
2η. Ἀνάλυσι τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ, (Μᾶρκ. η’ 34 – θ’ 1), ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», (1980) (σελ. 143 – 145).
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι καί ἡ ζωή εἶναι ἕνα ἀγαθόν. Ἐννοοῦμε τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει νοῦ, λογικό καί συναισθηματικό κόσμον, ὥστε νά ἀπολαμβάνῃ τοῦ μεγαλείου τῆς φύσεως καί ὡς ὅλου καί ὡς μέρους, ἀλλά καί τῶν ἀγαθῶν τοῦ καλῶς νοουμένου πολιτισμοῦ πού εἶναι ξεδίπλωμα τῶν ἐν δυνάμει ὑπαρχόντων στοιχείων μόνο στόν ἄνθρωπο. Καί, φυσικά, τῶν στοιχείων πού εἶναι γεννήματα ὑγιοῦς ἐγκεφάλου καί καθαρῆς καρδιᾶς. Αὐτά τά στοιχεῖα εἶναι πού προάγουν μέ τήν κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τῆς αὐτῆς πνευματικῆς καί ἠθικῆς γραμμῆς τόν πολιτισμό, καί χαίρει γι’ αὐτό ὁ καλλιεργῶν τέτοια κεφάλαια, καί ἀναπτύσσων τέτοιες δραστηριότητες πού δέν ἀναστατώνουν τήν ὁμαλότητα τῆς ζωῆς, οὔτε καί χαλοῦν τήν κοινωνικήν ἰσορροπία. Ἔτσι μέ τήν καλλιέργεια τοῦ θρησκευτικοῦ, ἠθικοῦ καί καλολογικοῦ συναισθήματος, τῶν Γραμμάτων, τῆς Ἐπιστήμης, τῆς Τέχνης, ὁ ἄνθρωπος ὁμιλεῖ καί μᾶς λέγει ἀπό πού ἐξεκίνησε, ἀπό πού ἦλθε, ποιός τοῦ ἔδωσε τό νοῦ, τίς ψυχικές καί πνευματικές ἐφέσεις, τήν ὅλως ἀνιδιοτελῆ δημιουργικότητα, τίς ὑψηλές ἐμπνεύσεις, καί ὅτι ἐν συγκρίσει, ἀποτελεῖ ἄβυσσο διαφορᾶς μεταξύ ἀνθρώπου καί ζώου.
Κανείς ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, δέν ἐσχολίασε δυσμενῶς τήν καλλιέργεια τῶν στοιχείων ἑνός τέτοιου πολιτισμοῦ πού εἶναι ἕνας χρυσός ποταμός, χρυσῆς καρδιᾶς καί χρυσοῦ νοῦ. Μέ τήν πάροδον ὅμως τοῦ χρόνου καί τήν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου, αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ τά νερά ἐμολύνθησαν καί ἐνῶ ἡ ζωή διά τῶν πολιτιστικῶν της στοιχείων κυλοῦσε κάτω ἀπό τό βλέμμα τοῦ Δημιουργοῦ γλυκά καί ἤρεμα, διεταράχθη, γιατί, σιγά – σιγά, ἕνας αἰσθησιακός πόθος ἀντικατέστησε τήν ἀπόλαυσι τοῦ ὄντως ὡραίου πού δέν προκαλεῖ οὔτε βλάπτει, καί διεζεύχθη κάθε τί πνευματικό πού δέν τοῦ προσέφερε τά ἄμεσα «πέντε» ἀλλά τά «δέκα» τῆς παροιμίας. Ἔτσι ἐστράφη ὁ ἄνθρωπος πρός τήν ὕλη, τήν σάρκα, πρός ὅτι ἀφορᾶ ἕναν ἄλογο ζωντανό ὀργανισμό, ποιοτικῶς πολύ χαμηλό, μέ δεσπόζοντα τά ἐνδιαφέροντα ὄχι τῆς ψυχῆς, ἀλλά τοῦ σώματος.
Τό ὀλέθριον εἶναι τοῦτο: ὅτι ἡ δουλεία τοῦ ἀνθρώπου στό ζωῶδες τόν ἀπεκτήνωσε καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, ἔδειξε βάναυση διαγωγή ἔναντι καί τῆς ἴδιας του συνειδήσεως, τήν ὁποίαν ἀχρήστευσε σάν φύλακα τῶν πνευματικῶν καί ἠθικῶν θησαυρῶν του, ἐφ’ ὅσον μέ τή δουλεία στήν ἁμαρτία, τήν κατέστησε ἀνίκανη νά ὑπερασπίσῃ τήν ψυχή ἀπό τίς προσβολές τῶν παθῶν. Καί ἐδῶ ἔγκειται ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου: ὅτι ἐδολοφόνησε τό θεῖο παραστάτη καί φρουρό, ἤτοι τό πρῶτο ὄργανο τῆς ἠθικῆς τάξεως, μετά τόν ἁγιογραφικό λόγο τῆς Βουλῆς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος ὁμιλῆ περί σταυροῦ καί ἀπαρνήσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας, σαλπίζει τή μάχη πού πρέπει νά δοθῇ κατά μιᾶς καθεστηκυίας τάξεως, ἡ ὁποῖα ἐπεβλήθη ἀσυμφόρως ἀλλ’ ἐξ αἰτίας μας. Τάξεως ὅπου τά τυφλά ἔνστικτα καί οἱ ὁρμές ἀντί νά κατευθύνονται ἀπό τό ὑγιές μυαλό καί τήν καθαρή συνείδησι, αὐτά κατευθύνουν, μολονότι δοῦλα, τήν κυρία πού λέγεται «ψυχή». Καί ἔφθασε στό ἔγκλημα ὁ ἄνθρωπος νά σκοτώσῃ τήν ἀθάνατη ψυχή του πρός ἱκανοποίησιν τῶν κτηνωδῶν ὀρέξεων καί ρύπανσι τοῦ ψυχοσωματικοῦ του ὀργανισμοῦ, πού ἐν ὁλότητι ἀνήκει στόν Θεό. Καί πολλοί γιά ὑλικά συμφέροντα καί γεώδεις ἀπολαύσεις θυσιάζουν καί αὐτή τή ζωή τους, διπλά ζημιούμενοι.
Ἀξίζει, λοιπόν, νά ἀγωνίζεται, νά ἀγωνιᾶ, νά σπέρνῃ στήν σάρκα του ἐκ τῆς ὁποίας θά θερίση φθοράν, κατά Παῦλον, Γαλ. στ’ 8, καί νά θυσιάζεται, καί στό τέλος νά χάσῃ τήν ψυχή του, γιά τήν ὁποίαν ὁ Χριστός ἀπέθανε; Α’ Κορ. ἡ’ 11. Ἐδῶ εἶναι ὁ κίνδυνος ἐκ τῆς ἀπορροφήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅτι ἄμεσα καί ἐφάμαρτα ἱκανοποιεῖ. Γιατί ἔτσι, μέ τήν παχυλότητα τῆς ζωῆς, κλονίζεται καί ἡ πίστι στήν μετά θάνατον ἐπιβίωσι τῆς ψυχῆς, καί ὁ ἄνθρωπος χάνει καί τήν ἠθική εὐαισθησία του, ἡ δέ χοιρώδης ζωή τοῦ Σαρδαναπάλου κάθε ἄλλο παρά ἔχει μονιμότητα. Ἔχει ὅμως μονιμότητα ἡ ταλαιπωρουμένη ψυχή, τῆς ὁποίας τά δικαιώματα ἐθυσιάσθησαν στόν βωμό τῶν ἐφήμερων ἀπολαύσεων, γιά νά βλασφημηθῇ καί τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἔδωσε τό προνόμιο καί τήν χαρά τῆς ἀθανασίας. Ρωμ. β’ 24. Καί εἶναι λυπηρό, γιατί οἱ πολλοί πωλοῦν τήν ψυχήν τους γιά νά ἀπολαύσουν νόστιμη λάσπη σάν ἄνθρωποι χωμάτινοι καί στό τέλος νά ὑποστοῦν φοβερές κυρώσεις ἐκ μέρους τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ. Ἑβρ. ι’ 31.

(1904 – 1992)
Οἱ φωτογραφίες τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.




