
1η. Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, Ε’ ΛΟΥΚΑ, (Πτωχοῦ Λαζάρου) Λουκ. ιστ’ 19 – 31, ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 378 – 380).
Τό γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ὑπάρχουν πλούσιοι καί φτωχοί, καί μάλιστα με τόση χτυπητή ἀντίθεσι, αὐτό εἶναι θέμα πού μᾶς τό διδάσκουν τά ψάρια τοῦ βυθοῦ καί τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ πού δέν καθώρισαν ζῶνες ἐπιρροῆς, ὅπως οἱ λογικοί ἄνθρωποι: κοινή καί ἡ θάλασσα, κοινός καί ὁ οὐρανός καί ἐλεύθερα τά ἄλογα να ἀπολαμβάνουν τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ ἐξ ἴσου, χωρίς τά «Μοῦ» καί τά «Σοῦ». Ἐκεῖνο πού δέν προβληματίζει τά ὄντα τῆς ξηρᾶς καί τῆς θαλάσσης εἶναι τό πῶς καί μέ τό τί θα συντηρηθοῦν. Τό ἴδιο θά ἔπρεπε νά παρατηρῆται καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως καί κατά τήν Ἀποστολική ἐποχή: Πραξ. δ’ 32. Καί ὅμως, δέν συμβαίνει. Μετά τήν πτῶσι ἡ γιά αἰσθησιακές ἀπολαύσεις φιλοπλουτία, ὁ ταπεινός εὐδαιμονισμός, ἡ ὁρμή γιά ἐπιβολή, ὁ ἑωσφορικός ἐγωισμός κ.τ.τ. ἐτυποποίησαν, ἀνάλογα ἀνθρώπους, εδιαφοροποίησαν χαρακτῆρες, καί, τό πλέον φοβερώτερο, εσαρκοποίησαν ψυχές, Α’ Κορ. γ’ 3, πού μετάθεσαν τά ενδιαφέροντά τους ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Ἑπόμενον ὅτι οἱ γεώδεις τύποι μέ τήν ἀποχαλίνωσι ἀπό εὐρυτέρας καί στενοτέρας ἐννοίας ὡς «ξετσίπωτοι», ἀλλά καί δυναμικοί ἐν θρασύτητι, ἀποκτοῦν κοσμικήν ἰσχύ καί πλοῦτον ἀδικίας πολλάκις, καί, διάγοντες μιά ζωή προκλητικωτάτων ἀπολαύσεων, ἀποτελοῦν τήν βοῶσαν ἀντίθεσι πρός ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι, στερούμενοι τοῦ σατανικοῦ πνεύματος τῆς πονηρίας καί φιλοσαρκίας τῶν ἄλλων, μεταξύ τῶν ὁποίων κατατάσσεται καί ὁ πλούσιος τοῦ Εὐαγγελίου, πυκνώνουν τίς τάξεις τῶν Λαζάρων. Ἔτσι ἐμφανίζονται οἱ ταξικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις.
Κανείς, βεβαίως, δέν ἐθεώρησεν ἀντευαγγελική μιά ἀνθρωπίνη ἀτομική καί οἰκογενειακή ἄνεσι. Ἀλλ’ ἡ προκλητική καί ἐν πολλῆ φαντασία ζωή πού ἐγγίζει τά ὅρια τοῦ σκανδάλου, ζωή, πού ἀδιαφορεῖ γιά τή δυστυχία τοῦ συνανθρώπου μας καί τόν περιφρονεῖ, ἐνῶ καί ἐκεῖνος δικαιοῦται ἐξ ἴσου τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ, ἀνοίγει ἕνα κοινωνικό χάσμα καί ὁμιλεῖ ἀκατάπαυστα περί φοβερῶν συνεπειῶν. Γιατί οἱ φιλόσαρκοι πλούσιοι καί ἐγωιστές, πού δέν πιστεύουν, παρά στό χρῆμα ὡς μέσον καλοπεράσεως, εἶναι σκληροί, ἀνάλγητοι, αὐθάδεις, χωρίς κἄν αἰσθήματα ἀνθρωπισμοῦ πρός τόν πάσχοντα, ἐνῶ γνωρίζουν ὅτι καί αὐτός εἶναι ἄνθρωπος, πλάσμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ πλούσιος, κατά κανόνα, ἔχει γιά στόχο στή ζωή του τήν προσωπική του εὐμάρεια καί προβολή, ἀπιστῶν στήν μετά θάνατον ἐπιβίωσι τῆς ψυχῆς. Καί ἡ ἀπιστία του αὐτή κατά τό ἐπίγειον τέρμα τῆς ζωῆς του – γιατί ὁπωσδήποτε θά πεθάνῃ κι αὐτός – τοῦ δίνει τό κλειδί τῆς μεταθανατίου τραγωδίας του: «ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογί ταύτῃ». Αὐτό τό κλειδί παρήγγειλεν ὁ ἴδιος.
Ὁ ἄνθρωπος, ἐκτός τῶν νωθρῶν, τῶν ἀσώτων, τῶν ἐγκληματικῶν τύπων, ὑπόκειται καί σέ ἀσθένειες, τυλίσσεται ἀπό τά αγκαθωτά σύρματα τῶν περιστάσεων, κυκλοῦται ἀπό πειρασμούς καί δοκιμασίες, πληγώνεται. Ὑπάρχουν, μάλιστα, ὄχι ἄτομα, ἀλλά καί λαοί πού στεροῦνται στοιχειωδῶν ἀγαθῶν πρός συντήρησιν τῆς ζωῆς μέχρι τοῦ σημείου ὥστε νά βρεθῇ νεκρός ἀπό ἀσιτίαν ὁλόκληρος πληθυσμός χωρίου τῆς Αἰθιοπίας ἤ νά παρατηρῆται ἀλλαχοῦ φοβερός ὑποσιτισμός καί πρόωροι θάνατοι ἐν πλήρει εἰκοστῷ αἰῶνι πολιτισμοῦ. Πύκνωσι τῆς στρατιᾶς τῶν Λαζάρων· προκλητική ζωή τῶν «Μεγάλων» πού ἔφθασαν στή σελήνη περιφρονοῦντες τή δραματική ζωή ἐκείνων. Βόγγος τῶν δυστυχῶν ὑπάρξεων, χαμόγελα ἠθικῆς ἀναισθησίας μέ σαδιστική διάθεσι τῶν ἐν πλούτῳ καί ἐξουσία εὐημερούντων. Καί κυλᾶ ἡ ζωή ὅπως ἡ γήινη σφαῖρα περί τόν ἥλιον μέ ἐναλλαγή φωτός καί σκότους ἀληθείας καί ψεύδους, χαράς καί λύπης. Οἱ πλούσιοι καί οἱ Λάζαροι….. Καί ὁ τροχός γυρίζει μέ ἐπικράτησι, στόν κόσμον αὐτόν τῆς ἀδικίας καί τῆς ἀπανθρωπιᾶς. Χάσμα, πού ἠμπόροῦσε νά μήν ὑπάρχῃ, ἄν οἱ ἄνθρωποι, καί σάν ὠργανωμένη Πολιτεία, ἐφήρμοζαν τό εὐαγγελικό κοινωνικό σύστημα τῆς Ἀποστολικῆς ἐποχῆς. (Πραξ. δ’ 32 κ.α.).
Ἀλλ’ ὁ Θεός ὅμως ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἐνωμένη μέ τήν ἀγάπη καί τή φιλαλληλία τήν ἀνθρωπότητα, δέν εὐλογεῖ τίς κοινωνικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τῶν παιδιῶν του. Ἡ μεταθανάτια ζωή θά διαλύσῃ τήν πλάνη ἐκείνων πού ἰδιοποιοῦνται τ’ ἀγαθά τοῦ Θεοῦ κατ’ ἀποκλειστικότητα ἐγωιστική γιά τούς ἑαυτούς των. Τότε, κάθε ἐπίκλησι πρός εὐσπλαγχνίαν θά εἶναι ματαία γιά τούς σκληρούς καί ἄπονους πλουσίους. Τότε θά ἰσχύσῃ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία καί ἡ κοινή συνείδησι προσδοκᾷ καί ἀποδέχεται.

(1904 – 1992)
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.