M

Close

Τρία θαύματα

            Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Ζ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 9, 27 – 35), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 117).

«Καί ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ» (Ματθ. 9, 33)

            Δύο, ἀγαπητοί μου, δύο εἶνε οἱ σπουδαιότερες αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὅρασις καί ἡ ἀκοή.

            Ἡ ὅρασις! Μέ τά μάτια βλέπουμε ὅλα τά ὡραῖα πού δημιούργησε ὁ Θεός. Βλέπουμε τό φυσικό κόσμο. Βλέπουμε τούς κάμπους καί τά βουνά. Βλέπουμε τά ποτάμια, τίς λίμνες, τίς θάλασσες. Βλέπουμε τά δέντρα, τά ζῷα, τά πουλιά. Βλέπουμε τόν ἥλιο, τό φεγγάρι, τά ἄστρα. Βλέπουμε τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Βλέπουμε τά ἀγαπητά μας πρόσωπα. Βλέπουμε τή μάνα μας.

            Χωρίς τά μάτια θά ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι μέσα σέ μιά κρύα καί ἀπέραντη νύχτα. Τά μάτια μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ. Θά ἔπρεπε νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό καί νά λέμε· «Θεέ, σ’ εὐχαριστοῦμε πού μᾶς ἔδωσες τά μάτια».

            Μετά ἀπό τήν ὅρασι ἔρχεται ἡ ἀκοή. Μέ τά αὐτιά ἀκοῦμε χίλιων λογιῶν ἤχους καί φωνές. Ἀκοῦμε τόν ἀέρα πού σφυρίζει, τή βροχή πού πέφτει, τά δέντρα πού σείονται, τά πουλιά πού κελαηδοῦν, ἀκοῦμε τίς διάφορες φωνές τῶν ζῴων καί χωρίς νά τά βλέπουμε καταλαβαίνουμε τί ζῷο ἤ τί πουλί εἶνε. Ἀκοῦμε τή γλυκειά φωνή τῆς μάνας, ἀκοῦμε τά λόγια τοῦ πατέρα. Ἀκοῦμε τά μαθήματα πού γίνονται στά σχολεῖα, ἀπό τό νηπιαγωγεῖο μέχρι τό πανεπιστήμιο.

            Χωρίς αὐτιά θά ἤμασταν σάν ἕνα κατάδικο, πού τόν ἔκλεισαν σέ μιά σκοτεινή φυλακή καί στό κελλί του δέν φθάνει καμμιά φωνή. Χωρίς αὐτιά καμμιά πρόοδος, καμμιά γνῶσις, καμμιά ἐπιστήμη. Εἴδατε κουφούς; Πόσο δυστυχεῖς εἶνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί! Δέν μποροῦν ν’ ἀκούσουν τούς ἄλλους καί νά ποῦν κι αὐτοί ὅ,τι αἰσθάνονται. Μέ ἄναρθρες φωνές, μέ διάφορες κινήσεις προσπαθοῦν νά συνεννοηθοῦν μέ τούς ἄλλους.

            Μεγάλη εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ εἶνε ἡ ἀκοή. Τά αὐτιά, ὅπως λέει ἡ ἐπιστήμη, εἶνε ἕνα θαυμάσιο ὄργανο, φτειαγμένο μέ μεγάλη τέχνη, σοφία καί τελειότητα. Ἀλλά πόσοι ἀπό τούς ἀνθρώπους θαυμάζουν γι’ αὐτά τό Δημιουργό καί τόν εὐχαριστοῦν; Οἱ ἄνθρωποι θαυμάζουν ἕνα ῥαντάρ, πού κατασκευάζουν οἱ ἐπιστήμονες γιά νά πιάνῃ ἀπό πολύ μακριά τόν κρότο πού κάνουν τά ἐχθρικά ἀεροπλάνα. Τό ῥαντάρ εἶνε ἕνα τεχνητό αὐτί. Ἀλλά τί εἶνε τό τεχνητό αὐτό αὐτί μπροστά στά φυσικά αὐτιά, πού εἶνε δύο τέλεια μικρά ῥαντάρ, φτειαγμένα καί τοποθετημένα στήν κατάλληλη θέσι, γιά ν’ ἀκούῃ καί νά πληροφορῆται ὁ ἄνθρωπος τί συμβαίνει στόν ἔξω κόσμο; Γι’ αὐτό πρέπει νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό καί μαζί μέ τόν ποιητή νά λέμε·

«Κι ὅταν ἀκούω τό φλοῖσβο στήν ἥσυχη ἀμμουδιά,

κι ὅταν ἀκούω στό δάσος τό ζηλεμένο ἀηδόνι,

κι ὅταν ἀκούω τ’ ἀγέρι στοῦ δένδρου τά κλαριά,

κι ὅταν ἀκούω μέ πόνο τούς στεναγμούς τοῦ γκιώνη,

καί τή φωνή τοῦ γρύλλου στή σκοτεινή νυχτιά,

Σ’ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, πού μοῦ ‘δωσες τ’ αὐτιά».

            Πόση ἀξία ἔχουν τά μάτια καί τά αὐτιά γιά τή ζωή καί τήν πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου, τό αἰσθάνονται ὅσοι εἶχαν τό δυστύχημα νά χάσουν τήν ὅρασι ἤ τήν ἀκοή τους. Οἱ τυφλοί καί οἱ κουφοί. Τί δέν θά ἔδιναν οἱ τυφλοί καί οἱ κουφοί, γιά νά γίνουν καλά; Ὑπάρχουν τυφλοί καί κουφοί, πού κάνουν μακρινά ταξίδια. Πᾶνε στήν Εὐρώπη καί στήν Ἀμερική, ζητᾶνε νά βροῦνε τούς καλύτερους ἐπιστήμονες, εἶνε πρόθυμοι νά ξοδέψουν ὅλη τήν περιουσία τους, νά ὑποστοῦν τίς πιό ὀδυνηρές ἐγχειρήσεις, μέ τήν ἐλπίδα νά δοῦν κάποιο φῶς καί ν’ ἀκούσουν ἔστω καί λίγο.

            Ἀλλά νά ἕνας γιατρός, πού σάν αὐτόν δέν ὑπάρχει στόν κόσμο ἄλλος. Γιατρός γεμάτος στοργή καί ἀγάπη. Γιατρός, πού θεραπεύει χωρίς φάρμακα καί ἐγχειρήσεις. Γιατρός, πού θεραπεύει, ὅταν θέλῃ μέσα σέ μιά στιγμή. Γιατρός, πού θεραπεύει καί τίς πιό δύσκολες καί ἀνίατες ἀρρώστιες. Γιατρός, πού θεραπεύει δωρεάν, καί τό μόνο πού ζητάει ἀπό τούς ἀνθρώπους πού κάνει καλά, εἶνε νά ἔχουν πίστι, ἐμπιστοσύνη ἀπόλυτη σ’ αὐτόν.

            Εἶνε ἀνάγκη, ἀγαπητοί, εἶνε ἀνάγκη νά ποῦμε ποιός εἶνε ὁ γιατρός αὐτός; Ἄν ἤσουν ἄρρωστος βαρειά καί κινδύνευες νά πεθάνῃς, καί σοῦ ἔλεγε κάποιος, ὅτι ὑπάρχει στό ἐξωτερικό ἕνας γιατρός πού μπορεῖ νά σέ κάνῃ καλά, ὤ, πόσο θά ἤθελες νά γνωρίσῃς ἀπό κοντά, νά γνωρίσῃς προσωπικά τό γιατρό αὐτό; Θά πήγαινες νά τόν βρῇς, καί ἄν ἀκόμη κατοικοῦσε στό πιό μακρινό μέρος τῆς γῆς. Θά πουλοῦσες καί τό πουκάμισό σου, γιά νά ἐξοικονομήσῃς τά ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ. Καί ἄν σέ ἔκανε καλά, θά δημοσίευες στίς ἐφημερίδες εὐχαριστήριο, γιά νά ἐκφράσῃς δημοσίᾳ τίς εὐχαριστίες σου γιά τόν ἔξοχο αὐτό γιατρό.

            Ἀλλά τί εἶνε, παρακαλῶ, τί εἶνε καί ὁ πιό ἔξοχος γιατρός μπροστά στό γιατρό πού σοῦ συνιστῶ; Ἕνα τίποτα. Καί ὅμως δέν σέ βλέπω νά συγκινῆσαι, ὅταν ἀκοῦς τό ὄνομά του. Τό ὄνομά του εἶνε Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτός εἶνε «ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν», ὅπως τόν ὀνομάζουμε στή θεία λειτουργία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου. Καί ἄν ἐσύ δέν πιστεύῃς, τό πιστεύουν ἄλλοι. Τό πιστεύουν καί τό φωνάζουν τρεῖς ἄνθρωποι τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ δύο ἀπό αὐτούς ἦταν τυφλοί καί ὁ τρίτος ἦταν κουφός.

            Οἱ δύο τυφλοί, μόλις ἄκουσαν ὅτι περνάει ἀπό τά μέρη τους ὁ Χριστός, ἔβγαλαν ὅλη τή φωνή τους καί φώναζαν· «Χριστέ, ἐλέησέ μας» (Ματθ. 9, 27). Φώναζαν συνεχῶς. Ἀκολουθοῦσαν καί φώναζαν. Καί ὅταν ὁ Χριστός ἦρθε σ’ ἕνα σπίτι, ἦρθαν κι αὐτοί ἐκεῖ καί φώναζαν· «Χριστέ, ἐλέησέ μας». Ὁ Χριστός ῥωτάει τούς τυφλούς· «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νά σᾶς κάνω καλά;». Καί οἱ τυφλοί χωρίς δυσταγμό ἀπαντοῦν ἀμέσως, ἡ φωνή τους βροντή· «Ναί» (ἒ.ἀ. 9, 28). Τότε ὁ Χριστός ἄγγιξε μέ τά ἅγιά του δάχτυλα τά μάτια τους καί νά – ὤ, τί θαῦμα! – οἱ τυφλοί βλέπουν. Καί ἐνῷ ὁ Χριστός τούς παρήγγειλε νά μήν ποῦν τίποτε, αὐτοί γεμᾶτοι εὐγνωμοσύνη τρέχουν παντοῦ καί φωνάζουν· «Ὁ Χριστός μᾶς ἔκανε καλά».

            Δέν πέρασαν πολλά λεπτά τῆς ὥρας ἀπό τή στιγμή πού ἔγιναν τά δύο αὐτά θαύματα, καί νά ἕνα τρίτο θαῦμα. Ἦταν ἕνας κουφός, ὄχι ἀπό ἀρρώστια, ἀλλά γιατί δαιμόνιο εἶχε μπῆ μέσα του, κι ἀπό τή στιγμή πού μπῆκε τό δαιμόνιο – ὤ, τί συμφορά! – ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος ἔχασε τή λαλιά του καί τήν ἀκοή του. Δέν μποροῦσε πιά νά μιλήσῃ, δέν μποροῦσε ν’ ἀκούσῃ. Αὐτόν τόν κωφάλαλο τόν ἔφεραν στό Χριστό κάποιοι σπλαχνικοί ἄνθρωποι καί ζήτησαν νά τόν θεραπεύση. Καί ὁ Χριστός, βλέποντας τήν πίστι τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν, ἔκανε τό θαῦμα του. Ἔδιωξε μέ τό λόγο του καί μόνο τό δαιμόνιο, πού ἦταν χρόνια καί χρόνια φωλιασμένο· καί μόλις βγῆκε τό δαιμόνιο, ὁ κωφάλαλος ἄρχισε νά μιλάῃ καί ν’ ἀκούῃ.

            Τρία θαύματα, ἀγαπητοί, ἔχει σήμερα τό Εὐαγγέλιο. Δύο τυφλοί εἶδαν φῶς. Ἕνας κουφός ἄκουσε καί μίλησε. Τρία θαύματα σέ λίγα λεπτά τῆς ὥρας. Τρία θαύματα, πού φανερώνουν τή δύναμι τοῦ Χριστοῦ.

            Ἀλλά δέν εἶνε μόνο αὐτά. Ὑπάρχουν κι ἄλλα, πιό μεγάλα καί θαυμαστά. Ποιά; Ἀκοῦστε. Ἕνας ἁμαρτωλός εἶνε κι αὐτός τυφλός καί κουφός, χειρότερος ἀπό τούς δύο τυφλούς καί τόν κουφό τοῦ Εὐαγγελίου. Γιατί δέν βλέπει τό Χριστό, δέν ἀκούει τό Χριστό. Γιατί εἶνε ἀναίσθητος καί ἀδιάφορος. Ἀλλ’ ἐάν ὁ ἁμαρτωλός αὐτός πιστέψῃ καί μετανοήσῃ, τότε – ὤ τῶν θαυμάτων σου, Ἰησοῦ Χριστέ! -, τότε ὁ ἁμαρτωλός αὐτός καί βλέπει καί ἀκούει ἕνα νέο κόσμο, βλέπει καί ἀκούει τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, καί δοξάζει καί εὐχαριστεῖ τό Χριστό, τόν μόνο ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων, πού φωτίζει τυφλούς κι ἀνοίγει αὐτιά κουφῶν καί κάνει γλῶσσες μουγγῶν νά μιλᾶνε.

            Σ’ αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή καί ἡ δόξα καί ἡ εὐγνωμοσύνη εἰς αἰῶνας αἰώνων.

Ἐπίσκόπος Αὐγουστίνος Ν. Καντιώτης
(1907- 2010)

Related Posts

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...

Ἡ αἰώνιος ζωή

Ἡ αἰώνιος ζωή

          Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α' ΟΙΚΟΥΜ. ΣΥΝΟΔΟΥ (Ἰωάν. 17, 1 – 13), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 49). «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν...