
Ἡ παράδοσις τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγάπη ἐστιν. Ἀλλά, διά ν’ ἀγαπήσης, πρέπει πρῶτον νά γνωρίσης. «Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι Χρηστός ὁ Κύριος». Λοιπόν, ἡ ἀγάπη τῆς Ὀρθοδοξίας ἔρχεται ἀπό τήν γνῶσιν καί ἀπό τήν αἴσθησιν τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί διά νά γνωρίση κανείς τήν ὀρθοδοξίαν, καί διά νά αἰσθανθῆ, ἀνάγκη πᾶσα νά τήν ζήση, ἡ γνῶσις της νά γίνη ὁ μονογενής πόθος του, ἡ ἀγαλλίασις του καί ἡ χαρά του.
Πῶς ὅμως νά τήν ἀγαπήση κανείς ὑπέρ πᾶν ἄλλο τήν Ὀρθοδοξίαν, ὅταν εἶναι ἄγευστος ἀπό τά πνευματικά κάλλη της καί ἀπό τούς ἀποκρύφους θησαυρούς της; Δ’ αὐτό ὁ παπολάτρης τήν θυσιάζει χωρίς νά λυπηθῆ. «Οὐκ οἶδε τί ποιεῖ». Πωλεῖ, ὅπως ὁ Ἰούδας, τήν ἀτίμητον Ὀρθοδοξίαν, διότι δέν γνωρίζει τί εἶναι. Ἀλλέως θά ἔτρεμε νά τήν ἐγγίση.
Πῶς νά τήν ἀγαπήση, ἀφοῦ τά πανάγια δόγματά της τά θεωρῆ «δεισιδαιμονίας καί περιωρισμένας ἀντιλήψεις τοῦ παρελθόντος;». Πῶς νά τήν ἀγαπήση, ἀφοῦ δέν ἔκλαυσε ἀπό κατάνυξιν λέγων ἤ ἀκούων μίαν εὐχήν τοῦ Μ. Βασιλείου ἤ τοῦ Χρυσοστόμου, ἤ ἐνωτιζόμενος ἕν Χερουβικόν ἤ ἕν Κοινωνικόν τοῦ Πέτρου Λαμπαδαρίου ἤ τοῦ Φωκαέως; Ἄνθρωπος ἀκατάνυκτος εἶναι ἄνθρωπος ἄπιστος. Ὁ παπολάτρης, εἶναι εὐθυνῶν αἰσθημάτων αἰσθηματολόγος, φύσις ἐπιπολαία καί ἄνευ πνευματικῆς σοβαρότητος, κουφός, ἀνίκανος νά ὑψωθῆ εἰς πνευματικόν ὕψος, μακράν ἀπό αἴσθησιν μυστηρίου, μέ ὅλην τήν ἀγοραίαν αἰσθηματολογίαν, τύπος στεγνός, ρηχός, κύμβαλον ἀλαλάζον, μικρολόγος καί ἀνόητος.
Ὤ! Ἐάν ἠσθάνετο τούς θησαυρούς τῆς Ὀρθοδοξίας, θά ἦτο ἕτοιμος νά ἀποθάνη, διά νά μή τήν βλάψη. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία τοῦ εἶναι ἄγνωστος. Δέν ἔχει καμμίαν ἰδέαν, ὁ δυστυχής, τοῦ μεγάλου μυστηρίου της. Εἶναι ὡς τήν γάταν, ἡ ὁποία κοιμᾶται ἐξηπλωμένη ἐπάνω εἰς τήν ἁγίαν Τράπεζαν, χωρίς νά ὑποπτεύεται πού κοιμᾶται. Δι’ αὐτόν ὅλα εἶναι εὔκολα. Παίζει μέ ὅλα διότι, ὅλα δι’ αὐτόν εἶναι πολιτική, καί ἡ κολακεία τό μέσον δι’ ὅλα. Τό τί κόσμον ἔχει μέσα του ὁ κούφιος αὐτός ἄνθρωπος μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἀγάπην του εἰς τά τραγούδια τῆς φραγκομουσικῆς, εἰς τό νά περιστοιχίζεται ἀπό Ἱερεῖς, μέ πεζά, ἀνόσια, ξυρισμένα πρόσωπα ὡς προσωπίδας. Εἶναι ὁ κακός χωριάτης, ὁ ὁποῖος ἔμεινε χωριάτης, χάσκων ἔμπροσθεν τῶν πυροτεχνημάτων τῆς Δύσεως.
Τώρα, μέ τήν παπικήν συνωμοσίαν, ἄνθισε ἡ Ὀρθοδοξία καί ἔβγαλεν ἄνθη εὐωδέστατα, κατά τοῦ Παπισμοῦ καί τῶν προδοτῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί εἶναι τόση ἡ ἀναισθησία τῶν παπολατρῶν, ὥστε δέν ἐκατάλαβαν τίποτε, καί ἀντί νά κλαύσουν ἀπό χαράν διά τό βιβλίον «Κατά ἑνωτικῶν», τοῦ Ἀλεξάνδρου Καλόμοιρου καί νά δοξάσουν τόν Κύριον, διότι τοιοῦτοι πνευματικοί θησαυροί ἀποκαλύπτονται ἀκόμη εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, αὐτοί τά ἀγνοοῦν καί προσπαθοῦν νά τά πνίξουν. Ποίαν χαράν καί ἀγαλλίασιν θά ἠσθάνετο ἀπό τά «ψευδενωτικά» τοῦ μητροπολίτου Ἀργολίδος, κ. Χρυσοστόμου, ἀπό τόν «Παπικόν Ὁλοκληρωτισμόν» τοῦ ἀρχιμανδρίτου κ. Χριστοφόρου Καλύβα, καί ἀπό τἄλλα φωτεινά ἔργα εἷς εὐλαβής ὀρθόδοξος; Θά τά εἶχε καύχημά του καί δόξαν του. Ἀλλά μᾶς ἔχει κάμνει ἀναισθήτους ὁ ὑλισμός καί ὁ θαυμασμός πρός τήν μηχανικήν κατάραν.
ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΚΟΛΛΥΒΑΣ
* «Ο.Τ.», Ἀπρίλιος 1965. (Σελ. 3)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ: «ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΑ Ἀνοικταί Ἐπιστολαί καί Ἄρθρα πού ἐδημοσιεύθησαν ἀρχικῶς εἰς τόν ῾῾Ὀρθόδοξον Τύπον᾽᾽, μεταξύ 1963 καί 1970, καί ἐκδίδονται τώρα συγκεντρωμένα καί διατεταγμένα, μετά προλόγου καί σημειώσεων ὑπό Κωνσταντίνου Π. Καβαρνοῦ» ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΤΥΠΟΥ» ΑΘΗΝΑΙ 1993 (Σέλ. 41).
Ἡ φωτογραφία ἔχει τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




