
«Ἐγώ, ἕως ὅπου ἀναπνέω, βιβλία προσκεῖσθαι βούλομαι. Καί ἐάν εἶχα θησαυρόν χρημάτων, ἤθελα τόν ἐξοδιάσει εἰς θησαυρόν βιβλίων».

Εἰς δόξαν Πατρός, καί Υἱοῦ, καί Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ ἑνός καί μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ ποιητοῦ καί πλάστου καί Δεσπότου τῶν ἁπάντων, ἐῤῥωμένῳ τῷ νῷ, καί τῇ διανοίᾳ· Ὅσα εἰς ὀρθόδοξον πίστιν ἀναφέρεται, καί δόγματα τῆς καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ἐκκλησίας τῆς ἀνατολικῆς, καί μητρός πάντων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν.
Δύο ἀποσπάσματα τῆς διαθήκης τοῦ Ἁγίου:
Α. «Ἀκλινῶς καί ἀμετατρέπτως διέμεινα καί λόγῳ καί ἔργῳ καί διανοίᾳ καί ταύτῃ τῇ ὁμολογία τῆς πίστεως τῆς ἁγιωτάτης καί καθολικῆς μητρός ἡμῶν ἐκκλησίας διάκειμαι μέχρι καί ἐσχάτης ἀναπνοῆς. Καί οὔτε εἰς λατινικόν τι δόγμα διεφθαρμένον καί ἐναντίον τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας ἐξέκλινα πῶ ποτε οὔτε εἰς λουτερανικόν καί καλβινικόν τῶν κατά τούς καιρούς τούτους ἐναντιωτάτων ἡμῖν τοῖς πιστοῖς καί ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς».
Β. «Οἱ μετ’ ἐμέ ἀπολειφθέντες μοναχοί, οἵτινες ἄν εἶεν, πρωτεύοντος τοῦ ἐμοῦ κατά σάρκα καί κατά πνεῦμα ἀδελφοῦ καί πνευματικοῦ παιδός Εὐγενίου, σκεπτέσθωσαν ἀκριβῶς, ἵνα μή ὡς ἀνευλαβεῖς καί ἀμόναχοι μοναχοί, ὡς περί τῆς σωτηρίας τῆς ἑαυτών ψυχῆς μή φροντίζοντες, διαιτῶνται ἀλλά ὥσπερ ἐγώ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ ἤ δόξης κενῆς οὐκ ἐφρόντισα, οὕτω καί αὐτοί τῶν τοιούτων ἀπέχουσι καί τῇ εἰς Θεόν ἐλπίδι στηριζόμενοι, οὐδενός τῶν ἀναγκαίων ἀπολειφθήσονται».

Ἡ τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Γόρδιου, φυλάσσεται στήν Ἱερά Μονή της Ἁγίας Παρασκευῆς στά Βραγγιανά της Εὐρυτανίας.

Ἐῤῥωμένῳ: ἐρρωμένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του ῥώννυμι, χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση, δυνατός, σφριγηλός, ρωμαλέος, εύρωστος, αντίθ. προς το ἄρρωστος, σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., ἐρρωμενέστερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἐρρωμένως, με αποφασιστικότητα, ανδροπρεπώς, έντονα, με θράσος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ. (ἐρρωμένῳ – Ερμηνευτικό Λεξικό Αρχαίας : Ερμηνεία, Μετάφραση, LSJ, Liddell – Scott – Jones, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία – Lexigram).
Εἶεν: μόριον ἔχον συγγένειαν πρὸς τὸ εἶα, ὡς τὸ ἔπειτεν πρὸς τὸ ἔπειτα, ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐν Ἀττ. διαλόγῳ ἐπὶ μεταβάσεως ἀπὸ ζητήματός τινος εἰς τὸ ἑπόμενον· καλά! πολύ καλά! Λατ. Fac ita essse! Τραγ.· εἶεν· τί δῆτα…; Σοφ. Ἠλ. 534· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι Εὐρ. Μήδ. 386· αἱ φράσεις ἀλλ’ εἶεν, εἶεν γε, εἶεν δὴ εἰσὶ σπανιώτεραι. 2) πρὸς δήλωσιν ἀνυπομονησίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 176. τὸ εἶεν εὕρηται ὡς σπονδεῖος — ἐν τῇ φράσει εἶεν, ἀκούω Αὐσχύλ. Χο. 627, Ἀριστοφ. Εἰρ. 663· κεῖται δὲ ὡς ἐκτὸς τοῦ στίχου ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. (εἶἑν – Ερμηνευτικό Λεξικό Αρχαίας: Ερμηνεία, Μετάφραση, LSJ, Liddell – Scott – Jones, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία – Lexigram).
Διαιτάω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ διῄτησα, παρακ. δεδιῄτηκα – Μέσ. και Παθ., Ιων. παρατ. διαιτώμην, μέλ. διαιτήσομαι, και στους Παθ. τύπους, αόρ. αʹ διῃτήθην, Ιων. διαιτήθην, παρακ. δεδιῄτημαι· I. 1. τρέφω με συγκεκριμένο τρόπο, επιβάλλω δίαιτα· δ. τοὺς νοσοῦντας, σε Πλούτ. 2. Μέσ. και Παθ., ακολουθώ μία συγκεκριμένη διαδρομή στη ζωή, ζω, διαμένω, σε Ηρόδ., Σοφ.· δ. νόμιμα, ζω σύμφωνα με την τήρηση των νόμων, των κανόνων, σε Θουκ. II. 1. είμαι κριτής ή διαιτητής (διαιτητής), σε Δημ. κ.λπ. 2. Με αιτ. πράγμ., ορίζω, προσδιορίζω, καθορίζω, αποφασίζω, σε Θεόκρ. (διαιτῶνται – Ερμηνευτικό Λεξικό Αρχαίας : Ερμηνεία, Μετάφραση, LSJ, Liddell – Scott – Jones, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία – Lexigram).
Ἀπολείπω: μέλλ. -ψω: ἀόρ. ἀπέλιπον (τὸ ἀπέλειψα εἶναι πολύ μεταγ., τὸ δὲ ἐν Ἡσ. Θ. 793 εἶναι ἐκ τοῦ ἀπολείβω, ὅ ἴδε). Ἀφίνω μέρος ἤ περίσσευμα πράγματός τινος, π.χ. ἐπὶ τροφῆς, οὐδ’ ἀπέλειπεν ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα μυελόεντα Ὀδ. Ι. 292: ― κληροδοτῶ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. 1. 9, πρβλ. Μόσχ. 3. 98: ― Ἐντεῦθεν, ἀφίνω ὀπίσω μου, καταλείπω εἰς τοὺς μεταγενεστέρους, ἐπὶ συγγραμμάτων, Διογ. Λ. 5. 58, πρβλ. 7. 54. 2) ἀφίνω, καταλείπω, ἀπολύω, ψυχὰν Πινδ. Π. 3. 180· βίον Σοφ. Φ. 1158· νέαν δ’ ἁμέραν ἀπολιπὼν θάνοι Εὐρ. Ἴων 720· ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἀντιστρόφως, ἀλλ’ ἐμὲ μὲν ὁ πολὺς ἀπολέλοιπεν ἤδη βίοτος ἀνέλπιστος, μὲ κατέλιπεν ἄνευ ἐλπίδος, Σοφ. Ἠλ. 185. 3) ἀφίνω ὀπίσω ὡς ἐν ἀγῶνι, ἀφίνω ὀπίσω εἰς ἀπόστασιν, καὶ καθόλου, ὑπερβαίνω, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 25, Λυσ. 190. 37: ἀλλὰ τὸ μέσ. καὶ παθ. εἶναι συνηθέστερα ἐπὶ τοιαύτης σημασίας, ἴδε κατωτέρω. 4) παραδέχομαι ὡς δυνατόν, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μαθ. 7. 55, Φιλόδημ. Gomperz σ. 48. (ἀπολειφθήσονται – Ερμηνευτικό Λεξικό Αρχαίας : Ερμηνεία, Μετάφραση, LSJ, Liddell – Scott – Jones, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία – Lexigram).