
2η. Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, Ε’ ΛΟΥΚΑ, (Πτωχοῦ Λαζάρου) Λουκ. ιστ’ 19 – 31, ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 380 – 383).
«Ἔχουσι Μωϋσέα καί Προφήτας, ἀκουσάτωσαν αὐτῶν». Αὐτή εἶναι ἡ ἀπάντησι τοῦ Ἀβραάμ πρός τόν φλογιζόμενο πλούσιο τῆς παραβολῆς πού ὑπέβαλε τήν παράκλησι νά πληροφορηθοῦν τ’ ἀδέλφια του τά ἐξ ἴσου πλούσια ἀλλά καί ἀνάλγητα ὅπως αὐτός, γιά ν’ ἀλλάξουν μυαλά καί διαθέσεις, γιατί ἡ κόλασις εἶναι μιά πραγματικότης. Εἶναι ἑτοιμασαμένη γιά τούς ἀπίστους, τούς ὑλιστές αἰσθησιακούς καί, μάλιστα, τούς ἀνελεήμονας. Καί ἐρωτᾶται: Εἶναι ἀνέλεος καί σκληρά ἡ ἀπάντησις; Ὄχι! Κατά τό σπαρτό πού σπέρνει ὁ καθένας μας καί θά θερίσῃ. Εἴτε στή φυσική σφαῖρα ἐφαρμοσθῇ ἡ παροιμία εἴτε στήν ἠθική, εἶναι τό ἴδιο. Ποτέ τό καλαμπόκι δέν φυτρώνει σάν ρύζι, γιατί δέν εἶναι ρύζι ὁ σπόρος, ὅπως καί τό ρύζι δέν γίνεται καλαμπόκι. Ποτέ ὁ πλούσιος ἀνάλγητος καί ἀνελεήμων ἔναντι τῆς προκαλούσης τά αἰσθήματα οἴκτου ἀνθρωπίνης δυστυχίας δέν πρέπει νά εὐελπιστῇ μετά θάνατον σέ συνέχισι μιᾶς ὑλικῆς εὐδαιμονίας, σ’ έναν ἄϋλο πνευματικό κόσμο, οὔτε καί ἡ ἄβυσσος τῶν παθών του νά μεταβληθῇ σέ κρυστάλλινα νερά πηγῆς γιά δροσισμό τῆς φλεγομένης καί μή ἀποτεφρουμένης γλώσσης. Ἐδιάλεξε τή ζωή ἑνός παχυλοῦ αἰσθησιασμοῦ, ἐγωιστικά, λόγῳ τοῦ πλούτου του, περιφρονῶν φτωχούς, πεινασμένους, γδυτούς, πληγωμένους, ἐν γνώσει του ὅτι καί αὐτοί ἦσαν πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἔζησε ἠθικά ἀναίσθητος καί μέ τήν πλάνη ὅτι ἡ ὑλική καλοπέρασι καί τά πλούτη πού τήν τροφοδοτοῦν χαρίζουν μακροζωία, κι’ ὅτι κάθε συμπάθεια καί συμπόνια πρός τό δυστυχῆ συνάνθρωπό μας εἶναι ἀδυναμία.
Λισμονεῖται ὅτι ὑπάρχει ὅριο παρατάσεως τῆς ἐδῶ ζωῆς μας. Ὅλα πεθαίνουν μετά τό ἅπλωμα τῆς ἁμαρτίας. Καί τά σίδερα ὀξειδώνονται, καί τά ξύλα σαπίζουν, ὅσῳ ἄσηπτα κι’ ἄν φαίνωνται, μέ τόν καιρό, καί οἱ σκληροί βράχοι σαθροῦνται μέ τίς καιρικές μεταβολές, καί ὁ φυτικός κόσμος ἀφανίζεται, καί τό ζωϊκό βασίλειο σιγά – σιγά ἐκλείπει μηδενιζόμενο, καί αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀποδημεῖ σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, γιατί ὁ Θεός οἰκονόμησε ἔτσι τά πράγματα, ὥστε, ἐξαιρετικῶς αὐτός μέ τήν ἀθάνατη ψυχή του νά μείνῃ ἀθάνατος πλησίον τοῦ Ἀθανάτου Θεοῦ, καί κάτω ἀπό τήν ἄφατη λαμπρότητα τοῦ φωτός τῆς αἰωνίας δόξης του ὅπου οἱ ἀσώματοι Ἄγγελοι καί τῶν μακαρίων ἁγίων οἱ ψυχές μέ πλήρει συνείδησι, νά ἀπολαμβάνουν τῶν ἀγαθῶν πού ὑπεσχέθη ὁ Θεός σ’ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν Β. Τιμ. δ’ 8. Αὐτή ἡ ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀπό τόν Ἐνανθρωπήσαντα Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ ἀπεκαλύφθη στόν Κόσμο, καί διδάσκεται περισωθεῖσα στό ἱερό βιβλίο πού λέγεται «Καινή Διαθήκη», ἡ ὁποία ἐσφραγίσθη μέ τό Πανάγιον Αἷμα τῆς Θυσίας τοῦ Θεανθρώπου, δέν ἠμπορεῖ νά ἀγνοηθῇ. Τοῦτο, γιατί αὐτή πρέπει νά ρυθμίζῃ καί τήν ὅλη μας ζωή ἐντεῦθεν καί ἐκεῖθεν τοῦ τάφου. Ἡ χοιρώδης ζωή τοῦ πλουσίου καί ἡ ἀναλγησία του ἔναντι τῆς τραγῳδίας τοῦ Λαζάρου ἔδιδε μιά ὑλική ἀσφάλεια, μιά ξεγνοιασιά, μιά ἡδονική σέ ἀνώτατο βαθμό αἰσθησιακή γεῦσι, καί ἐφ’ ὅσον τό σῶμα, αὐτή ἡ ζωντανή λάσπη, διεκρίνετο γιά τή ζωτικότητα καί ρωμαλεότητα, τόν ἀπύθμενον ὀργασμό τῆς σαρκός. Ὅταν ἡ ζωτικότης ἠφανίσθη, ἡ σάρκα στίφτηκε, οἱ ἡδονικές ἀπαιτήσεις ἀπέθαναν μέ τήν πρόοδο τῆς ἡλικίας καί τήν παρακμή, ὁ δέ πλοῦτος ηχρηστεύθη καί τέλος ὁ ζωντανός ὀργανισμός ἐνεκρώθη καί, γιά νά μή βρωμίση, ἐτάφη τό γρηγορώτερο δυνατόν, τό σκηνικό τῆς μεταθανατίου ζωῆς ἀλλάζει ἄρδην. Καί εἶναι τοῦτο μιά ἀδιάψευστη ἀλήθεια, μιά πραγματικότης, ἀφοῦ ὑπάρχουν νεκροταφεῖα πού τή διαλαλοῦν κάθε στιγμή τῆς ἡμέρας, ὅπως ἔλεγεν ὁ Σενέκας στό φιλήδονο καί θηριώδη Νέρωνα.
Στήν περίπτωσι τοῦ πλουσίου πού ἐνσυνειδήτως ἐνδιαφέρθη μετά θάνατον ὕστερα ἀπό τήν τελείως ἀντίθετη ζωή γιά τούς ἀδελφούς του, ἡ ἀπάντησι τοῦ Ἀβραάμ εἶναι ὅτι οἱ Γραφές προειδοποιοῦν περί τῶν συνεπειῶν τῆς ἀπιστίας, τῆς σκληρότητος καί τῆς ἀναλγησίας, μετά θάνατον. Ἡ νέα ζωή φέρει τή σφραγῖδα τῆς δικαιοσύνης πλέον τοῦ Θεοῦ καί δέν εἶναι σκληρότης ἡ θλῖψι καί ἡ στεναχωρία τῶν κακῶν ἀνθρώπων πού θα ἤθελαν καί τήν πίτταν ἀκέραια καί τό σκύλο χορτάτο. Δηλαδή ζῶντες ἐν ἀπιστίᾳ, μέσα στή χυδαιότητα, θρησκευτικήν ἀδιαφορίᾳ καί περιφρόνησι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα, τήν προκλητικότητα, καί ἀπολαμβάνοντες τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ νά μήν ἔχουν λόγον ἀπολογίας, νά θέλουν μεταθανάτιον εὔνοια καί συνέχισι τῆς καλοπεράσεως εἰς βάρος τῆς δικαιοσύνης. Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀνοχή του, ἡ εὐσπλαγχνία τήν ὁποία ζητοῦσε μετά θάνατον ὁ σκληρόκαρδος ὑλιστής καί εὐδαιμονιστής πλούσιος ἔπαψε νά ἔχῃ θέσι, καί τό λόγο ἔλαβεν ἡ δικαιοσύνη του. Καί ὅπως δέν ἧταν δίκαιον ὁ ὑπομονητικός Λάζαρος μετά θάνατον νά ὑποφέρῃ συνέχεια, ἀλλά νά διάγῃ ἀπηλλαγμένος ἀπό κάθε εἴδους ὄχλησι καί νά ζῇ μέσα σέ χῶρο μακαριότητος αἰωνίας, ἔτσι καί ὁ πλούσιος δέν ἐδικαιοῦτο νά κολυμπάῃ σέ πελάγη εὐτυχίας πνευματικῆς, ἐφ’ ὅσον ἔζησεν ἀπολαμβάνων, ἐν ἁμαρτίαις πολλαῖς, τῶν ἀστειρεύτων ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ μέ περονιαστές προκλήσεις ἔναντι τῶν φτωχῶν καί ἐμπεριστάτων. Τό ἠθικό ποιόν τῶν ἀνθρώπων κανονίζει καί τό βαθμό τῆς δικαιώσεως μετά θάνατον. Βρυκόλακες μύθων δέν ὑπάρχουν πλέον.

(1904 – 1992)
Ἡ Εἰκόνα καί ἡ φωτογραφια τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.