
3η. Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, Ζ’ ΛΟΥΚΑ, (Λουκ. η’ 41 – 56), ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἄθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», (1980) (σελ. 400 – 402).
Με τήν ἀφορμή πού μᾶς δίνουν τά δυό θαύματα, τῆς ἐγέρσεως τῆς θυγατρός τοῦ Ἰαείρου καί τῆς θεραπείας τῆς ἐπί δωδεκαετίαν ὅλην αἱμορροούσης, ἐρωτᾶται ἄν τό θαῦμα εἶναι ἀναγκαίο γιά νά στηριχθῇ ἡ πίστι στό Χριστό. Καί εἶπε μέν ὁ Κύριος στό Θωμᾶ ὅτι ἡ πίστις ἑλκύει τή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί θαυματουργεῖ, χωρίς τό θαῦμα σάν μιά καταπληκτική ἐμπειρία νά εἶναι ἀπαραίτητο για ὅσους κάτω ἀπό τήν ἐπίδρασι τοῦ θείου λόγου, γραπτοῦ ἤ προφορικοῦ, «κατανύγονται τῇ καρδίᾳ» καί μέ τό φῶς τῆς θείας ἐλλάμψεως γνωρίζουν ὡς ἐν ἐσόπτρῳ ἐν αἰνίγματι τό Θεό, καί ταὐτίζουν τό θέλημά τους μέ τό θέλημα Ἐκείνου, ὥστε νά προάγωνται πνευματικῶς μέ τήν ἄσκησι: προσευχή, νηστεία, ἄν τό ἐπιτρέπῃ ἡ ὑγεία μας, ἐγκράτεια εὐαγγελική, βαθειά συνειδητή θεώρησι τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, αὐτοσυγκέντρωσι κατά χρονικά διαστήματα καί περισυλλογή. Ὅμως καί αὐτή ἡ ἕλξι τοῦ Οὐρανοῦ πού εἶναι ἴδιον τῶν προνομιούχων ψυχῶν περισσότερον ἐκ ψυχοκατασκευῆς, οἰκογενειακῆς ἀνατροφῆς καί ἀγωγῆς, μιᾶς καλλιεργείας γιά τήν ἀποδοχή τῆς θείας ἐνεργείας μέσῳ τῆς δωρεάς τῆς Χάριτος, εἶναι ἕνας τρόπος τῆς θαυματουργικῆς ἐπεμβάσεως, χωρίς φυσικά καταναγκασμό καί, συνεπῶς, ἄρσιν τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὅτι γίνεται εὐχαρίστως δεκτόν, ἔστω καί ἄν ἐπιβάλλῃ κινητοποίησιν τῶν ψυχικῶν μας δυνάμεων κοπιώδη, ἀκριβῶς γιατί ἀποσκοπεῖ στήν πνευματική μας πρόοδο μέ τήν ἀποτοξίνωσι τοῦ ψυχοσωματικοῦ μας ὀργανισμοῦ ἀπό τά δηλητήρια τοῦ πολυσυνθέτου Κακοῦ πού ἀποτελεῖ ἐμπόδιο στό νά σκεπτώμεθα ὀρθῶς καί ἑπομένως νά πράττουμε ὀρθῶς, δέν καταναγκάζει γιατί μᾶς ἀρέσει ὅπως μᾶς ἀρέσει καί ἕνα λουτρό καθαρμοῦ.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι ἰδιοσυγκρασιακῶς καί ἰδιοσυστασιακῶς οἱ ἴδιοι, οὔτε ἔχουν τήν ἠθική βούλησι ἰσόβαθμη ὅπως καί τήν ἐκ τῆς ψυχοκατασκευῆς των καλοπροαίρετη θέλησι ἤ καί κρίσιν ἑνός ὡλοκληρωμένου ἀνθρώπου. Ἀπόδειξις ὅτι ὁ Κύριος ἤλεγξε καί τό Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα πού πήγαιναν πρός Ἐμμαούς ὡς «ἀνοήτους καί βραδεῖς τῇ καρδίᾳ τοῦ πιστεῦσαι πᾶσι τοῖς ἐν ταῖς Γραφαῖς ρήμασι» πού ἀνεφέροντο στά συνταρακτικά γεγονότα τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Λουκᾶ κδ’ 25. Ὑπάρχουν οἱ εὔπιστοι, οἱ δύσπιστοι καί οἱ ἄπιστοι. Οἱ εὔπιστοι, καί ὄχι οἱ κληρονομικῶς βεβαρυμένοι ἀγαθιάρηδες, εἶναι αὐτοί πού πρό τῆς ὑποβλητικότητος τοῦ Σύμπαντος, πιστεύουν στό Θεό Δημιουργό, σάν λογικοί καί ἀπροκάληπτοι ἄνθρωποι· πρό τῆς μαρτυρίας τῶν προφητῶν καί τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ Ἰησοῦ καί τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας, πιστεύουν στή θεότητα τοῦ Κυρίου· γευόμενοι δέ τῶν δωρεῶν τῆς Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος πιστεύουν στή Θεότητά του. Ἔπειτα ἔρχονται οἱ δύσπιστοι, οἱ Θωμάδες, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν χειροπιαστές ἀποδείξεις, ἴσως – ἴσως καί λόγῳ τῆς παρουσίας κατά χρονικά διαστήματα διαφόρων ἀπατεώνων τερατουργῶν πού…….. καταπίνουν γυαλιά, καρφιά λαμαρίνες καί ξερνοβολοῦν φίδια ἤ κλωστές κ.τ.λ. Καί οἱ ζητούμενες ἀποδείξεις ἐκ μέρους τῶν δυσπίστων δέν σημαίνουν ὀρθολογιστική προκατάληψι ἀλλ’ ἀδυναμία νά πιστέψουν στά υπέρλογα. Γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, λοιπόν, ἐγένοντο, γίνονται καί θά γίνωνται τά θαύματα σάν ὑπερφυσικά γεγονότα σάν μιά μαρτυρία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Αὐτά, βεβαίως, ἀναγκάζουν σέ πίστι ἔπειτα ἀπό ἕνα ἰσχυρό ἐντυπωσιασμό, ἀλλά καί δέος πού προκαλοῦν. Γίνεται ἐδῶ μιά συγκατάβασι χάριν τῶν ἀδυνάτων, ἀλλά καλοπροαιρέτων ἀνθρώπων πρός ἐνίσχυσιν τῆς πίστεως, δηλαδή τοῦ ὀργάνου μέ τό ὁποῖον ἡ ψυχή ἐγγίζει τό Θεό καί παίρνει πνευματικόν ὁπλισμόν. Ὥστέ τό θαῦμα εἶναι εὔνοια τοῦ Θεοῦ στόν ταπεινόν ἄνθρωπον καί ἀπόδειξι τῆς ἀγάπης του πρός τό πλάσμα πού κλαίει κατά καρδίαν καί φωνάζει: «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν» Λουκᾶ ιζ’ 5. Ἄρα καί ἀναγκαῖον εἶναι γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀδυνάτου πιστοῦ πού οὔτε περίεργος εἶναι, οὔτε φιλοπαίγμων καί θεοπαίκτης.
Μετά τούς δυσπίστους ἔχουμε τούς ὀρθολογιστάς καί ἀπίστους. Οἱ πρῶτοι σάν ἐγωϊστές ζητοῦν νά λύσουν τά προβλήματα καί τά ὑπερφυσικά γεγονότα μέ τήν κριτική κοπίδα τοῦ πεπερασμένου μυαλοῦ τους, ἀγνοοῦντες τήν σκοπιμότητα, πρᾶγμα ἐκδήλως ἀνόητον. Ὅπως ἡ θάλασσα δέν μπορεῖ νά χωρέσῃ μιά μικρή παιδική λακκούβα στήν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ, ἔτσι καί ἡ κρανιακή κάψα τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ἐννοήσῃ τή φύσι, τήν οὐσία ἀλλά καί τή σκοπιμότητα παντός ὑπερφυσικοῦ. Πίστει νοοῦνται ὅλα ὅσα ξεφεύγουν ἀπό τήν ἀνθρωπίνη κατάληψι. Τό λόγο ἔχει ἡ καρδιά. Ὁ ὀρθολογισμός δέρνει περισσότερο τίς προτεσταντικές χῶρες καί τούς ἔξυπνους βλάκες. Ὡς πρός τούς ἀπίστους, αὐτοί, αἰχμάλωτοι τοῦ σατανισμοῦ των μέ θεοποίησι τῆς διανοίας τους κρατοῦν καί τ’ αυτιά τους κλειστά γιά νά μήν ἀκούσουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ ὅπως καί τά μάτια τους γιά νά μή διαβάσουν τάς Γραφάς καί σωθοῦν, παρ’ ὅτι ὁμιλοῦν γιά ἀναμφισβήτητα γεγονότα. Ἑπομένως δέν τούς χρειάζονται τά θαύματα. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράσις τοῦ Ματθαίου, κατά τήν ὁποίαν ὁ Ἰησοῦς «ἐλθών εἰς τήν ἰδίαν πόλιν οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάμεις», τοὐτέστιν θαύματα, διά τήν ἀπιστίαν αὐτῶν. Ἦσαν γι’ αὐτούς ἀνωφελῆ.

(1904 – 1992)
Οἱ εἰκόνες τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.