
1η. Ἀνάλυσι τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, Δ’ ΛΟΥΚΑ, (Λουκᾶ, η’ 5 – 15), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», (1980) (σελ. 370 – 372).
Πολλοί φιλόσοφοι τοῦ καφενείου καί ψυχοσωματικά προώρως γηρασμένοι ἤ καί ἐπιπόλαιοι πού παίζουν ἐν οὐ παικτοῖς, πρός δικαιολογίαν τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἠθικῆς ἀποχαλινώσεώς των, ἀντί νά ἐρευνήσουν τά βάθη τους καί νά ἀνακαλύψουν τήν αἰτία τῆς αἰχμαλωσίας τους ἀπό τά σαρκικά καί πνευματικά πάθη, κατακρίνουν τόν εὐαγγελικό λόγο ὡς τάχα στερούμενο δυνάμεως νά δράσῃ θεραπευτικῶς καί σωστικῶς. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ἀγκαλιά μέ τίς καθόλου αἰσθησιακές καί κοσμικές ἀπαιτήσεις τους, πρός ἱκανοποίησιν τῶν ὁποίων ὡς μόνον σύμβουλο καί ὁδηγόν ἔχουν ὄχι τόν καθαρό νοῦν καί τά τῆς καρδίας ἀνώτερα αἰσθήματα κάτω ἀπό τό φῶς τῆς ἀληθοῦς θεογνωσίας καί χριστιανικῆς ἠθικῆς, ἀσφαλῶς δέν ποθοῦν εἰλικρινά τήν δι’ ἀγώνων προσωπικῶν καί τῆς συνεργείας τῆς θεϊκῆς Χάριτος, μέσῳ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, πνευματική τους ὁλοκλήρωσι. Καί δέν ἔχουν ὑπ’ ὄψιν τους ὅτι τό γκρέμισμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ, ἡ πειθαρχία πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ προσωπική πάλη, ἀνοίγει διάπλατα καί τό παράθυρο νά εἰσέλθῃ ὁ ἥλιος τῆς ψυχικῆς ὑγείας καί τῆς ἡμερώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἠθέλησαν νά σταθοῦν σέ προσοχή ἐνώπιον μυριάδων ὑπάρξεων καί νέφους μαρτύρων γιά νά καταλάβουν τή δύναμι τῆς δραστικότητος τοῦ λόγου, πού σάν μυστικός ἀγωγός τῆς οὐρανίας Χάριτος μετέβαλε τούς ἀκρατεῖς σέ ἀσκητές, τούς ἀπίστους σέ θεολόγους, τούς φιλαργύρους σέ φιλανθρώπους, τούς βραδύγλωσσους σέ ρήτορες, τούς ἀγραμμάτους εἰς Οἰκουμενικούς Διδασκάλους, τούς ἀσόφους καί ἀσήμους σέ σοφούς ἐν Χριστῷ πού κατεξηυτέλισαν τή φιλοσοφία τοῦ «κόσμου» τούτου, ἀλλά καί τούς πλέον ἁμαρτωλούς ἀνεβίβασε στήν κορυφή τῆς ἁγιότητος, καί ἔδωσε δεῖγμα κοινωνικῆς ζωῆς πρό τῆς ὁποίας τά λεγόμενα σοσιαλιστικά συστήματα δέν εἶναι, παρά μικροβιοφόροι ἐκχυμώσεις.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὅπως καί ὁ Ζολά, παίρνουν τήν κακή ὄψι τῆς ζωῆς μέ τήν ὁποῖα ταυτίζουν καί τή δική τους καί κατηγοροῦν τόν εὐαγγελικό λόγον ὡς μή θαυματουργοῦντα γιά τήν ἀλλαγή πρός τό καλλίτερο τῶν καρδιῶν πού δέν πιστεύουν, ἀλλά καί ἀντιστέκονται κατά τῆς ἀληθείας. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ξύλο νά πελεκηθῇ ἤ πέτρα νά σκαλισθῇ, ἤ λάσπη νά ζυμωθῇ καί νά γίνῃ ὅτι δέν θέλει. Εἶναι προνομιοῦχος καί ἐλεύθερος. Ἔχει λογική καί κριτικόν νοῦν. Ἠμπορεῖ, κάλλιστα, νά ξεχωρίζῃ τό καλό ἀπό τό κακό, τό μόνιμον ἀπό τό ἐφήμερο, ὁ δέ εὐαγγελικός λόγος τοῦ εἶναι, ἐν περιπτώσει πλάνης του, ὁ μοναδικός οὐρανοδρόμος, σάν ἄσφαλτος σύμβουλος στή ζωή του. Ἄν καί αὐτός ἐκφράζη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ ὁποίου ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος, Α’ Θεσ. δ’ 3, ἐπροτίμησε τίς ἄμεσες προσφορές τῆς σαρκός ἐκ τῆς ὁποίας θερίζει φθοράν, καί ἡ καρδιά, πού θεωρεῖται τό χωράφι γιά τόν οὐράνιο σπόρο, γίνεται βάλτος. Στό βάλτο δέν εὐδοκιμεῖ ὁ καθαρός σῖτος, ἀλλά σαπρόφυτα. Τή δεκτικότητά της χάνει ἡ καρδιά καί ἡ δραστικότης τοῦ λόγου ἐπιστρέφει στό λόγο. Ὁ γεωργός ματαιοπονεῖ, ἀλλά καί κακίζεται ὅταν σπείρῃ σέ βαλτότοπο.
Λοιπόν; Περί ποιᾶς ἀδυναμίας τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁμιλοῦν ἐκεῖνοι πού ἐνῶ ὁ ἥλιος μεσουρανεῖ καί λάμπει, σάν τυφλοί καί ἀναίσθητοι οὔτε τόν βλέπουν οὔτε τόν αἰσθάνονται; Ἄν ὅμως ὑπάρχουν οἱ πολλοί πού ἔχουν μεταβληθῆ σέ «βόλβιτα», δηλαδή εἰς βώλους ἀκαθάρτους στά πόδια τῶν κοπροκανθάρων, ὑπάρχει πάντως καί πλῆθος εὐγενῶν ὑπάρξεων πού ἠλεκτρισθέν ἀπό τά ῥήματα, τή ζωή καί τή Θυσία τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, ἐδέχθησαν τήν εὐαγγελική σπορά, τήν ἐκαλλιέργησαν καί, ὑπό τήν αὔραν τοῦ Παναγίου Πνεύματος τήν εἶδαν νά καρποφορῇ καί νά χρυσίζῃ σάν ὥριμος σῖτος, ἐν ἀρεταῖς, πού ἐπροκάλεσαν καί προκαλοῦν τό θαυμασμό ὅλων τῶν ἀπροκαταλήπτων καί τιμίων Ἱστορικῶν. Τή δραστικότητα τῆς Χάριτος διά τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, δέν θά τήν ἀνακαλύψῃ κανείς οὔτε στά κέντρα διαφθορᾶς καί τῆς ἀκολασίας, οὔτε μεταξύ τῶν τελείως ἀπίστων καί χλευαστῶν τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς, τό κάλλος τῆς ὁποίας ἀδυνατοῦν νά ἀτενίσουν, ὅπως οἱ ἀσπάλακες τό φῶς τῆς ἡμέρας ἀλλά στό μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, στούς ὡραίους ἀγῶνας τῶν Πατέρων μας, στούς ἠθικούς μεταβολισμούς ἀνθρώπων πού ἔζησαν ἄλλοτε στήν ἁμαρτία, στήν εὐεργετική ἐπίδρασι πού πέτυχε τό Εὐαγγέλιο ἐπί τῆς νομοθεσίας τῶν λαῶν κλπ. Γιατί, ὅπως σημειώνει καί ὁ Ἀπόστολος «Ζῶν γάρ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργής καί τομώτερος ὑπέρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον καί διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καί πνεύματος, ἁρμῶν τε καί μυελῶν, καί κριτικός ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας».

(1904 – 1992)
Ἡ Εἰκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.