
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Θ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 14, 22 – 34), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 129).
«Εὐθέως δέ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τήν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καί λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14, 31)
Εἴπαμε, ἀγαπητοί μας, εἴπαμε καί ἄλλοτε γιά τή λίμνη τῆς Γεννησαρέτ, ὅπου χύνεται ὁ Ἰορδάνης. Ἀπό τά γύρω χωριά της ὁ Χριστός πῆρε τούς πρώτους μαθητάς του. Στήν Καπερναούμ, πού ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλι τῆς περιοχῆς, συχνά ἔμενε ὁ Χριστός. Ἀπό ‘κεῖ ξεκινοῦσε καί πήγαινε στά διάφορα χωριά. Μέσο συγκοινωνίας ἦταν οἱ βάρκες τῶν ψαράδων. Οἱ ψαρᾶδες ἀγαποῦσαν τόσο πολύ τό Χριστό, ὥστε χαρά τους ἦταν νά τόν παίρνουν στίς βάρκες τους καί νά τόν μεταφέρουν μαζί μέ τούς μαθητάς του ὅπου ἤθελε. Πολλές φορές ὁ Χριστός μέ τήν ἱερή του συνοδεία, τούς μαθητάς, ταξίδευαν στή λίμνη αὐτή. Ταξίδευαν ὅλοι μαζί σάν μιά οἰκογένεια. Ἦταν ἡ πιό ἱερή οἰκογένεια πού γνώρισε ποτέ ὁ κόσμος.
Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καί οἱ μαθηταί. Ἀχώριστη συντροφιά. Ἀλλά μιά φορά ὁ Χριστός, γιά νά δοκιμάσῃ τήν πίστι τῶν μαθητῶν, τούς ἄφησε νά ταξιδέψουν χωρίς αὐτόν. Βέβαια οἱ μαθηταί οἱ μαθηταί δέν τό ἤθελαν, ἀλλ’ ἀφοῦ ἤθελε ἐκεῖνος, δέν μποροῦσαν παρά νά ὑπακούσουν. Ἔτσι ὁ Χριστός ἔμεινε στήν ξηρά, ἀνέβηκε σ’ ἕνα βουνό, κ’ ἐκεῖ ἔμεινε ὅλη τή νύχτα καί προσευχόταν. Προσευχόταν γιά ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά ἰδιαιτέρως προσευχόταν γιά τούς μαθητάς του.
Οἱ μαθηταί ταξίδευαν στή θάλασσα. Ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη. Ἐνῷ ὅμως τό πλοῖο βρισκόταν στή μέση τῆς θαλάσσης, ἄρχισε νά φυσάῃ δυνατός ἄνεμος. Ἡ θάλασσα ταράχτηκε. Κύματα ἄγρια σηκώθηκαν. Οἱ μαθηταί ὅλη τή νύχτα πάλευαν μέ τή θάλασσα. Εἶχαν περάσει τά μεσάνυχτα. Πλησίαζε πιά νά διαλυθῇ τό σκοτάδι τῆς νύχτας, ὅταν πάνω στ’ ἀγριεμένα κύματα φάνηκε νά περπατάῃ κάποιος. Σάν φάντασμα φαινόταν. Οἱ μαθηταί τρόμαξαν. Καί πῶς νά μή τρομάξουν; Εἶνε δυνατόν ἄνθρωπος νά περπατάῃ πάνω στά κύματα; Ἀπό τό φόβο τους ἄρχισαν νά φωνάζουν. Τότε ἀκοῦνε μιά φωνή· «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μή φοβεῖσθε». Ἒχετε θάρρος, μήν τρομάζετε, ἐγώ εἶμαι, εἶπε ὁ Χριστός (Ματθ. 14, 27).
Ὁ Πέτρος, ἅμα ἄκουσε τή φωνή, λέει· «Κύριε, ἄν εἶσαι σύ, διάταξέ με νά περπατήσω πάνω στά κύματα καί νά ἔρθω κοντά σου». Ὁ Χριστός τοῦ τό ἐπέτρεψε. Κι ὁ Πέτρος κατεβαίνει ἀπό τό πλοῖο καί ἀρχίζει νά περπατάῃ πάνω στά κύματα. Περπατοῦσε ὁ Πέτρος στή θάλασσα καί συνεχῶς πλησίαζε. Κι ὅσο πλησίαζε ἔβλεπε τό Χριστό πιό καθαρά, καί ἡ καρδιά του γέμιζε ἀπό χαρά καί ἀγαλλίασι. Ἀλλά σέ κάποια στιγμή ὁ Πέτρος ἔρριξε μιά ματιά στή θάλασσα, καί βλέποντάς την ἀγριεμένη τά ἔχασε. Τά πόδια του δέν πατοῦσαν πιά ὅπως πρῶτα. Ἄρχισε νά βυθίζεται. Ἡ θάλασσα ἦταν ἕτοιμη νά τόν καταπιῇ. Τότε ὁ Πέτρος τρόμαξε καί μέ δυνατή φωνή λέει· «Κύριε, σῶσόν με». Καί ὁ Χριστός ἅπλωσε τό χέρι του, ἔπιασε τόν Πέτρο, καί τοῦ λέει· «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;». Σέ λίγο ὁ Χριστός μαζί μέ τόν Πέτρο ἀνέβηκαν στό πλοῖο, καί μόλις ὁ Χριστός πάτησε τό πόδι του στό πλοῖο, ὁ ἄνεμος σταμάτησε. Ὅλοι ὅσοι ἦταν μέσα στό πλοῖο ἦρθαν καί τόν προσκύνησαν λέγοντας· «Εἶσαι ἀληθινά ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ!» (Ματθ. 14, 28 – 33).
Ὁ Πέτρος στήν προκειμένη περίπτωσι ἔδειξε ὀλιγοπιστία. Δέν θά ἔπρεπε ὅμως νά δείξῃ. Ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν κοντά τους, τί εἶχε νά φοβηθῇ; Τό Χριστό ἔπρεπε νά βλέπῃ, καί ὄχι τήν ἀγριεμένη θάλασσα. Καί ὅσο εἶχε τά μάτια του προσηλωμένα στό Χριστό, δέν αἰσθανόταν κανένα φόβο, καμμιά ἀνησυχία. Ἦταν ἀσφαλής. Ἀλλά μόλις ἔπαψε νά κοιτάζῃ τό Χριστό κι ἄρχισε νά κοιτάζῃ τά κύματα, τρόμαξε, ἔχασε τήν ἰσορροπία του καί κινδύνεψε νά πνιγῇ μέσα στά βαθειά νερά τῆς λίμνης. Δίκαια ὁ Χριστός τόν παρατήρησε καί τόν ἤλεγξε.
Ἀλλ’ ἐκεῖνο πού ἔπαθε ὁ Πέτρος κινδυνεύουμε νά πάθουμε κ’ ἐμεῖς, ἀγαπητοί. Γιατί κ’ ἐμεῖς ταξιδεύουμε μέσα σέ μιά θάλασσα, πού εἶνε χειρότερη ἀπό κάθε ἄλλη θάλασσα. Θάλασσα, πού σηκώνει πελώρια καί ἄγρια κύματα. Θάλασσα, πού ὄχι μόνο βαρκοῦλες, ἀλλά καί καράβια, καί μεγάλα ὑπερωκεάνεια συντρίβει, καί πνίγει τούς ἀνθρώπους. Θάλασσα, πού κρύβει κάτω ἀπό τά νερά της ἐπικίνδυνα βράχια. Θάλασσα, πού σπάνια ἔχει γαλήνη, ἐνῷ τίς περισσότερες φορές εἶνε ἀγριεμένη. Ποιά εἶνε ἡ θάλασσα αὐτή; Εἶνε ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ζωή πού ἀρχίζει μέ τή γέννησι καί τελειώνει μέ τό θάνατο. Ἄχ αὐτή ἡ ζωή, πόσες θλίψεις, πόσα βάσανα, πόσα μαρτύρια δέν ἔχει! Αὐτά εἶνε τά ἄγρια κύματα, πού χτυποῦν τόν ἄνθρωπο ἀπ’ ὅλες τίς μεριές, καί ὁ ἄνθρωπος ζαλίζεται, χάνει τήν πίστι καί τό θάρρος του καί σάν τόν Πέτρο κινδυνεύει νά πνιγῇ μέσα στά μαῦρα νερά τῆς ἀπελπισίας.
Νά μετρήσουμε τώρα τίς θλίψεις, τά βάσανα, τά μαρτύρια τοῦ ἀνθρώπου; Πιό εὔκολο εἶνε νά μετρήσῃ κανείς τά κύματα τῆς ἀγριεμένης θαλάσσης, παρά νά μετρήσῃ τίς θλίψεις τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ ἕνας θέλει νά δουλέψῃ, μά δουλειά δέν βρίσκει. Ὁ ἄλλος δέν πηγαίνουν καλά οἱ δουλειές του καί στεναχωριέται. Ὁ τρίτος ἀρρώστησε καί εἶνε τώρα μόνος στό νοσοκομεῖο. Ὁ τέταρτος ἔκανε γάμο, ἀλλά τί γάμο; Ὁ σύντροφός του καθημερινῶς τόν πληγώνει μέ τά λόγια καί τή συμπεριφορά του. Ὁ πέμπτος ἔχει παιδιά ἀνάποδα. Ὁ ἕκτος ἔχει κορίτσια ἀνύπαντρα καί γαμπρός δέν φαίνεται. Ὁ ἕβδομος ὑποπτεύεται ὅτι ἡ γυναῖκα του δέν εἶνε τίμια. Ὁ ὄγδοος, ὅ,τι κέρδισε ἐπί χρόνια πολλά στά ξένα, τοῦ τά ἔφαγαν οἱ ἀπατεῶνες συγγενεῖς του. Ὁ ἔνατος ἔχει παιδιά στά ξένα, μά ἕνα γράμμα δέν τοῦ στέλνουν. Ὁ δέκατος πέθαναν ὅλοι οἱ συγγενεῖς του, ἔμεινε μόνος, καί δέν ἔχει κανένα στόν κόσμο νά τόν κοιτάξῃ. Ὁ ἑνδέκατος εἶνε στή φυλακή, ὄχι γιατί ἔκανε κανένα ἔγκλημα, ἀλλά γιατί κακοί ἄνθρωποι πῆγαν στό δικαστήριο καί ἔδωσαν ψεύτικο ὅρκο καί τόν κατηγόρησαν ἄδικα. Ὁ δωδέκατος… μά δέν ἔχουν τέλος οἱ θλίψεις τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχουν ψυχές πού πιστεύουν στό Θεό καί δέν λυγίζουν ἀπό τίς διάφορες θλίψεις τῆς ζωῆς. Γνώρισα στήν Ἀθήνα ἕνα τέτοιο ἄνθρωπο. Μέσα σ’ ἕνα χρόνο τόν βρῆκαν πολλές θλίψεις καί βάσανα. Τά μάτια του ἔπαθαν καταρράκτη καί δέν ἔβλεπαν. Ἔκανε ἐγχείρησι καί μόλις βλέπει μέ τό ἕνα μάτι. Μόλις βγῆκε ἀπό τό νοσοκομεῖο, τόν πιάνει ἕνας πόνος στά νεφρά, τόν ρίχνει στό κρεββάτι, πηγαίνη πάλι στό νοσοκομεῖο καί σῴζεται μέ ὀδυνηρή ἐγχείρησι. Βγαίνει ἀπό τό νοσοκομεῖο, πάει σπίτι του, μά δέν περνάει μιά βδομάδα καί ἀρρωσταίνει ἡ γυναῖκα του. Ἡ ἀρρώστια της καρκίνος. Μόλις σῴζεται μέ μιά πολύ ὀδυνηρή ἐγχείρησι. Ἀλλά μόλις ἐπιστρέφει ἡ γυναῖκα του στό σπίτι, τό μεγαλύτερό του κορίτσι προσβάλλεται ἀπό περιπνευμονία καί κινδύνεψε. Θλῖψις ἡ μία πάνω στήν ἄλλη. Τί νομίζετε, ἔχασε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τό θάρρος του; Λύγισε; Γόγγυσε; Βλαστήμησε; Ὄχι. ἀπό τό στόμα τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ ἀνθρώπου δέν βγῆκε καμμιά λέξι γογγυσμοῦ καί ἀπελπισίας. Ἡ πίστι του βράχος. Δοξάζει τό Θεό, καί παρακαλεῖ νά του δίνῃ πίστι καί ὑπομονή μέχρι τέλους.
Ἀλλά πόσοι ἔχουν τέτοια πίστι; Σπάνιοι εἶνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί. Οἱ πολλοί εἶνε ὀλιγόπιστοι. Μοιάζουν μέ τόν Πέτρο τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Κλονίζονται βλέποντας τά κύματα, τίς θλίψεις τῆς ζωῆς. Ὁ Χριστός ὅμως, πού εἶνε γεμᾶτος ἀγάπη καί στοργή στά πλάσματά του, δέν τούς ἀφήνει μόνους νά παλεύουν. Μέ χίλιους δύο τρόπους τούς παρηγορεῖ καί τούς ἐνισχύει. Ἁπλώνει τό παντοδύναμο χέρι του καί τούς σῴζει τήν τελευταῖα στιγμή ἀπό τούς διαφόρους κινδύνους. Ὅσοι ἔχουν μάτια καί αὐτιά τῆς ψυχῆς, βλέπουν τό Χριστό καί σήμερα νά περπατάῃ πάνω στά κύματα καί τόν ἀκοῦνε νά λέη· «Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. 14, 31).

(1907- 2010)
Ἡ Εἰκόνα, καί ἡ φωτογραφία τοῦ κειμένου ἔχουν τεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.