
1η. Ἀνάλυσι τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ, (Μᾶρκ. η’ 34 – θ’ 1), ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», (1980) (σελ. 141 – 143).
Ἰσχυρός εἶναι ὁ πόθος τοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνου πού δέν ἔφθασε σέ πώρωσι, νά ἑνωθῆ μέ τό Θεό του. Μέσα του φέρει ἔμφυτα τά θρησκευτικά, ἠθικά καί καλολογικά συναισθήματα. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια, τήν ἀρετή καί τήν ὡραιότητα, ἀνεξαρτήτως ἄν γιά λόγους οἰκογενειακῆς ἀνατροφῆς, μορφώσεως καί συνηθειῶν πού ἐξελίχθησαν σέ πάθος δέν κατορθώνη μιά συνάντησι, γνωριμία, μιά βίωσι τῶν πνευματικῶν αὐτῶν ἀξιῶν. Πάντως παρατηρεῖται ἰσχυρός πόθος πρός ἕνωσιν μετά τοῦ Θεοῦ, μιά γλυκειά νοσταλγία πρός τά Ἐπέκεινα, γιά τήν ἀπόκτησι τοῦ φωτεινοῦ ντύματος τῆς ἀρετῆς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἀπολαύσεως τοῦ ὡραίου μέ τή φυσική καί ἠθική του ἔννοια. Ἄν ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν μέν ὡς ἴδια βιώματά τους τίς ἀξίες τοῦ Ἀληθοῦς, τοῦ Ἀγαθοῦ καί τοῦ Ὡραίου, στεροῦνται ὅμως καί τῆς πρός αὐτές ἐφέσεως τῆς ψυχῆς, τότε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι ἁπλῶς «κινούμενα ζωντανά» χωρίς κανένα ἰδανικό καί χωρίς μεταφυσικούς σκοπούς στή ζωή τους, τῆς ὁποίας ἀγνοοῦν τό βαθύτερο νόημα.
Ὅταν ὁ Κύριος πρό τῶν μαθητῶν καί τοῦ πλήθους ὡμιλοῦσε, διέκρινε τήν πεῖνα καί τή δίψα τῶν ἀτόμων καί τῶν λαῶν, σάν δυνατές, πιεστικές ὁρμές, ἐφέσεις πρός βίωσιν, ἀσφαλῶς, τῶν ἀξιῶν τῶν ὁποίων ἐνσαρκωτῆς ἐπιστεύετο, καί ἦτο ὁ Ἴδιος ἀπό ὅσους μάλιστα τόν ἐπλησίασαν, τόν ἐγνώρισαν καί τόν ἠγάπησαν. Αὐτός ἦτο καί ὁ λόγος, ἐκτός τῶν πιεστικῶν πόνων καί τῶν ζωικῶν ἀναγκῶν πού καί ἐπί ἡμέρας οἱ ὄχλοι παρέμεναν νηστικοί καί ἄυπνοι μαζί του ἀκούοντες τό λόγο τοῦ Θεοῦ: Ματθ. ιε’ 32 κ.α. Ἡ ἕλξις τῆς Ἀληθείας, ἡ ὡραιότης τῆς Ἀρετῆς, ἡ ὀμορφιά τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος γοητεύουν καί αὐτούς τούς ταπεινούς καί ἀσήμους τῆς Γῆς, ὅπως τότε, καί σήμερα, καί ἀναζητοῦν τόν φορέα τους γιά νά προσκολληθοῦν. Οἱ ὄχλοι ὅμως παρά ταῦτα δέν εἶχαν συνειδητοποιήσει τά ἐμπόδια· τά παληά πάθη πού ἔπρεπε νά παραμερισθοῦν, τόν κόσμο πού ἀσκεῖ ἐπίδρασιν ἀρνητική ἐπί τῶν ἀδυνάτων τῇ πίστει, ἀλλά καί αὐτόν τόν σατανᾶ πού φθονεῖ τήν πνευματική ὁλοκλήρωσι καί ἀρτίωσι τοῦ ἀνθρώπου, ἑπομένως καί τή σωτηρία του. Ἡ ἀγάπη πρός τήν Ἀλήθεια πρέπει νά προκαλέση τό μῖσος κατά τοῦ ψεύδους ἡ ἀρέσκεια πρός τήν Ἀρετή πρέπει νά γεννήση τό ἀντιπαθητικό συναίσθημα πρός ἀπαρέσκεια κατά τῆς πολυκεφάλου κακίας, καί ἡ γοητεία τοῦ Ὡραίου ἐπιβάλλει τήν ἀποστροφή πρός κάθε φυσική καί ἠθική πρό παντός, ἀσχημία. Αὐτό ἐζήτησεν ὁ Ἰησοῦς μέ τό «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀκολουθῆτω μοι», ἀλλιῶς ἡ μετά τοῦ Χριστοῦ κοινωνία δέν ἐπιτυγχάνεται.
Καί ὁ ἄνθρωπος θ’ ἀρχίση ἀγωνιζόμενος νά ὑλοποιῆ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου περί ἀπαρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, ὅταν πιστεύση ἀπόλυτα ὅτι ἔχει ἀθάνατη ψυχή, τῆς ὁποίας ἡ ἀξία δέν ἀνταλλάσσεται μέ ὅλο τό Σύμπαν, καί ἄν τό Σύμπαν, αὐτό ἦτο τεράστιος ἀδάμας, ἐπειδή γι’ αὐτή τήν ψυχή Χριστός ἀπέθανε, καί ἠγοράσθη διά τοῦ τιμίου Του Αἵματος, Α’ Κορ. η’ 11, Α’ Πέτρου α’ 18 κ.ε. Δέν ἡμπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά τούς θνητοψυχίτες. Αὐτοί εἶναι, ὅπως πολλάκις τονίζουμε, κινούμενα «ζωντανά» «γεγενημένα εἰς φθοράν» καί «ἐν τῇ φθορᾷ αὐτῶν καταφθαρήσονται» ὡς ἄλογα ζῶα. Β’ Πέτρ. β’ 12. Ἰδανικά ἔχει ἡ ψυχή καί ὄχι ὁ ὑλικός ἄνθρωπος μέ κέντρον ἐνδιαφερόντων τό στομάχι, τοῦ ὁποίου τά προϊόντα εἶναι γνωστά καί κοινά μετά τῶν ζωικῶν ὀργανισμῶν γενικά. Καί γι’ αὐτή τήν ἀθάνατη ψυχή ἐπιβάλλονται ἀφ’ ἑνός μέν ἀγῶνες γιά τό λυτρωμό του ἀπό τά στοιχεῖα τῆς κατωτερότητός του, ἀφ’ ἑτέρου δέ προστατευτικοί φραγμοί κατά τῶν ἐπιβουλῶν της. Καί ἐπίβουλοι τῆς ψυχῆς εἶναι, τονίζουμε γιά πολλοστή φορά, ὁ ἑαυτός μας, ὁ κόσμος καί ὁ διάβολος. Ἔχει, βλέπετε, καί τό κακό τίς καταθέσεις του ἐντός μας, ζητεῖ καί ὁ κόσμος τῆς ἀπάτης τή μερίδα του, εἶναι ἀνήσυχος καί ὁ διάβολος, φθόνῳ κινούμενος, καί «ὠρύεται ζητῶν τίνα καταπίῃ» Ἰακ. α’ 14, δ’ 4, καί Πέτρου Α’, ε’ 8.
Ὁ ἄνθρωπος, ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί ὁμοίωσιν πλασθεῖς, μέ τά μέσα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀνορθοῦται, γιατί, ὅπως τονίζει ὁ Ἱερεμιάς, «μή ὁ πίπτων οὐκ ἀνίσταται;» η’ 4. Καί τοῦτο θά ἐπιτευχθῆ ἀφοῦ πιστεύσῃ ἀπόλυτα ὅτι ἡ ψυχή, ἡ εἰς ὀστράκινον περίβλημα οἰκοῦσα, Β’ Κορ. δ’ 7, ἔχει ἀξία ἐπάνω ἀπό κάθε ἄλλη ὑλική ἀξία καί ὅτι κάθε ἄλλο κέρδος, πρό τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας, εἶναι μηδέν. Λοιπόν; «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον καί ζημιωθῆ τήν ψυχήν αὐτοῦ;» Οὐδέν, ἀλλά καί θά κατακριθῆ ἐπειδή ἀχρήστευσε γιά τόν ἑαυτό του τό Αἷμα δι’ οὐ ἐξηγοράσθη ἀπό τη δουλεία τοῦ ἐχθροῦ. Ἑβρ. ι’ 29.

(1904 – 1992)
Οἱ φωτογραφίες τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




