M

Close

Σκληρότης καί εὐσπλαχνία

            Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Η’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 14, 14 – 22), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 123).

«Καί ἐξελθών ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολύν ὄχλον, καί ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς» (Ματθ. 14, 14)

            Σέ μιά πόλι, ἀγαπητοί, σέ μιά πόλι, πού ἦταν κτισμένη στό βόρειο μέρος τοῦ Ἰσραήλ καί ὠνομαζόταν Τιβεριάς, πρός τιμήν τοῦ Ῥωμαίου αὐτοκράτορος Τιβερίου, ἔγινε κάποτε ἕνα ἔγκλημα. Δέν τό διέπραξε ὁ λαός. Τό διέπραξε ἕνας βασιλιᾶς. Ἡρώδης ὠνομαζόταν, καί ἦταν γιός τοῦ κακούργου ἐκείνου βασιλιᾶ, τοῦ Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου, πού σκότωσε τίς χιλιάδες τά νήπια τῆς Βηθλεέμ. Ὁ Ἡρώδης, ὁ τετράρχης τῆς Γαλιλαίας, ἦταν κι αὐτός σάν τόν πατέρα του. Κακοῦργος καί διεφθαρμένος. Ἄφησε τή νόμιμη γυναῖκα του, πῆρε ἄλλη γυναῖκα, τή γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, καί συζοῦσε παράνομα μ’ αὐτήν. Ζοῦσε ἀδιάντροπα καί κανέναν δέν λογάριαζε. Ὅλοι τόν φοβοῦνταν. Ἕνας μόνο τόλμησε νά τόν ἐλέγξῃ. Καί αὐτός ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής. Ὁ βασιλιᾶς ὠργίστηκε καί διέταξε τή σύλληψι καί φυλάκισι τοῦ Ἰωάννου. Ὁ Ἰωάννης κλείστηκε σέ μιά ἀπαίσια φυλακή, πού δέν ἦταν πολύ μακριά ἀπό τά ἀνάκτορα τοῦ βασιλιᾶ. Ἀλλά καί μέσα ἀπό τή φυλακή, τή φυλακή τῆς Μαχαιροῦντος, ἡ φωνή τοῦ Ἰωάννου, τοῦ ἀτρόμητου κήρυκα τῆς ἀλήθειας, ἔφθανε στά ἀνάκτορα καί δέν ἄφηνε τόν παράνομο βασιλιᾶ νά ἡσυχάσῃ. Δέν πέρασε πολύς καιρός, καί ὁ Ἡρώδης διέταξε νά θανατωθῇ ὁ κήρυκας τῆς ἀλήθειας. Τό ἔκανε, γιατί τό ζητοῦσε ἡ παράνομη γυναίκα του, ἡ Ἡρωδιάδα, πού δέν ὑπέφερε τόν ἔλεγχο τοῦ Ἰωάννου. Αὐτή, ὅπως ξέρουμε, συμβούλεψε τήν κόρη της νά ζητήσῃ σάν δῶρο ἀπό τό βασιλιᾶ τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννου. Καί οἱ στρατιῶτες πῆγαν τή νύχτα, ἄνοιξαν τή φυλακή καί θανάτωσαν τόν Ἰωάννη. Ἔκοψαν τό κεφάλι του καί τό ἔφεραν στά ἀνάκτορα…

            Ὁ λαός, πού ἀγαποῦσε τόν Ἰωάννη, ἄκουσε καί ἔφριξε. Ἀλλά τί νά κάνῃ ὁ λαός; Νά πάρῃ τά ὅπλα; Νά ἐπαναστατήσῃ; Νά γκρεμίσῃ ἀπ’ τό θρόνο τόν κακοήθη καί κακοῦργο βασιλιᾶ; Ἦταν εὔκολο; Ὁ Ἡρώδης ἦταν διωρισμένος ἀπ’ τό ἰσχυρό κράτος τῆς Ῥώμης.

            Ὕστερα ἀπ’ τό θάνατο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ὁ πονεμένος καί δυστυχισμένος λαός μιά ἐλπίδα μόνο εἶχε. Ποιά ἡ ἐλπίδα του; Οἱ ἄρχοντες; Οἱ ἀρχιερεῖς; Οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι; Οἱ μορφωμένες καί ἀνώτερες λεγόμενες τάξεις τῆς κοινωνίας; Ἀλλοίμονο! Ὅλοι αὐτοί εἶχαν ἀπογοητεύσει τό λαό, γιατί φρόντιζαν μόνο γιά τά ἀτομικά τους συμφέροντα. Φρόντιζαν νά ζοῦν αὐτοί καλά, νά ἔχουν τιμές καί ἀξιώματα, καί γιά τό λαό κανένα πραγματικό ἐνδιαφέρον δέν ἔδειξαν ποτέ. Κοντά τους ὁ λαός γινόταν πιό φτωχός καί πιό δυστυχισμένος. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί στά χείλη τους εἶχαν τό Θεό, ἀλλά στήν καρδιά τους εἶχαν τό διάβολο. Ἦταν σκληροί καί ἀπάνθρωποι. Ἔτρωγαν τό ψωμί τοῦ ὀρφανοῦ καί τῆς χήρας καί εἶχαν κάνει ἐμπόριο τή θρησκεία. Ἀπό τέτοιους σκληρούς καί ἀσεβεῖς ἄρχοντες ἦταν ἀπογοητευμένος ὁ πολύς λαός. Ἡ μόνη ἐλπίδα του ἦταν ὁ Χριστός.

            Ἀλλά ποῦ ἦταν τή φορά αὐτή ὁ Χριστός; Ὁ Χριστός, λέει τό Εὐαγγέλιο, μόλις ἄκουσε τό φόνο τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, δέν ἔμεινε σέ πόλι, ἀλλά πῆρε τούς μαθητάς του καί πῆγε μακριά. Πῆγε στήν ἔρημο. Ὄχι ἀπό φόβο, ἀλλά γιατί ἤθελε καί οἱ μαθηταί του ν’ ἀναπαυθοῦν λίγο, νά ἠρεμήσουν τά πνεύματά τους ἀπό τή μεγάλη ταραχή τοῦ τρομεροῦ ἐγκλήματος, καί αὐτός ὁ ἴδιος νά βρῇ καιρό νά προσευχηθῇ, νά ἐπικοινωνήσῃ μέ τόν οὐράνιο Πατέρα του, καί ὡς ἄνθρωπος νά πάρῃ νέες δυνάμεις, νά προετοιμάσῃ τόν ἑαυτό του γιά τό δικό του μαρτύριο, πού δέν ἦταν μακριά. Στήν ἔρημο ὁ Χριστός! Τά θηρία πού ζοῦσαν στήν ἔρημο, τόν σεβάστηκαν. Ἀλλά τά ἄλλα θηρία, πού ζοῦσαν στήν πόλι, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, πού τόν φθονοῦσαν καί τόν μισοῦσαν… Ὤ, δέν ὑπάρχει ἄλλο θηρίο πιό ἄγριο καί πιό αἱμοβόρο ἀπό τόν ἄνθρωπο, τό σκληρό, τόν ἄπιστο καί ἄθεο.

            Στήν ἔρημο ὁ Χριστός! Καί ὁ λαός, ὁ πολύς λαός, πού τόν ἔχασε ἀπό κοντά του, ἀνησύχησε. Δέν μποροῦσε νά ζήσῃ χωρίς τό Χριστό. Ἢθελε νά τόν ἔχῃ κοντά του σάν ἐλπίδα καί παρηγοριά. Γι’ αὐτό ξεσηκώθηκε, ἄφησε τά σπίτια του, τίς δουλειές του, καί ἄντρες καί γυναῖκες καί παιδιά ξεκίνησαν νά πᾶνε νά βροῦν τό Χριστό. Ψάχνουν παντοῦ, καί ἐπί τέλους τόν βρίσκουν. Ὤ, πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρά τους, ὅταν βρῆκαν τό Χριστό!

            Ἀλλά καί ὁ Χριστός, πού εἶδε τό λαό αὐτό, πολύ συγκινήθηκε. Ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, «ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς», τόν πόνεσε δηλαδή τό λαό, τόν συμπάθησε. Γιατί ἦταν ἕνας λαός ἐγκαταλελειμμένος. Ἦταν ἕνα κοπάδι χωρίς τσοπάνο. Λύκοι αἱμοβόροι, σκληροί καί διεφθαρμένοι ἄρχοντες, σάν τόν Ἡρώδη, ἦταν ἕτοιμοι νά ὁρμήσουν καί νά κατασπαράξουν τό λαό. Τό λαό αὐτό σπλαχνίστηκε ὁ Χριστός. Ἀλλά ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν σάν τήν εὐσπλαγχνία μερικῶν ἀνθρώπων, πού ὅταν δοῦν κανένα δυστυχισμένο ἄνθρωπο φαίνονται ὅτι τόν λυποῦνται, λένε μερικά παρηγορητικά λόγια, χύνουν λίγα δάκρυα, μά τίποτε ἄλλο δέν προσφέρουν. Μόνο αἰσθήματα εἶνε, αἰσθήματα ξερά καί ἄκαρπα. Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Χριστοῦ δέν ἦταν μόνο ἕνα αἴσθημα. Ἦταν μιά εὐσπλαγχνία, πού μόνο αὐτή ἄξιζε νά ὀνομάζεται εὐσπλαγχνία πραγματική. Εὐσπλαγχνία, πού ἄκουγε ὅλο τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων. Εὐσπλαγχνία πού ἀγκάλιαζε ὅλους, καί δέν ἄφηνε κανέναν ἔξω ἀπό τό ἐνδιαφέρον της. Εὐσπλαγχνία, ὁλοκληρωτική. Εὐσπλαγχνία, πού δέν κοίταζε μόνο νά δώσῃ ψωμί στούς πεινασμένους, νά θεραπεύσῃ τούς ἀρρώστους, νά κάνῃ καλά τά κορμιά. Εὐσπλαγχνία, πού κοίταζε πρῶτα τίς ψυχές. Καί οἱ ψυχές αὐτές τῶν χιλιάδων ἀνθρώπων, πού ἄφησαν τά σπίτια τους καί ἦρθαν νά τόν συναντήσουν, πεινοῦσαν καί διψοῦσαν. Πεινοῦσαν καί διψοῦσαν ν’ ἀκούσουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Καί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ σάν πεντακάθαρο νερό ἔτρεχε ἀπό τό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Τόν ἄκουγαν οἱ ἄνθρωποι μέ τέτοια ὄρεξι καί συγκίνησι, ὥστε λησμόνησαν τή σωματική πείνα καί δίψα. Ἄκουγαν ὧρες ὁλόκληρες τό Χριστό, καί ἐνῷ πλησίαζε νά βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, κανένας καί καμμιά δέν ἔδειχνε διάθεσι νά φύγῃ.

            Προτιμοῦσε ὁ λάος αὐτός νά ζῇ στήν ἔρημο μέ τό Χριστό, παρά στήν πόλι χωρίς τό Χριστό. Ὁ Χριστός ἔφτανε γιά ὅλα. Καί γιά τό σῶμα καί γιά τή ψυχή. Κοντά στό Χριστό κανένας πεινασμένος, κανένας δυστυχισμένος.

            – Νά ἐρχόταν καί πάλι ὁ Χριστός στόν κόσμο! Θά πῇ ἴσως κάποιος πού ἀκούει τό σημερινό Εὐαγγέλιο. Πόσο τόν χρειαζόμαστε! Ὑπάρχουν καί σήμερα πονεμένοι καί δυστυχισμένοι, περισσότεροι ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη φορά. Ὑπάρχει ἕνας κόσμος ἀπογοητευμένος ἀπ’ ὅλους καί ἀπ’ ὅλα. Ἄν ἐρχόταν ὁ Χριστός, ὁ κόσμος αὐτός ὁ πονεμένος θά ἔφευγε ἀπό τίς πόλεις, πού ἔγιναν κολάσεις, καί θά πήγαινε στήν ἔρημο, γιά νά βρῇ καί πάλι τό Χριστό. Γιατί ὁ Χριστός καί τήν ἐρημιά τήν κάνει νά ἀνθίζῃ κρίνα καί τριαντάφυλλα, καί γεμίζει τίς καρδιές μέ ἐλπίδα καί χαρά.

            Ἄν ἐρχόταν ὁ Χριστός στόν κόσμο! Ἀλλά ὁ Χριστός ἄφησε ἐδῶ στόν κόσμο ἀνθρώπους, πού πρέπει νά συνεχίσουν τό ἔργο του. Εἶνε οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς. Καί μόνο αὐτοί; Εἶνε οἱ ἄντρες καί οἱ γυναῖκες, πού πιστεύουν στό ὄνομά του. Αὐτοί καλοῦνται νά τόν μιμηθοῦν. Καλοῦνται νά γίνουν σάν τό Χριστό, μικρόχριστοι. Καλοῦνται νά συναισθανθοῦν ὅλο τόν πόνο τοῦ συνανθρώπου τους, τό σωματικό καί τόν ψυχικό. Ὄχι ἀδιάφοροι καί σκληροί, ἀλλά γεμᾶτοι ἀπό ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία πρέπει νά εἶνε, νά εἴμαστε ὅλοι, ὥστε γιά τόν καθένα μας νά ἔχῃ ἐφαρμογή αὐτό πού λέει τό Εὐαγγέλιο γιά τό Χριστό· «Εἶδε πολύν ὄχλον, καί ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς» (Ματθ. 14, 14).

Ἐπίσκόπος Αὐγουστίνος Ν. Καντιώτης
(1907- 2010)

Related Posts

Ποῦ ἀνήκεις;

Ποῦ ἀνήκεις;

           Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰωάν. 7, 37 – 52· 8, 12), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 55). «Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν» (Ἰωάν. 7, 43).            Μία, ἀγαπητοί...

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...