
Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς Ε’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Ματθ. 8, 28 – 9, 1), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 102).
«Καί ἰδού ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατά τοῦ κρημνοῦ εἰς τήν θάλασσαν καί ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν» (Ματθ. 8, 32).
Μιλήσαμε, ἀγαπητοί μου, μιλήσαμε καί ἄλλοτε γιά μιά λίμνη, πού καί μέχρι σήμερα ὑπάρχει στό Ἰσραήλ. Εἶνε μιά λίμνη μεγάλη, ὅπως ἡ δική μας λίμνη Μεγάλη Πρέσπα. Ὀνομάζεται λίμνη τῆς Γαλιλαίας. Πρός τό δυτικό μέρος τῆς λίμνης ὑπῆρχαν χωριά, πού κατοικοῦσαν φτωχοί ψαρᾶδες. Ὑπῆρχε δέ καί μιά πόλις, ἡ Καπερναούμ. Στήν πόλι αὐτή καί στήν περιοχή συχνά πήγαινε ὁ Χριστός. Ἀγαποῦσε τό λαό αὐτό. Ἀπό τούς ψαρᾶδες αὐτούς διάλεξε ὁ Χριστός τούς πιό πολλούς μαθητάς του. Θρησκευτικοί καί εὐγενεῖς ἦταν οἱ ἄνθρωποι τῆς περιοχῆς αὐτῆς. Ἀλλά πρός τήν ἄλλη πλευρά τῆς λίμνης, τήν ἀνατολική, οἱ ἄνθρωποι ἦταν πολύ διαφορετικοί. Εἶχαν κάποια ἀγριότητα. Πόσο διαφέρουν οἱ ἄνθρωποι μιᾶς περιοχῆς ἀπό τούς ἀνθρώπους μιᾶς ἄλλης! Καί πόσο διαφέρουν οἱ ἄνθρωποι ἑνός χωριοῦ ἀπό τούς ἀνθρώπους πού κατοικοῦν στό γειτονικό χωριό! Εὐσεβεῖς στό ἕνα χωριό, ἀσεβεῖς στό ἄλλο. Ἐργατικοί στό ἕνα, τεμπέληδες στό ἄλλο. Φιλόξενοι στό ἕνα, ἀφιλόξενοι στό ἄλλο· ἀφήνουν τόν ξένο νά κοιμηθῇ ἔξω.
Σέ κάποια πλαγιά τοῦ βουνοῦ τῆς ἀνατολικῆς πλευρᾶς τῆς λίμνης, ὅπου ἦταν ἡ χώρα τῶν Γαδαρινῶν, ἔβοσκε τήν ἡμέρα ἐκείνη ἕνα κοπάδι ἀπό χοίρους. Δύο χιλιάδες περίπου κεφάλια ἦταν. Τούς ἔβοσκαν δύο βοσκοί. Οἱ χοῖροι ἀνῆκαν σέ κάποια μικρή πόλι, πού βρισκόταν ἐκεῖ κοντά. Τό κοπάδι αὐτό ἦταν μιά ὁλόκληρη περιουσία. Πολλά χρήματα κέρδιζαν οἱ Γαδαρηνοί ἀπό τούς χοίρους. Μέ πόση χαρά ἔβλεπαν τό κοπάδι ν’ αὐξάνῃ καί νά πολλαπλασιάζεται! Οἱ χοῖροι ὁ θησαυρός τους!
Ἀλλά νά, μέσα σέ μιά στιγμή ἦρθε ἡ μεγάλη καταστροφή. Ἀπό τούς χοίρους δέν ἔμεινε οὔτε ἕνας. Μόνο οἱ χοιροβοσκοί σώθηκαν καί ἦρθαν στήν πόλι. Οἱ κάτοικοι, πού δέν βρέθηκαν στόν τόπο τῆς καταστροφῆς καί δέν ἤξεραν τίποτε, τώρα πού βλέπουν τούς βοσκούς τρομαγμένους καί χωρίς τούς χοίρους, τούς ρωτᾶνε·
– Τί πάθατε; Ποῦ εἶνε τά ζωντανά;
Καί οἱ βοσκοί ἀρχίζουν νά διηγοῦνται πῶς ἔγινε ἡ καταστροφή. Σάν νά τούς ἀκοῦμε·
– Ἄχ, ἀφεντάδες μας, τί πάθαμε! Ἐκεῖ πού ἥσυχα ἔβοσκαν οἱ χοῖροι καί κανένα σημάδι ταραχῆς δέν παρουσίαζαν, ξαφνικά, μά πῶς νά σᾶς τό περιγράψουμε; Τέτοιο πρᾶγμα δέν ξανάγινε οὔτε θά ξαναγίνῃ. Ξαφνικά οἱ χοῖροι ἄρχισαν νά γρυλίζουν, σήκωσαν ψηλά τά πόδια, τέντωσαν τά αὐτιά τους καί ἄρχισαν νά τρέχουν σάν τρελλοί. Πού νά σταματήσουν! Ἔτρεχαν συνεχῶς, καί πῆγαν στόν γκρεμό, πού ἀπό κάτω εἶνε τά βαθειά νερά τῆς λίμνης. Καί ἀπό ‘κεῖνο τό γκρεμό ἄρχισαν νά πέφτουν. Ἀκούγαμε τό χτύπο πού ἔκαναν πέφτοντας στή λίμνη. Ὅλοι ἔπεσαν. Δέν ἔμεινε οὔτε ἕνας…
Οἱ Γαδαρηνοί, πού ἄκουγαν τούς βοσκούς καί δέν μποροῦσαν νά ἐξηγήσουν πῶς ἔγινε αὐτό τό φοβερό γεγονός, ρωτοῦν τούς βοσκούς·
– Πῶς ἔγινε ἡ καταστροφή;
Καί οἱ βοσκοί, συμπληρώνοντας τή διήγησί τους, εἶπαν·
– Λίγα λεπτά προτοῦ νά γίνῃ ἡ καταστροφή ἦρθε ἀπό τή λίμνη μέ μιά βάρκα ἕνας ἄνθρωπος. Τί ἄνθρωπος ἦταν αὐτός! Ξέρετε τούς δύο ἐκείνους δαιμονισμένους, πού σχίζανε τά ῥοῦχα τους καί περπατοῦσαν γυμνοί κ’ ἔμεναν στίς σπηλιές καί στά μνήματα καί πετροβολοῦσαν τούς ἀνθρώπους καί δέν τούς ἄφηναν νά περάσουν ἀπό τά μέρη ἐκεῖνα. Τούς ξέρετε τί ἄγρια θηρία ἦταν. Αἴ, ἐλᾶτε τώρα νά τούς δῆτε. Ἀπό θηρία ἔχουν γίνει ἀρνάκια. Τούς ἔκανε καλά ὁ ξένος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Αὐτός ἔδωσε διαταγή καί βγῆκαν τά δαιμόνια. Ἀλλά προτοῦ νά βγοῦν τόν παρεκάλεσαν νά ἐπιτρέψῃ νά πᾶνε στούς χοίρους. Κ’ ἐκεῖνος τούς ἐπέτρεψε, καί τά δαιμόνια πῆγαν στό κοπάδι καί τό ἔκαναν ἄνω – κάτω. Ναί, τά δαιμόνια ἔσπρωξαν τούς χοίρους νά πέσουν στή θάλασσα.
– Πῶς λέγεται αὐτός ὁ ἄνθρωπος καί ποῦ εἶνε τώρα; ρώτησαν οἱ Γαδαρηνοί.
– Ἰησοῦς εἶνε τό ὄνομά του, ἀπαντοῦν οἱ χοιροβοσκοί. Δέν ἔφυγε ἀκόμη ἀπό τό μέρος ἐκεῖνο. Εἶνε μαζί του καί κάποιοι ἄλλοι ἄνθρωποι. Μαζί του εἶνε καί ἕνας ἀπό αὐτούς πού θεράπευσε. Φαίνεται, ὅτι ξεκινάει καί ἔρχεται πρός τήν πόλι μας…
– Δυστυχία μας! λένε οἱ Γαδαρηνοί. Σ’ ἐμᾶς ἔρχεται; Μᾶς ἔπνιξε τούς χοίρους, μᾶς κατέστρεψε μιά ὁλόκληρη περιουσία, καί τώρα τί θέλει σ’ ἐμᾶς; Νά τοῦ ποῦμε κ’ εὐχαριστῶ; Αὐτό ἔλειπε. Ὄχι. Δέν θέλουμε νά ἔρθῃ στήν πόλι μας. Θά πᾶμε νά τοῦ τό ποῦμε. Θά πᾶμε ὅλοι, ἄντρες καί γυναῖκες καί παιδιά…
Μέ τέτοια αἰσθήματα οἱ Γαδαρηνοί ξεκίνησαν καί πῆγαν στό Χριστό. Καί τό παρακάλεσαν, ὄχι μόνο νά μήν ἐπισκεφθῇ τήν πόλι τους, ἀλλά καί νά φύγῃ μακριά ἀπό αὐτήν. Καί ὁ Χριστός, πού σέβεται τήν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, δέν θέλησε νά πάῃ στήν πόλι χωρίς τή θέλησί τους. Ἔφυγε. Μπῆκε στή βάρκα, πέρασε τή λίμνη, κ’ ἔφθασε στήν Καπερναούμ.
Μερικοί, πού ἀκοῦνε τό σημερινό Εὐαγγέλιο, σκανδαλίζονται καί ρωτοῦν· Γιατί ὁ Χριστός νά καταστρέψῃ τήν περιουσία τῶν ἀνθρώπων; Διότι, ἀπαντοῦμε, οἱ δύο χιλιάδες χοῖροι ἦταν περιουσία παράνομη. Ὁ παλαιός νόμος, ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως, δέν ἐπέτρεπε νά τρέφουν οἱ Ἑβραῖοι γουρούνια καί νά τρῶνε τό κρέας τους. Καί μέχρι σήμερα ἀκόμη οἱ Ἑβραῖοι, ὅπως καί οἱ Τοῦρκοι, δέν τρῶνε τό χοιρινό κρέας. Θά ἔπρεπε λοιπόν οἱ Γαδαρηνοί, πού ἦταν Ἑβραῖοι, νά τηροῦν τήν ἐντολή αὐτή τῆς θρησκείας τους καί νά μή τρέφουν χοίρους. Ἀλλ’ αὐτοί, ἀδιάφοροι καί ἀσεβεῖς, λαίμαργοι καί πλεονέκτες, ἄνθρωποι ὑλισταί, καθόλου δέν ἐλάμβαναν υπ΄ ὄψιν τους τήν θεϊκή ἐντολή. Λεφτά νά μαζεύουν, τό κέφι τους νά κάνουν, τά κρέατα νά τρῶνε, καί γιά τή θρησκεία δέν ἔδιναν καμμιά σημασία. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός, τιμωρώντας τήν ἀσέβειά τους, ἐπέτρεψε στούς δαίμονες νά καταστρέψουν τήν ἀγέλη τῶν χοίρων.
Αὐτά ἔπαθαν οἱ Γαδαρηνοί. Ἀλλ’ οἱ Γαδαρηνοί δέν ἐξέλιπαν ἀπό τόν κόσμο. Ὑπάρχουν δυστυχῶς καί σήμερα Γαδαρηνοί. Ὑπάρχουν, δηλαδή, ἄνθρωποι ἰδιοτελεῖς καί συμφεροντολόγοι, ἄνθρωποι πού πάραπάνω ἀπ’ ὅλα ἔχουν τό συμφέρον τους, καί χάριν τοῦ συμφέροντος δέν διστάζουν νά παραβοῦν τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Λεφτά καί μόνο λεφτά σκέπτονται καί ποθοῦν μέρα καί νύχτα. Καί στό ὄνειρό τους λεφτά βλέπουν. Κοιτάξτε τους. Εἶνε Κυριακή, εἶνε μεγάλη γιορτή καί χτυπᾷ ἡ καμπάνα. Πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία; Ὄχι. Στά μαγαζιά καί στά χωράφια θά πᾶνε, μέ διάφορες δουλειές θ’ ἀσχοληθοῦν. Δέν θέλουν νά χάσουν οὔτε ἕνα λεπτό τῆς ὥρας. Καί ὅπως καταπατοῦν αὐτή τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καταπατοῦν καί τίς ἄλλες ἐντολές. Στό δικαστήριο κάνουν ψεύτικους ὅρκους, κλέβουν στό ζύγι τόν πελάτη τους, χίλια δυό ἄλλα ἄτιμα καί ἁμαρτωλά μέσα μεταχειρίζονται, γιά νά ἀπατήσουν τούς ἀνθρώπους. Τρῶνε τό ψωμί τῶν ὀρφανῶν καί τῶν χηρῶν, πατοῦν πάνω σέ πτώματα, βάφουν τά χέρια τους στό αἷμα. Λεφτά καί μόνο λεφτά ν’ ἀποκτήσουν. Καί κάνουν λεφτά, καί ἀποκτοῦν περιουσίες, καί ὁ κόσμος ζηλεύει. Τί ἔξυπνοι, τί καπάτσοι ἄνθρωποι! λέει γι’ αὐτούς ὁ κόσμος.
Ἀλλά ποιό εἶνε τό τέλος τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν; Εἶνε ἡ καταστροφή. Καταστροφή, σάν τήν καταστροφή τῶν Γαδαρινῶν. Σέ μιά στιγμή, πού δέν περιμένουν, ὅλη ἡ περιουσία πού ἀπόκτησαν μέ τά ἁμαρτωλά μέσα, καταστρέφεται. Τά διαβολομαζώματα γίνονται ἀνεμοσκορπίσματα.

Χριστιανοί μου! Μακριά ἀπό τέτοιες περιουσίες. Προτιμότερο φτωχός μέ τό Χριστό, παρά ἑκατομμυριοῦχος μέ τό διάβολο.

(1907- 2010)
Ἡ Εἰκόνα καί οἱ φωτογραφίες τοῦ κειμένου, ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.