Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ», τοῦ Θεολόγου Γεωργίου Ψαλτάκη. (Σελ. 391).

Ἐφθάσαμεν, σύν Θεῷ, στό τέρμα τῆς πορείας μας μέσα ἀπό τούς διαδρόμους τοῦ λαβυρίνθου τῶν αἱρέσεων. Μέ ὁδηγόν μας τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ὅπως ἑρμηνεύεται καί διαφυλάσσεται αὐτό ἀπό τήν Ἁγίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μας, διετρέξαμεν τά σκότη τῶν θεωριῶν τῶν αἱρετικῶν. Δέν εἶναι σχῆμα ὑπερβολῆς. Τό νά ἀσχοληθῇς μέ τίς αἱρέσεις σημαίνει ὅτι εἶσαι ὑποχρεωμένος νά διαβάσῃς τίς ἀπόψεις τους, νά μελετήσῃς τίς πλάνες τους, νά γευθῇς τήν πικρίαν τῶν κακοδοξιῶν τους. Καί ἀληθινά πικραίνεται καί θλίβεται βαθύτατα ἡ ψυχή, ὅταν βλέπῃ ἀνθρώπους, «ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανε» (Ρωμ. ιδ’ 15), γιά τούς ὁποίους ἔχυσε τό Πανάγιον Αἷμα Του ὁ Κύριος, νά γίνωνται θύματα τοῦ ἀρχιαπατεῶνος Σατανᾶ μέσῳ τῶν αἱρέσεων.
Ἡ λύπη μας γίνεται μεγαλυτέρα γιά τούς ὁμοεθνεῖς μας, οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ ἐγεννήθησαν ἀπό Ὀρθοδόξους γονεῖς καί ἀνετράφησαν μέ τά νάματα τῆς ἁγιασμένης Ὀρθοδοξίας, πού ἔσωσε τό Γένος μας, ἐπρόδωσαν τήν Πίστι μας. Μερικοί μάλιστα μιμοῦνται τούς Γενιτσάρους καί ρίχνονται μέ πάθος ἐναντίον τῆς Ὀρθοδοξίας μας. Τυπώνουν καί διαδίδουν μέ ὑπέρμετρον ζῆλον βιβλία καί φυλλάδια μέ τίς πλανεμένες διδασκαλίες τους, μιλοῦν ἀπό ραδιοφωνικούς σταθμούς καί κανάλια τηλεοράσεως γιά νά πλήξουν τήν Κιβωτόν τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά παρασύρουν μαζί τους στήν ἀπώλειαν ὅσους μποροῦν.
Δέν πείθονται μέ τίποτε, ἀλλά μένουν πεισματικά δεμένοι στίς πλάνες τους. Φαίνονται βεβαίως εὐγενεῖς καί μειλίχιοι. «Ἔρχονται» ἄλλωστε «ἐν ἐνδύμασι προβάτων» (Ματθ. ζ’ 15). Ὁ ἐγωϊσμός τους ὅμως καί ἡ ἰδέα, πού ἔχουν γιά τόν ἑαυτόν τους, τούς κάμνει νά μή παραδέχωνται κανένα ἄλλο κῦρος. Δέν ὑπολογίζουν οὔτε καί τούς θεοφωτίστους Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, πού ἦσαν οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευταί καί διδάσκαλοι τῆς χριστιανικῆς ἀληθείας. Στηρίζονται στίς δυνάμεις τους, στό λογικόν καί στίς νοητικές ἱκανότητές τους, μέ ἀποτέλεσμα νά παθαίνουν σύγχυσιν, «μή νοοῦντες μήτε ἅ λέγουσι μήτε περί τίνων διαβεβαιοῦνται», ὅπως ἔγραψεν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιά τούς ψευδοδιδασκάλους τῆς ἐποχῆς του. (Βλ. Α’ Τιμ. α’ 7).
Τό διαπιστώνει τοῦτο κανείς, ὅταν μελετᾷ τά βιβλία ὡρισμένων Προτεσταντῶν ἤ τῶν Χιλιαστῶν καί τῶν ἡγετῶν τῆς Νέας Ἐποχῆς. Καί εἶναι νά ἀπορῇ κανείς πῶς εὑρίσκονται ἄνθρωποι, πού ἀκολουθοῦν καί μάλιστα μέ πάθος τέτοιες ἀσεβεῖς, παράδοξες καί τραγελαφικές θεωρίες. Ἔρχεται ὅμως στήν διάνοιαν ὁ λόγος ἐκεῖνος τοῦ Κυρίου, πού εἶναι πολύ κατάλληλος γιά τήν θλιβεράν κατάληξιν τῶν ψευδοδιδασκάλων καί τῶν μαθητῶν τους: «Τυφλός τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Ματθ. ιε’ 14).
Ἡ αἵρεσις κατ’ οὐσίαν εἶναι βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ ὀλέθριες συνέπειες γιά τόν αἱρετικόν. Ἐάν ἐπιμένῃ μέ ἑωσφορικόν ἐγωϊσμόν στίς κακοδοξίες του, ὑπάρχει κίνδυνος νά μή μπορῇ πλέον νά μετανοήσῃ. Τοῦτο δέ διότι περιφρονεῖ τά ὅσα ἐπιτελεῖ διά τῆς Ἐκκλησίας ἐπί εἴκοσι αἰῶνες τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό Ὁποῖον τήν ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. ις’ 13). Γίνεται κριτής τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γι’ αὐτό στερεῖται τῆς Χάριτός του, ἡ Ὁποία ὁδηγεῖ στήν μετάνοιαν καί σωτηρίαν. Ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός μπορεῖ, παρά τίς ἁμαρτίες του, νά σωθῇ, διότι εὑρίσκεται μέσα στήν Ἐκκλησίαν καί ἔχει τήν δυνατότητα νά ζητήσῃ τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀμετανόητος αἱρετικός ὅμως, ἔστω καί ἐάν φαίνεται καλός ἄνθρωπος, δέν ἔχει τήν θείαν Χάριν. Ἔχει ἀποκοπῆ μόνος του ἀπό τήν Ἐκκλησίαν καί εὑρίσκεται ἔξω ἀπό τό λυτρωτικόν πεδίον τῆς Χάριτός της. Ὅπως δέ ἔλεγεν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κυπριανός, «ἔξω τῆς Ἐκκλησίας σωτηρία δέν ὑπάρχει»(¹).
Εἶναι τόσον τρομερόν καί βαρύ τό ἁμάρτημα τῆς αἱρέσεως καί τῆς διασπάσεως ἐξ αἰτίας της τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, «οὐδέ μαρτυρίου αἷμα ταύτην δύνασθαι τήν ἁμαρτίαν εξαλείφειν»(²). Ἐάν γίνῃς δηλαδή, ἄνθρωπε, αἰτία μέ τίς ἀπόψεις σου, τίς διδασκαλίες σου καί τά πείσματά σου νά διασπασθῇ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, νά φύγουν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν πιστοί καί νά ἀκολουθήσουν ἐσέ, δέν σέ σώζει οὔτε καί τό μαρτύριον. Ἴσως φαίνεται ὑπερβολικός ὁ λόγος. Τονίζει ὅμως πόσο φοβερόν κακόν εἶναι ἡ αἵρεσις.
Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος γράφει ὅτι τό ὄνομα αὐτῶν, πού ἀκολουθοῦν τούς «αἱρεσιαρχήσαντας» καί, ἀντί νά λέγωνται Χριστιανοί, εἶναι γνωστοί μέ τήν ὀνομασίαν τῆς αἱρέσεως, δέν «ἐγγράφεται ἐν βίβλῳ ζώντων, οὐδέ ἀριθμεῖται μετά τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρωτοτόκων(³). Ἐννοοῦσε τούς Μαρκιωνίτας καί τούς ἄλλους αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς του. Τά ὀνόματα ὅλων αὐτῶν, λέγει, δέν θά ὑπάρχουν στούς καταλόγους τοῦ Παραδείσου, ὅπως θά συμβῇ καί μέ τά ὀνόματα τῶν ἀμετανοήτων ἀσεβῶν. Τό ἴδιον φυσικά ἰσχύει καί γιά τούς Ἀρειανούς καί τούς αἱρετικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν μέχρι τούς σημερινούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι περισσότερον γνωστοί μέ τό ὄνομα τῆς αἱρέσεως παρά μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Λουθηρανοί, δηλαδή οἱ Πεντηκοστιανοί, οἱ Παπικοί κ.ἄ., πολύ δέ περισσότερον οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, οἱ Νεοπεχῖται, οἱ Πνευματισταί, οἱ Μασσῶνοι κ.ἄ. κ.ἄ.
Γιά ὅσους ἀφήνουν τά καθαρά καί κρυστάλλινα δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκολουθοῦν τίς πλανεμένες διδασκαλίες τῶν αἱρετικῶν, ἰσχύει ὁ φοβερός ἐκεῖνος ἀλάθητος λόγος: «κατηργήθητε ἀπό τοῦ Χριστοῦ οἵτινες ἐν νόμῳ δικαιοῦσθε, τῆς χάριτος ἐξεπέσατε» (Γαλ. ε’ 4). Χάνει τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ ὁ αἱρετικός. Χωρίς τήν θείαν Χάριν ὅμως, ὅπως προαναφέρθη, δέν ὑπάρχει σωτηρία.
Εἶναι κίνδυνος – θάνατος, ἀγαπητέ ἀναγνῶστα, ἡ αἵρεσις. Κίνδυνος – θάνατος αἰώνιος τῆς ψυχῆς. Ἄς μᾶς φυλάξῃ ὁ Πανάγαθος Θεός! Χρειάζεται ὅμως καί ἀπό μέρους μας προσοχή!
Ἐπειδή ὅμως ὁ Πανάγαθος Θεός δέν θέλει τόν αἰώνιον θάνατον κανενός ἀνθρώπου, ἄς προσευχώμεθα καί ἄς κάμνωμεν ὅ,τι μᾶς εἶναι δυνατόν, ὥστε νά συνέλθουν, νά φωτισθοῦν καί νά ἐπιστρέψουν στήν Ἐκκλησίαν ὅσοι ἀδελφοί μας παρεσύρθησαν καί ἐδέθησαν μέ τά δεσμά τῶν αἱρέσεων. Ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλην δραστικήν δύναμιν. Ἡ μετάνοια ἐλευθερώνει καί σώζει. Ἡ μετάνοια προκαλεῖ θαύματα.
(¹) Τρεμπέλα, Δογματική, τόμ. Β’ σελ. 343.
(²) ΕΠΕ 20, 706.
(³) ΕΠΕ 5, 344 – 346.
Πηγή: Τό βιβλίο «ΑΠΕΙΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΑΣ» (Ἀντιαιρετικός ὁδηγός), τοῦ Θεολόγου Γεωργίου Ψαλτάκη. ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΩΝ «Ο ΣΩΤΗΡ» ΑΘΗΝΑΙ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1997.
Ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου ἔχει τεθεῖ ἀπό τό συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




