
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Δ’ ΛΟΥΚΑ ἢ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ’ ΟΙΚΟΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Λουκ. 8, 4 – 15), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 217).
«Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ» (Λουκ. 8, 5).
Ἡ ἐποχή αὐτή, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἐποχή τῆς σπορᾶς. Τό καλοκαίρι πέρασε. Ἔφθασε τό φθινόπωρο. Ὁ καιρός ψύχρανε. Ὁ οὐρανός βρέχει καί ἄφθονο νερό ποτίζει τή γῆ. Τά χώματα, πού ἦταν ξερά ἀπ’ τόν καυτερό ἥλιο τοῦ καλοκαιριοῦ, τώρα μαλακώνουν. Οἱ γεωργοί πηγαίνουν στά χωράφια. Ἀρχίζει ἡ δουλειά.
Ἄλλοτε πολύ κουράζονταν οἱ γεωργοί γιά νά καλλιεργήσουν τή γῆ. Μέ ἀλέτρια, πού ἔσερναν βόδια καματερά, ὄργωναν τά χωράφια. Μέρες πολλές περνοῦσαν γιά τό ὄργωμα. Ἀλλά τώρα ἦλθε ἡ μηχανική καλλιέργεια καί ἀνακούφισε πολύ τούς γεωργούς μας. Τρακτέρ μέ τά ἀτσαλένια τους ἀλέτρια ὀργώνουν βαθειά τή γῆ, ἀνοίγουν αὐλάκια καί μέσα στ’ αὐλάκια οἱ γεωργοί ῥίχνουν τό σπόρο διαλεγμένο. Μιά προσευχή ἀκούγεται· Θεέ, εὐλόγησε τή σπορά! Ἡ Ἐκκλησία, στοργική μάνα, κάθε φορά στή θεία λειτουργία δέν ξεχνᾷ τούς γεωργούς. Εἰδική δέησι κάνει γι’ αὐτούς ὁ ἱερεύς· «Ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς καί καιρῶν εἰρηνικῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν».
Κ’ ἔχουν ἀνάγκη οἱ γεωργοί μας ἀπό τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅσο καλά κι ἄν εἶνε τά χωράφια μας, κι ὅσο βαθειά καί νά σκάψουν καί νά ὀργώσουν, κι ὅσο ἐκλεκτό σπόρο νά σπείρουν, κι ὅσα λιπάσματα νά ῥίξουν, ὅλα πηγαίνουν χαμένα, ἄν ὁ καιρός δέν εἶνε εὐνοϊκός. Ἕνας παγωμένος ἀέρας, ἕνα δυνατό κρύο, πού κρατάει πολλές μέρες, ἤ ἕνας ἀέρας καυτός, λίβας, ἤ μιά ἐπιδρομή ἀπό ἀκρίδες κι ἄλλα βλαβερά ἔντομα καταστρέφουν τήν καρποφορία· καί δέν εἶνε σπάνιο τό φαινόμενο, οἱ γεωργοί μας νά σπέρνουν καί νά μή θερίζουν. Γι’ αὐτό παραπάνω ἀπ’ ὅλα εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ὑπάρχει εὐλογία; Τότε ἡ σοδειά θά εἶνε πλούσια.
Ἀλλά πῶς νά ὑπάρχῃ εὐλογία Θεοῦ, ὅταν οἱ γεωργοί μας, παρασυρμένοι κι αὐτοί ἀπ’ τά κακά παραδείγματα τῶν πόλεων, δέν ἐκκλησιάζονται, δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μερικοί δέ ἀπ’ αὐτούς ἔχουν γίνει τόσο ἀσεβεῖς, ὥστε τήν ὥρα πού σπέρνουν τό σπόρο στή γῆ βλαστημοῦν τό Θεό; Ποῦ εἶνε ἡ εὐσέβεια τῶν γεωργῶν τῶν περασμένων χρόνων; Φτωχοί ἐκεῖνοι, χωρίς τρακτέρ, χωρίς μηχανική καλλιέργεια, χωρίς δάνεια από κανένα ὀργανισμό, χωρίς βοήθεια ἀπό καμμιά τράπεζα, ἀλλά μέ μόνη τήν πίστι στό Θεό δουλεύανε τή γῆ· κ’ ἡ γῆ, εὐλογημένη ἀπ’ τό Θεό, τούς ἔδινε ὅ,τι χρειάζονταν γιά τή ζωή τους. Τό «Δόξα σοι, ὁ Θεός» δέν ἔλειπε ἀπ’ τά χείλη τους.
Ἀλλά γιατί τά λέμε ὅλα αὐτά; Γιατί μιλᾶμε γιά γεωργία καί γεωργούς, γιά χωράφια καί καλλιέργεια γῆς; Διότι τό Εὐαγγέλιο, πού διαβάζεται σήμερα σ’ ὅλες τίς ἐκκλησίες, μᾶς δίνει τήν ἀφορμή.
Τό σημερινό Εὐαγγέλιο εἶνε παραβολή. Μιά ὄμορφη παραβολή, πού εἶπε ὁ Χριστός. Εἶνε ἡ παραβολή τοῦ Σπορέως. Στήν παραβολή αὐτή ὁ Χριστός κάνει λόγο γιά ἕνα γεωργό, πού βγῆκε νά σπείρῃ τό σπόρο του. Κ’ ἔσπειρε τό σπόρο. Ἔσπειρε παντοῦ. Ἀλλ’ ἀπό τά τέσσερα μέρη τοῦ σπόρου ἕνα μόνο μέρος καρποφόρησε. Τά ἄλλα τρία μέρη τοῦ σπόρου πῆγαν χαμένα. Ὄχι γιατί ὁ σπόρος δέν ἦταν καλός. Ὁ ἴδιος σπόρος ἦταν. Ἀλλά διότι τά μέρη ὅπου ἔπεσαν οἱ σπόροι αὐτοί δέν ἦταν κατάλληλα. Τό ἕνα μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε στό δρόμο τόν χιλιοπατημένο· πέταξαν τά πουλιά καί τόν πῆραν. Τό ἄλλο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε σέ μέρη πού ἦταν γεμᾶτα πέτρες· καί μόλις φύτρωσε, ξεράθηκε, γιατί δέν ὑπῆρχε δροσιά. Τό τρίτο μέρος ἔπεσε σέ γῆ γεμάτη ἀγκάθια· φύτρωσε, ἀλλά τ’ ἀγκάθια ἔπνιξαν τό σπόρο. Καί μόνο τό τελευταῖο μέρος τοῦ σπόρου ἔπεσε σέ καλή γῆ, φύτρωσε, κι ὁ ἕνας σπόρος ἔγινε ἑκατό.
Ἀγαπητοί μου, αὐτή εἶνε ἡ παραβολή τοῦ Σπορέως. Ἀλλά στίς παραβολές, ὅπως εἴπαμε καί ἄλλοτε, ὁ Κύριος ἄλλα λέει καί ἄλλα ἐννοεῖ. Ἐρωτοῦμε; Ποιός εἶνε ὁ γεωργός; Ποιός εἶνε ὁ σπόρος; Ποιά εἶνε τά διάφορα ἐδάφη ὅπου ἔπεσε ὁ σπόρος; Μέ συντομία θ’ ἀπαντήσουμε.
Ὁ γεωργός εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, πού ἔσπειρε καί ἐξακολουθεῖ νά σπέρνῃ τόν πολύτιμο σπόρο του. Ὁ σπόρος του εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ διδασκαλία, τό κήρυγμα. Τά δέ διάφορα μέρη, ὅπου ἔπεσε ὁ σπόρος, εἶνε οἱ καρδιές τῶν ἀνθρώπων, πού δέν εἶνε ὅμοιες μεταξύ τους. Ἄλλες καρδιές εἶνε σκληρές σάν τό δρόμο, πού ὅσο σπόρο κι ἄν ῥίξῃς, δέν πιάνει. Ἄλλες καρδιές εἶνε σάν τά πετρώδη ἐδάφη. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἔχουν καλή διάθεσι, ἀκοῦνε μέ εὐχαρίστησι τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὅταν παρουσιαστοῦν ἐμπόδια καί πειρασμοί ἀπ’ τό διάβολο καί τά ὄργανά του, τότε ὅλος ὁ ἐνθουσιασμός τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν μαραίνεται καί σβήνει κι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κανένα ἀγαθό ἀποτέλεσμα δέν φέρνει στίς ψυχές αὐτές. Οἱ δέ ἄλλοι εἶνε σάν τή γῆ πού εἶνε γεμάτη ἀγκάθια. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀκοῦνε μέ χαρά τό λόγο τοῦ Θεοῦ, προσπαθοῦν νά τόν ἐφαρμόσουν, ἀλλ’ ἔχουν μπλεχτῆ μέ κοσμικές φροντίδες καί μέριμνες, πού μέρα καί νύχτα σάν ἀγκάθια μυτερά τούς κεντοῦνε καί δέν τούς μένει καιρός γιά τήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς τους. Διασκεδάσεις, αἰσχροί ἔρωτες, δίψα, λύσσα γιά νά μαζέψουν λεφτά καί νά γίνουν πλούσιοι ἔχουν μεταβάλει τήν καρδιά τους σέ χέρσο χωράφι, πού ἔχει γεμίσει ἀγκάθια. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές αὐτές δέν καρποφορεῖ.
Τί κρῖμα! Τόσος σπόρος, τόση διδασκαλία, τόσες κατηχήσεις καί κηρύγματα, ὅλα πᾶνε χαμένα.
Ἀλλά δόξα τῷ Θεῷ! Ὑπάρχει καί μιά μερίδα ἀκροατῶν, πού οἱ καρδιές τους εἶνε σάν τήν καλή γῆ. Ἀκοῦνε μέ χαρά τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Τόν παίρνουν καί τόν φυτεύουν βαθειά μέσ’ στήν καρδιά τους. Τόν μελετοῦν κάθε μέρα. Πιστεύουν. Ἔχουν μεγάλη ὑπομονή. Νικοῦν ὅλα τά ἐμπόδια καί τούς πειρασμούς, κι ὁ Θεός, πού βλέπει τήν προθυμία, τούς κόπους καί τόν ἀγῶνα πού κάνουν γιά νά ἐφαρμόσουν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τούς εὐλογεῖ. Οἱ ψυχές αὐτές εὐωδιάζουν, γεμίζουν ἀπό καρπούς, ἀπό ἀρετές καί καλά ἔργα. Οἱ ψυχές αὐτές εἶνε τό εὐλογημένο χωράφι τοῦ Θεοῦ, πού τό βλέπει κανείς καί τό χαίρεται.
Καί γεννιέται τό ἐρώτημα· Ἐμεῖς, ὅσοι πᾶμε στήν ἐκκλησία κι ἀκοῦμε τό λόγο τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς τί εἴμαστε; Εἴμαστε δρόμος σκληρός καί πατημένος; Εἴμαστε χωράφι γεμᾶτο πέτρες, γεμᾶτο κακίες καί ἐλαττώματα; Εἴμαστε χωράφι γεμᾶτο ἀγκάθια, γεμᾶτοι φροντίδες καί μέριμνες καί ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες; Ἤ εἴμαστε καλή γῆ, χωράφι καλλιεργημένο, ἕτοιμο νά δεχθῇ τό σπόρο καί νά καρποφορήσῃ; Ὁ καθένας μας ἄς ἀπαντήση…
Χωράφι, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ καρδιά μας. Κι ἄν ἀκόμη εἶνε γεμᾶτο πέτρες κι ἀγκάθια, κακίες κ’ ἐλαττώματα καί πάθη καί κακές ἐπιθυμίες, ἄς μήν ἀπελπισθοῦμε. Ἂς παρακαλέσουμε τό Θεό κι ἄς ἐργασθοῦμε. Τό πιό χέρσο χωράφι, ἄν καλλιεργηθῇ, μπορεῖ νά γίνῃ θαυμάσιο περιβόλι. Κ’ ἡ πιό ἄγρια ψυχή, ἡ ψυχή ἑνός λῃστοῦ, ἄν περάσῃ ἀπό πάνω της τό ἀλέτρι τοῦ πόνου, ἄν ποτιστῇ μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας, ἄν πέσῃ ἡ φωτιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τότε ἡ ἄγρια ψυχή ἡμερεύει καί γίνεται ἁγία καί καρποφορεῖ ἑκατονταπλασίονα. Λῃστές καί πόρνες, ἄγρια χωράφια, χωράφια τοῦ διαβόλου, μετανοοῦν καί γίνονται χωράφια τοῦ Θεοῦ.
Ὅλοι, λοιπόν, στήν ἐντατική καλλιέργεια τοῦ ἀνεκτιμήτου αὐτοῦ ἀγροῦ, πού λέγεται ἀνθρώπινη ψυχή.

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Ἡ Εἱκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου, ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.