
2η. Ἀνάλυσι τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ, (Ἰωάνν. γ’ 13 – 17), ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ», (1980) (σελ. 357 – 360).
Αὐτή ἐδημιούργησε τόν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καί ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ γιά νά μετάσχῃ τῆς χαρᾶς του, ἐνεδύθη μεγαλοπρέπεια καί ἀπεκαλύφθη ἡ σοφία του, ἐνεφανίσθη ντυμένος μέ τό ἄκτιστον φῶς τῆς θεϊκῆς δόξης του, ἐτέντωσε ὑπεράνω τῶν κεφαλῶν μας τόν οὐρανό σάν γαλάζιο δέρμα, ἐστέγασε τά νερά μέ τά νέφη ἐπάνω στόν οὐρανό, ἔκαμε τά νέφη φορεῖς τοῦ νεροῦ σάν ἅρμα, περιπατεῖ μέ ταχύτητα σάν νά φέρεται σέ φτερωτούς ἀνέμους, ἔπλασε τούς ἀγγέλους γιά λειτουργούς του καί μέ δραστηριότητα καί δραστικότητα φωτιᾶς, ἐστερέωσε τή γῆ ἀκλόνητα καί σάν ντῦμα ἡ ἄβυσσος τή σκεπάζει. Μέ μιά προσταγή τοῦ Θεοῦ τά νερά ὑποχωροῦν, ὑψώνονται τά ὄρη καί φαίνονται οἱ κάμποι. Ἔθεσε τά σύνορα ξηρᾶς καί θαλάσσης ἀμετάθετα. Ἔδωσε πηγές πού ἄφθονα τρέχουν τά νερά στά φαράγγια τῶν ὀρέων καί κατασβύνουν τή δίψα των ὅλοι οἱ ζωντανοί ὀργανισμοί, μικροί καί μεγάλοι. Ἐφύτεψε τά δένδρα, ἐπάνω στά ὁποία τά πουλιά κτίζουν τίς φωληές τους, καί ἀκούονται ἀπό παντοῦ τά κελαιδήματά τους. Μέ βροχή ποτίζει τήν ξηρότητα τῶν βουνῶν γιά βλάστησι. Ντύνει τή γῆ μέ τά δάση καί μέ τά χόρτα γιά τή διατροφή τῶν ζῴων πού ἐξυπηρετοῦν τόν ἄνθρωπο. Ἀπό τή γῆ παράγει στάρι καί κρασί πού εὐφραίνει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά αἰσθάνεται ἱλαρότητα πού ζωγραφίζεται στό πρόσωπό του καί στηρίζει τήν καρδιά του μέ τό ψωμί τοῦ σιταριοῦ.

Αὐτός ὁ Θεός δέν ἀφίνει ἀπότιστα τά δένδρα τῆς ὑπαίθρου πού φύτεψε. Τά ποτίζει χορταστικά μέ τό νερό πού στέλνει. Καθώρισε τά πουλάκια τ’ οὐρανοῦ νά στήνουν ἐπάνω σέ δένδρα τίς φωληές τους, καί μάλιστα πιό ψηλά ὁ ἐρῳδιός. Τά ψηλά βουνά ὥρισε γιά κατοικία τῶν ελαφιών καί τά πετρώδη μέρη, νά καταφεύγουν γιά τήν ἀσφάλειά τους οἱ λαγοί. Ἔκαμε τήν σελήνη μέ τόν προσδιορισμό τῶν ἐποχῶν, καί τόν ἥλιο ν’ ἀκολουθῇ τήν προδιαγεγραμμένη πορεία του ἀπαρεγκλίτως. Ἐκανόνισε καί διεχώρισε τό σκότος ἀπό τό φῶς, γιά νά ἔχουμε τήν ἡμέρα καί τήν νύχτα, ὥστε τά θηρία νά ψάχνουν γιά τήν τροφή τους. Κι’ αὐτά ἀκόμη τά μικρά λεονταράκια βρυχῶνται σάν νά προσεύχωνται καί νά εὐχαριστοῦν τό Θεό γιά τήν Πρόνοιά του. Ξημερώνει, καί τά θηρία ἀποσύρονται στίς σπηλιές των γιά νά κοιμηθοῦν. Τήν ἡμέρα βγαίνει ὁ ἄνθρωπος γιά νά δουλέψη ὥς τό βράδυ. Ὅλα εἶναι φτιασμένα μέ σοφία καί μεγαλωσύνη. Ἀρκεῖ μιά ματιά καί στή γῆ καί θά νοιώσῃ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τά μεγαλεία του καί ἐπάνω στά ἔργα του. Καί ἡ θάλασσα μᾶς ἐντυπωσιάζει μέ τό μῆκος καί τό πλάτος της. Ἐκεῖ ὑπάρχουν ἀναρίθμητα ψάρια, μικρά καί μεγάλα, ὅπως καί ζῷα. Ἐκεῖ πλοῖα διασχίζουν τά νερά τῆς θαλάσσης. Ἐκεῖ τό ἰσχυρό κῆτος παίζει μέ τά κύματά της. Ἀπό τό Θεό περιμένουν ὅλοι οἱ ζωντανοί ὀργανισμοί τήν τροφή τους. Ὅταν ἀνοίξῃ τήν παλάμη του, τό Σύμπαν γεμίζει ἀπό ἀγαθά. Καί ὅταν ἀποστρέψῃ τό πρόσωπόν του, θα τρέμουν. Ὅταν τούς ἀφαιρέσῃ τήν πνοή πού δίνει ζωήν, ἀποθνήσκουν καί καταλήγουν στό χῶμα, ἀλλά καί τά πάντα ζωογονοῦνται καί τά πάντα ἀνακαινίζονται στή γῆ, ὅταν ὁ Θεός θέλῃ.

Ὁ Κύριος εἶναι τόσον ἰσχυρός, ὥστε μ’ ἔνα βλέμμα πού θα ρίξη στή γῆ τήν κάνει νά τρέμῃ. Καί ἄν ἐγγίσῃ μόνο τά ὄρη πυρακτώνονται καί καπνίζουν. Αὐτή ἡ ποιητική ὡραιότης τοῦ 103ου Ψαλμοῦ δέν μεταφέρεται. Πάντως θέλει νά δείξῃ τά αἰσθήματα τοῦ θαυμασμοῦ στά ἔργα τοῦ Δημιουργοῦ πού σκοπόν ἔχουν νά τραβήξουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ψηλά ἀπό τό χῶμα, ἀφοῦ πιστεύσῃ στήν ὕπαρξί του καί στήν πατρική του ἀγάπη, ἡ ὁποία καί δι’ αὐτοῦ τοῦ μέσου ἐκδηλώνεται, δεδομένου ὅτι τά μεγαλεῖα του μόνο ὁ λογικός ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νά κατανοήσῃ καί νά ἀπολαύσῃ, λέγοντας μετά τοῦ Δαυΐδ «ὡς ἐμεγαλύνθη τά ἔργα σου, Κύριε, πάντα ἐν σοφίᾳ ἐποίησας». Αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἀξιοποίησεν ὁ ἄνθρωπος, καί, δυστυχῶς ἐλάτρευσε τήν κτίσι παρά τόν Κτίσαντα, μέ ἀποτέλεσμα νά ζήσῃ μακρυά του καί νά ἐξαχρειωθῇ. Καί ὅμως ὁ Θεός, παρά τήν ὑβριστική στάσι τοῦ ἀνθρώπου, ἔδειξε καί πάλι τήν ἀγάπη του, μέ τή Θυσία τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ. Τέτοια ἀγάπη κλείνει τό Μυστήριο τῆς ὑπάρξεως καί τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ Θεάνθρωπος διδάσκει, ἀκτινοβολεῖ, θαυματουργεῖ, σταυροῦται καί θριαμβεύει χάριν τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἐπιμένει δι’ ὅλων τῶν μέσων νά τόν ἀπαλλάξῃ ἀπό τή ρυπαρία καί τά στοιχεῖα τῆς κατωτερότητος γιά νά τόν σώσῃ, ὅπως τονίζεται καί σήμερα στήν εὐαγγελική περικοπή, (Ἰωάν. γ’ 16), δίδοντάς του καί τά μέσα τῆς σωτηρίας μέ τήν μυστηριακή καί λειτουργική ζωή στήν Ἐκκλησία. Ἡ ὕπαρξι καί ἡ ἁρμονία τοῦ Σύμπαντος, φωνή τῆς Παρουσίας τοῦ Πατρός, ἡ Θυσία τοῦ Θεανθρώπου Υἱοῦ, καί ἡ δραστικότης τοῦ Παναγίου Πνεύματος διά τῶν Μυστηρίων πρός καταρτισμό τῶν ἁγίων: Ἰδού ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖον προορίζει για τη Βασιλεία του.

(1904 – 1992)
Οἱ Εἰκόνες καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου, ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.