
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Γ’ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 7, 11 – 16), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 211).
«Καί εἶπε· Νεανίσκε, σοί λέγω, ἐγέρθητι. Καί ἀνέκαθισεν ὁ νεκρός καί ἤρξατο λαλεῖν» (Λουκ. 7, 14 – 15)
Στήν Παλαιστίνη, ἀγαπητοί, κατά τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μιά πόλις, πού ὠνομαζόταν Ναΐν. Ἡ πόλις αὐτή δέν ἦταν πολύ μακριά ἀπ’ τή Ναζαρέτ, ὅπου ὁ Χριστός ἔμεινε τά περισσότερα χρόνια. Ἡ Ναΐν ἦταν χτισμένη στούς πρόποδες τοῦ ὄρους Ἀερμών. Πρός ἀνατολάς ἁπλωνόταν μιά ἀπ’ τίς πιό εὔφορες πεδιάδες τῆς ἁγίας γῆς. Ὁ καθαρός ἀέρας πού φυσοῦσε ἀπ’ τίς κορφές τοῦ βουνοῦ, τά ἄφθονα νερά, τά περιβόλια πού ἦταν γεμᾶτα ἀπό ὀπωροφόρα δέντρα, τά κοπάδια πού βοσκοῦσαν στά λιβάδια, τά πουλιά πού κελαηδοῦσαν, ὅλα αὐτά ἔδιναν μιά ἐξαιρετική ὀμορφιά σ’ ὅλη τήν περιοχή· καί ἡ πόλις ὠνομαζόταν Ναΐν, πού στήν ἑβραϊκή γλῶσσα σημαίνει κάλλος, ὀμορφιά. Ναΐν, λοιπόν, ὡραία πόλις. Οἱ κάτοικοί της εὐτυχισμένοι.
Εὐτυχισμένοι; Ποιός εἶνε εὐτυχισμένος στόν κόσμο αὐτό; Πήγαινε, ἄνθρωπέ μου, στήν πιό ὄμορφη πόλι τοῦ κόσμου, νοίκιασε ἤ χτίσε ἕνα σπίτι πού νά ἔχῃ ὅλες τίς σημερινές ἀνέσεις, τρῶγε, πῖνε, διασκέδαζε, ἀπολάμβανε ὅλα τά ἀγαθά τῆς γῆς. Τίποτε νά μή σοῦ λείπῃ. Τί νομίζεις, θά εἶσαι εὐτυχισμένος; Ἀλλοίμονο! Κάτι σέ κάνει νά φοβᾶσαι· ὅταν τό σκέπτεσαι σέ πιάνει μελαγχολία. Εἶνε ὁ θάνατος! Ναί, ὁ θάνατος. Σᾶς ἐρωτῶ· Ὑπάρχει σπίτι πού νά μήν τό ἐπισκεφθῇ ὁ κακός αὐτός ἐπισκέπτης; Ὁ θάνατος πηγαίνει παντοῦ. Ὁ θάνατος δέν κάνει ἐξαιρέσεις. Δέν φοβᾶται κανένα. Πηγαίνει στήν καλύβα καί παίρνει τό φτωχό πού κοιμᾶται στό χῶμα, ἀλλά πηγαίνει καί στά παλάτια καί στά μέγαρα καί παίρνει τούς βασιλιᾶδες καί τούς ἀφεντάδες τοῦ κόσμου αὐτοῦ, πού κοιμοῦνται στά μαλακά στρώματα, στά πούπουλα. Παίρνει τούς γέρους τούς ἀσπρομάλληδες, ἀλλ’ ἁρπάζει καί τά μικρά παιδιά, τά βρέφη, μέσ’ ἀπ’ τήν ἀγκαλιά τῶν μανάδων. Ὁ θάνατος πηγαίνει παντοῦ. Παρουσιάζεται σέ μιά ὥρα, πού δέν τόν περιμένουν οἱ ἄνθρωποι. Ὃπως τό γεράκι πετᾷ ὁρμητικά καί πέφτει κι ἁρπάζει τά πουλιά πού βόσκουν ἀμέριμνα στά λιβάδια, ἔτσι κι ὁ θάνατος, ὁρμᾷ καί παίρνει τούς ἀνθρώπους, πού ἀμέριμνα ζοῦν καί διασκεδάζουν. Καί τότε παύουν οἱ χαρές καί τά γέλια, καί τό πιό ὄμορφο σπίτι γίνεται μαῦρο καί σκοτεινό, καί ἡ πιό ὄμορφη πολιτεία χάνει τήν ὀμορφιά της, κι ἀπό τούς δρόμους καί τίς πλατεῖες της περνοῦν φέρετρα, καί οἱ ἄνθρωποι, πού μέχρι χθές ζοῦσαν, νεκροί τώρα ὁδηγοῦνται ἔξω ἀπ’ τήν πόλι, γιά νά μποῦν σέ κάτι ἄλλα σπίτια, μικρά, σκοτεινά, ἀπαίσια, πού δέν εἶνε πιό μεγάλα ἀπό δυό μέτρα. Ὁ θάνατος νικᾷ τούς πάντας καί ῥίχνει τή μαύρη καί πένθιμη σκιά του σ’ ὅλα τά ἀνθρώπινα.
Δέν ὑπάρχει, ἀγαπητοί, χωριό χωρίς νεκροταφεῖο. Αὐτό βλέπουμε καί στήν ὄμορφη πόλι τῆς Ναΐν. Εἶχε κι αὐτή τό νεκροταφεῖο της. Ἦταν ἔξω ἀπ’ τήν πόλι. Ἐκεῖ κοντά στήν πύλη τῆς πόλεως, στό δρόμο πού ὡδηγοῦσε στό νεκροταφεῖο, ἐκεῖ ἔγινε μιά ἱστορική μάχη. Πάλεψε ἡ Ζωή μέ τό θάνατο, καί νίκησε ἡ Ζωή. Πῶς; Ἀκοῦστε.
Ὁ Χριστός μαζί μέ τούς μαθητάς του βάδιζε στό δημόσιο δρόμο, πού ὡδηγοῦσε στήν πόλι Ναΐν. Ὅταν ἔφθασε στήν πύλη τῆς πόλεως, εἶδε ἕνα θλιβερό θέαμα. Ἦταν μιά κηδεία. Τέσσερις ἄντρες σήκωναν ἕνα φέρετρο, καί πίσω ἀπ’ τό φέρετρο ἀκολουθοῦσε κόσμος πολύς, πού συνώδευε τό νεκρό στόν τάφο. Μιά γυναῖκα ἔκλαιγε. Ἦταν μιά δυστυχισμένη γυναῖκα. Ὁ ἄντρας της πρίν ἀπό λίγο καιρό εἶχε πεθάνει καί τῆς ἄφησε ἕνα μονάκριβο παιδί. πιστή στή μνήμη τοῦ ἀντρός της καί ἀφωσιωμένη στό μονάκριβο παιδί της, δέν ἦρθε σέ δεύτερο γάμο. Ἔμεινε χήρα. Παρηγοριά της, χαρά της, φῶς τῶν ματιῶν της ἦταν τό μονάκριβο παιδί της. εἶχε πιά μεγαλώσει. Εἶχε γίνει νέος. Ἀλλά νά· στό σπίτι τῆς χήρας ἔρχεται πάλι καί χτυπᾷ τήν πόρτα ὁ θάνατος.
Θάνατε, τί κάνεις; Ἦρθες καί πῆρες τόν ἄντρα της· τώρα ἔρχεσαι νά πάρῃς καί τό παιδί της; Πήγαινε, σέ παρακαλῶ, σέ ἄλλα σπίτια, πού ἔχουν πολλά παιδιά, καί πάρε ἕνα ἀπ’ αὐτά. Τῆς δυστυχισμένης αὐτῆς χήρας τό μονάκριβο παιδί μήν τό παίρνεις. Μήν τήν πληγώνεις. Μήν κάνεις τήν πληγή της πιό βαθειά…
Ἀλλ’ ὁ θάνατος εἶνε κουφός καἱ δέν ἀκούει. Ἅρπαξε μέσ’ ἀπ’ τήν ἀγκαλιά τῆς μάνας τό μονάκριβο παιδί της. Καί τώρα ἡ δυστυχισμένη γυναῖκα, ἕνα συντρίμμι ἀπ’ τόν πόνο, ἕνα κουρέλι, ἀκολουθεῖ τό φέρετρο τοῦ παιδιοῦ της, καί κλαίει ἀπαρηγόρητα. Ποιά καρδιά ἀνθρώπου δέν πονάει μπροστά στό θλιβερό αὐτό θέαμα τῆς χήρας, πού κλαίει τό παιδί της; Δέν θά περάσῃ πολλή ὥρα, καί ὁ νεκρός θά εἶνε στόν τάφο του, δίπλα στούς ἄλλους τάφους τοῦ νεκροταφείου τῆς Ναΐν.
Οἱ τάφοι! Νά τό τέρμα μιᾶς ζωῆς, πού πλάθεται μέ τόσες ἐλπίδες κι ὄνειρα. Ποῦ τό κάλλος; Ποῦ τά νιᾶτα; Ποῦ ὁ πλοῦτος; Ποῦ ἡ δόξα; «Ἐπελθών γάρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται…». «Πάντα σκιᾶς ἀσθενέστερα, πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα…», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας στή νεκρώσιμη ἀκολουθία.
Ἀλλ’ ἐνῷ ἡ νεκρική πομπή βάδιζε πρός τό νεκροταφεῖο, νά καί συναντᾶται μέ τόν Χριστό, πού ἐρχόταν πρός τήν πόλι. Ὁ Χριστός, πού βλέπει τό θέαμα αὐτό, λυπᾶται τή δυστυχισμένη γυναῖκα. Τήν παρηγορεῖ. «Μή κλαῖε», τῆς λέει. Ἀλλά πῶς νά μήν κλαίῃ; Λόγια παρηγορητικά μποροῦσε νά πῇ κ’ ἕνας ἄλλος. Ἀλλ’ ὁ Χριστός δέν ἀρκέστηκε μόνο στά λόγια τά παρηγορητικά. Ἔκανε καί κάτι ἄλλο. Στά λόγια τά παρηγορητικά πρόσθεσε καί τό θαῦμα. Τά ἅγιά του χέρια ἄγγιξαν πάνω στό νεκρό, καί ἀμέσως σάν νά πέρασε ἀπ’ τό κορμί τοῦ νεκροῦ ἕνα ῥεῦμα ζωῆς, τό αἷμα ἄρχισε καί πάλι νά κυλάῃ στίς φλέβες, ἡ καρδιά ἄρχισε νά χτυπάῃ, τό κορμί ζεστάθηκε, ὁ νεκρός τινάχθηκε ὄρθιος. Ἄνοιξε τά μάτια του. Κινοῦσε τά χέρια. Ἄρχισε νά μιλάῃ. Ποιός εἶδε καί δέν τρόμαξε; Ποιός εἶδε καί δέν δόξασε τό Θεό; Ὅλοι ὅσοι συνώδευαν τήν κηδεία ἐξέφραζαν τό θαυμασμό τους καί ἔλεγαν, ὅτι τό θαῦμα αὐτό φανερώνει, πῶς ὁ Θεός δέν ἐγκατέλειψε τόν κόσμο, ἀλλά τόν ἐπισκέφθηκε, δείχνει καί πάλι τήν ἀγάπη του καί ἐνεργεῖ τά μεγάλα του θαύματα.
Ὁ Χριστός, ἡ Ζωή τῶν ἁπάντων, νίκησε τό θάνατο. Τό νίκησε ὄχι μόνο στήν περίπτωσι αὐτή τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν. Θά τό νικήσῃ καί σ’ ἄλλες περιπτώσεις. Θ’ ἀναστήσῃ καί ἄλλους νεκρούς, ὅπως τήν κόρη τοῦ Ἰαείρου καί τό Λάζαρο πού ἦταν τέσσερις ἡμέρες θαμμένος μέσ’ στόν τάφο. Ἀλλά τό πιό μεγάλο θαῦμα, πού θ’ ἀποδείξῃ ὅτι εἶνε ἀληθινός Θεός, θά εἶνε ἡ δική του ἀνάστασι. Νεκρός θά τεθῇ στόν τάφο. Ὁ τάφος θά σφραγιστῇ. Στρατιῶτες θά τόν φυλᾶνε. «Ἡ Ζωή ἐν τάφῳ…». Ἀλλ’ ἡ Ζωή δέν εἶνε δυνατόν νά μείνῃ κλεισμένη στόν τάφο. Μετά τρεῖς μέρες θ’ ἀναστηθῇ. Καί ἀναστήθηκε. Ναί, ἀναστήθηκε! Μέ τό θάνατό του νίκησε τό θάνατο καί χάρισε τή ζωή σ’ ὅλους τούς νεκρούς.
Θάνατε! Ἂς σέ φοβοῦνται οἱ ἄθεοι καί ἄπιστοι. Αὐτοί πέρα ἀπ’ τόν τάφο δέν βλέπουν τίποτα. Δέν πιστεύουν τίποτα, δέν ἐλπίζουν τίποτα. Ἀλλ’ ἐμεῖς πού πιστεύουμε, θάνατε, δέν σέ φοβόμαστε. Σέ νίκησε ὁ Χριστός. Κι ὅπως ὁ Χριστός ἀνέστησε τό νεκρό τῆς Ναΐν καί τούς ἄλλους νεκρούς καί τόν ἑαυτό του, ἔτσι θ’ ἀναστήσῃ κ’ ἐμᾶς. Ὁ Χριστός εἶνε ἡ ζωή τῶν ἁπάντων. Αὐτός εἶνε ἡ ζωή καί ἡ ἀνάστασις ὅλων τῶν νεκρῶν. Αὐτῷ ἡ τιμή καί ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(20 Απριλίου 1907 – 28 Αυγούστου 2010)
Ἡ Εἱκόνα καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου, ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.