιο, τήν τροφή καί τά φάρμακα γιά τόν ἄρρωστο, ὥσπου ἐκεῖνος ἔγινε καλά, ὁπότε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων ἀνεχώρησε «μετ’ εἰρήνης» γιά τό κελλί του στήν ἔρημο. (Αὐτά ἄς τ’ ἀκοῦνε κι ὅσοι κατηγοροῦν τόν ὀρθόδοξο μοναχισμό ὡς «ἀπράγμονα», ἐγωιστικό καί ἀκοινώνητον).

* * *

            Γιά τήν ἀγάπη, ὅμως, τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά περάσει ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ τό θεῖο φόβο καί τήν κάθαρση τῶν παθῶν, τά ὁποῖα λερώνουν καί δεσμεύουν τήν ψυχή του μέ τήν ἁμαρτία. Ὅσο καθαρίζεται ἡ ψυχή ἀπό τά πάθη της, λέγει ὁ ἅγιος Διάδοχος, τόσο αἰσθάνεται τόν θεῖο φόβο ἐντονώτερα. Κι ὅσο ἡ τέλεια καθαρότης τήν ἀπαλλάσσει ἀπ’ τό φόβο, τόσο τήν ἑνώνει μέ τή θείαν ἀγάπη. Ἐδῶ εἶχε φθάσει ἡ ἁγιότητα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, πού εἶχε τήν παρρησία νά λέγει: «ἐγώ οὐκέτι φοβοῦμε τόν Θεόν, ἀλλ’ ἀγαπῶ αὐτόν». Τό νά φτάσει ὅμως κανείς στήν τέλεια ἀγάπη, δέν ὀφείλεται μόνο στή δική του προσπάθεια. Κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτη, «καρπός τῆς θεολογίας ἡ τελεία ἀγάπη». Κι ὅταν λέμε, πώς ἡ τέλεια ἀγάπη εἶναι καρπός τῆς θεολογίας, δέν ἐννοοῦμε τή θεολογία τῶν διπλωμάτων ἤ τῶν πανεπιστημίων, πού καμμιά φορά δέν ἔχουν καί πολλή μεγάλη σχέση μέ τή θεολογία, ὅπως τήν ἐννοοῦν καί τήν διδάσκουν οἱ μεγάλοι Θεολόγοι καί οἱ μυστικοί καί νηπτικοί Πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

            Θεολογία εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στούς τελείους, κατά τό λόγο τοῦ ἁγίου Διαδόχου. Εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ μυστικός οὐρανός, ὅπου, μέσα εἰς θεῖον γνόφον, γνωρίζουν μυστικῶς οἱ τέλειοι τό τέλος τῶν μυστηρίων. Εἶναι ἡ ἐν ταπεινώσει καί νοερᾷ προσευχῇ θεωρία, «τῇ ἐνεργείᾳ καί τῷ φωτί τοῦ Ζωοποιοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος», τῶν θείων, νοητῶν, ὑπερφυῶν καί ἀρρήτων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Καλλίστου τοῦ Καταφυγιώτου. Λέγοντας λοιπόν, στή γλῶσσα τῶν μυστικῶν, Θεολογία, ἐννοοῦμε τό χάρισμα τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ πρός τούς τελείους· «τήν εὐπρεπῆ, τήν πανθέωρον, τήν πάσης ἀμεριμνίας πρόξενον, τήν ἐν αὐγῇ φωτός ἀρρήτου τόν νοῦν τρέφουσαν τοῖς λόγοις τοῦ Θεοῦ, τήν τῷ Θεῷ Λόγῳ τήν λογικήν ψυχήν διά τῶν ἁγίων προφητῶν πρός κοινωνίαν ἁρμοσαμένην ἀχώριστον· ἵνα καί παρά ἀνθρώποις, τούς θειώδεις φθόγγους ἡ νυμφαγωγός ἐναρμόσασα ἡ θεία, τρανῶς ἄδῃ τάς δυναστείας τοῦ Κυρίου» (Διαδ. Φωτικῆς).

            Ὅποιος θέλει νά ἔχει τήν τελείαν ἀγάπη, πρέπει ν’ ἀγαπᾶ ἐξίσου τούς πάντας, πρᾶγμα ἴσως δύσκολο γιά μᾶς, πού ἔχουμε μοιρασμένα τά μίση καί τίς συμπάθειές μας κατά τούς νόμους τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὁ Χριστός ἀγαπᾶ τούς πάντας ἐξίσου καί θέλει ὅλοι νά σωθοῦμε, τό ἴδιο καί οἱ χριστιανοί, πρέπει ν’ ἀγαποῦμε ὅλους τούς ἀνθρώπους τό ἴδιο, ἄν θέλουμε νά φτάσουμε τήν τέλεια, τήν ἀληθινή ἀγάπη πού θέλει ἀπό μᾶς ὁ Θεός. Ὅταν ἀγαποῦμε ἐξίσου, κ’ ἐκείνους πού βρίσκονται ψηλότερά μας, ἐλεώντας τους μέ τόν τρόπο πού πρέπει, δίχως νά θίγουμε τήν πνευματική τους ἀξιοπρέπεια, τότε, ὅλα τά πάθη μας φεύγουν ἀπό πάνω μας, γιατί ἡ ἀγάπη δέν τ’ ἀφήνει πιά νά μᾶς μολύνουν.

            Γιά ὅσους δέν μποροῦν νά «κάμουν ἀγάπην» μέ χρήματα, ὁ ἅγιος Μάξιμος συμβουλεύει: «οὐ μόνον διά μεταδόσεως χρημάτων ἡ διάθεσις τῆς ἀγάπης γνωρίζεται, ἀλλά πολλῷ μᾶλλον διά μεταδόσεως λόγου καί σωματικῆς διακονίας». Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον δέν ἐξαιρεῖ κ’ ἐκεῖνον πού μισεῖ καί μᾶς πολεμεῖ, γιατί τό λέγει ὁ Χριστός: «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν». Πέρα ὅμως ἀπ’ αὐτό, πού εἶναι λόγος τοῦ γραπτοῦ νόμου – «ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» – οἱ μυστικοί πατέρες, μέ τό στόμα τοῦ ἁγίου Μαξίμου, τοῦ ἁγίου Διαδόχου καί τοῦ ἁγίου Πέτρου Δαμασκηνοῦ, μᾶς συμβουλεύουν νά ὑπακοῦμε – πρᾶγμα δυσκολώτατο, φυσικά, καί κατορθωτό μονάχα ἀπ’ τούς ἁγίους – στό νόμο τῆς Χάριτος καί ν’ ἀγαποῦμε τόν πλησίον μας (καί τόν ἐχθρό μας, ἄρα) «ὑπέρ ἑαυτόν». Τότε, πραγματικά, ἡ ψυχή μας ἔχει, μέ τήν ἀγάπη αὐτή πρός πάντας καί ἐξίσου πρός ὅλους, στέγη δυνατή, πού τήν προστατεύει ἀπ’ τίς λαίλαπες καί τίς κακοκαιρίες, καί τῆς δίνει τό δικαίωμα νά ἐλπίζει κάποτε ν’ ἀκούσει κι αὐτή, ὅπως ἡ ἁμαρτωλή: «ἀφέωνταί αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ. ζ’ 47).

* * *

            Ὁ τρίτος στόχος τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ Θεός, ἡ Ἀγάπη ἡ ἴδια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πετύχει ν’ ἀγαπήσει ὅπως καί ὅσο πρέπει τόν ἑαυτό του καί τόν πλησίον του, εἶναι φυσικό νά στρέψει τήν καρδιά του πρός τόν Θεό, πού τόν δίδαξε τήν ἀγάπη.

            Ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι, χωρίς τό χάρισμα τῆς θεολογίας, οὔτε γιά τόν καρπό τῆς τελείας ἀγάπης μποροῦμε, ὅπως ἀξίζει, νά μιλήσουμε, οὔτε γιά τόν ἔρωτα πού αἰσθάνονται οἱ ἅγιοι, πού λησμονοῦν τή δυσωδία τῶν χαμαιζήλων σαρκικῶν ἀπολαύσεων καί ὑψώνονται στήν θεωρία τοῦ ἀρρήτου κάλλους τοῦ Θεοῦ. «Ὅταν τῷ ἔρωτι τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν ὁ νοῦς ἐκδημῇ, τότε οὔτε τινός τῶν ὄντων παντάπασιν ἐπαισθάνεται· ὑπό γάρ τοῦ θείου καί ἀπείρου φωτός καταλαμπόμενος, ἀναισθητεῖ πρός πάντα τά ὑπ’ αὐτοῦ γεγονότα, καθάπερ ὁ ὀφθαλμός πρός τούς ἀστέρας» (ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής). Πραγματικά, ὅπως φαίνεται στά συγγράμματα τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, ἀπ’ τόν θεῖον ἔρωτα καί τό βυθισμό τους στή νοερά προσευχή «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν μέ», ξεχνοῦσαν καί νά φᾶνε ἀκόμη μέρες ὁλόκληρες.

            Ἡ φιλολογία τῶν ἁγίων Πατέρων πάνω στό θέμα αὐτό εἶναι ἀνεξάντλητη. Ἀφήνοντας γιά ἄλλοτε τήν εἰδική μελέτη του, ἄν ὁ Θεός τό ἐπιτρέψει κάποτε, θά κλείσουμε τώρα, μ’ ἕνα μικρό ἀπόσπασμα τῆς κατανυκτικῆς Κλίμακος, ὅπου ὁ ἅγιος Ἰωάννης συναλλάζει τά ὀνόματα τῆς Ἀγάπης καί τοῦ Θεοῦ, μέ ἐκφράσεις ἐρωτικές καί πνευματικά θερμότατες: «Ὦ οὐρανοδρόμε ἀγάπη, ἀναπνοή τῆς ἀναπνοῆς μου, παρηγόρησαί με μέ τήν γλυκεῖαν σου μελῳδικήν φωνήν, διατί ἐλιγοψύχησεν ἡ ψυχή μου, τόσην ὥραν νά σέ λογιάζω καί νά γεύωμαι τό μέλι σου, ὁ ἀνάξιος. Ὦ φῶς τῆς ψυχῆς, φώτισε τό νοῦν μου μέ ταῖς λαμπραῖς σου μελοστάλακταις καί καυτεραῖς ἀκτῖνες, νά γευθῶ καί νά γνωρίσω πόσην μέθην λαμβάνει ἀπό τήν μεγάλην σου χαράν ἡ καρδία, ὅπου ἀκουμπίζουν τά πόδια τῆς σκάλας σου· καί πόσον ἀναγαλλιᾶ ἡ ψυχή ὀπού τήν ἀνεβαίνει μέ ὅλην της τήν ὄρεξιν· καί πόσον θαυμάζεται ὁ νοῦς της, καί ζεσταίνεται καί γίνεται ἀλλοιώτικη, ὡσάν σταθῇ εἰς τήν ὑψηλήν της καί ἀγγελοστόλιστον κορυφήν, νά ἐλευθερωθῇ ἀπό τούς πονηρούς δαίμονας, καί ἀπό τά προσωρινά κίνδυνα, καί νά περάσῃ τήν πολυθαύμαστον πόρταν τήν οὐράνιον, καί νά κατοικήσῃ μέ τούς φίλους του τούς ἀγγέλους, καί τούς ἁγίους, εἰς τόν Θεόν αἰώνια. Εἰς ὅλον τό ὕστερον, ὦ χαριτωμένη βασίλισσα, ἤ νά εἰπῶ πλέα καλύτερα, ὦ γλυκύτατέ μου Δεσπότη καί σπλαχνικώτατέ μου Θεέ, καί Πατέρα μου οὐράνιε, καί Βασιλέα μου αἰώνιε, ὀπού εἶσαι αὐτή ἡ ἴδια λευκοφωτεροστόλιστη ἀγάπη, διά τά τόσα μου πολλά παρακάλια, μοῦ φαίνεται νά σέ βλέπω πώς ἐπρόλαβες ἀπό τόν οὐρανόν καί μοῦ μιλεῖς εἰς τά μέσα αὐτιά τῆς ψυχῆς μου καί μοῦ λέγεις: ἄν ἴσως καί δέν ἐλευθερωθῇς, ὦ δοῦλε μου καλέ, καί ἀγαπημένον τέκνον μου, ἀπό τό πάχος τοῦ κορμιοῦ σου καί τό βάρος τοῦ νοῦ σου, δέν δύνασαι νά ἰδῇς τί λογῆς εἶναι τό θαυμαστόν κάλλος τοῦ προσώπου μου»! Καί τό κάλλος τοῦ θείου προσώπου, τό ἄρρητον, μόνο μέ τήν θείαν ἀγάπη καί τόν θερμό θεῖον ἔρωτα μποροῦμε ν’ ἀντικρύσουμε καί πνευματικά ν’ ἀπολαύσουμε.

            Πηγή: Τό βιβλίο τού Π. Β. ΠΑΣΧΟΥ: «ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (κεφ. Ε’ ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΟΣ». Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας τής Ελλάδος, Αθήναι 1978. (Σελ. 451).

            Ἡ Εἰκόνα τοῦ κειμένου τέθηκε ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.

Related Posts

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...

Ἡ αἰώνιος ζωή

Ἡ αἰώνιος ζωή

          Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Ἰωάν. 17, 1 – 13), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 49). «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν...