M

Close

ΜΕΜΨΙΜΟΙΡΟΣ

Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα

Ἱεροκήρυκος Χαλκίδος

            Ὅποιος εἶναι μεμψίμοιρος εὑρίσκεται ἀτελής ἐξ ἐπόψεως πίστεως, καί μάλιστα ορθῆς πίστεως. Διότι μεμψίμοιρος λέγεται ἐκεῖνος ὅστις μέμφεται τήν «μοῖραν» του δι’ ὅσα ἠρνήθη ἐκείνη νά τοῦ δώσῃ, ἑπομένως διά τάς πολλαπλάς εἰς βάρος του ἀδικίας. Αἱ ἀδικίαι εἶναι φυσικαί καί ἀφοροῦν τήν σωματικήν διάπλασιν. Ἕνας μεμψίμοιρος ἀντιπαραβαλών τόν ἑαυτόν του μέ ἄλλους ὡραίας διαπλάσεως, βλέπει ἀνάγλυφον τήν δυσμορφίαν του καί προκαλεῖται ἐντός του τό συναίσθημα τῆς κατωτερότητος πού τοῦ καταρρίπτει τήν ἀνθρωπίνην ἀξιοπρέπειαν καί μειώνει τό γόητρόν του ὡς «κυρίου» ἐν μέσῳ τῆς κοινωνίας τῶν συμφυλετῶν του, ἤ, στενότερον, τῶν συναδέλφων καί συντεχνιτῶν του. Ἐπίσης ὁ πνευματικῶς κάπως καθυστερημένος, παρακολουθῶν τάς δροσεράς ἐκδηλώσεις τοῦ μυαλοῦ καί τάς ὑψηλάς ἐπιτεύξεις κάποιου συνανθρώπου του τῆς αὐτῆς γραμμῆς, ἀναθεματίζει τήν «,μοῖραν» του διότι τόν «ἔφτιασεν» ἔτσι, ὥστε νά μή φαίνεται οὔτε ὡς οὐρά, καθ’ ἥν στιγμήν εἶναι καί αὐτός ἀνθρώπινον ὑλικόν. Τό αὐτό παρατηρεῖται καί μεταξύ ἐκείνων οἵτινες εὑρίσκονται, διά πολλούς λόγους, εἰς κατωτέραν κοινωνικήν βαθμίδα ἐξ ἐπόψεως κατοικίας, πλούτου, ἐπαγγέλματος, ἀπολαύσεως τῶν ἀγαθῶν τῆς ζωῆς, ποικίλων γνωριμιῶν καί ευκολιῶν, ἐφ’ ὅσον αὗται εἶναι προνόμιον ἀπόκτημα ὀλίγων μέν, ἀλλά, πάντως, ἀνθρώπων. Ἀλλά καί ὅταν θάνατοι ἤ καί συμφοραί μικραί ἤ μεγάλαι τοῦ βίου κλυδωνίζουν τό σκάφος τῆς εὐτυχίας του, καί ἀνασείουν, ἔστω καί πρός στιγμήν, τήν βάσιν τῶν ὑπολογισμῶν του, καί τότε καταφέρεται κατά τῆς «μοίρας» του, ἤ τῆς «τύχης» του, τό ἴδιο εἶναι. Ταὐτίζονται ἐννοιολογικῶς, κοσμοθεωρητικῶς καί οἱ δύο λέξεις, ἐξ οὗ καί «κακόμοιρος» ἤ «καλόμοιρος» ἤ «δύσμοιρος» – «καλότυχος» ἤ «κακότυχος» καί «δύστυχος». Ἀπό τό χριστιανικόν λεξιλόγιον ἐν πάσῃ περιπτώσει, θά ἔπρεπε νά φύγουν αἱ λέξεις «μοῖρα» καί «τύχη». Διότι γίνεται καί κατάχρησις μάλιστα εἰς λόγους ἐπικηδείους ἐκ μέρους θεολόγων καί ἀνωτάτων ἐκκλησιαστικῶν λειτουργῶν. «Μοῖρα κακή ἥρπασεν ἐκ τῶν ἀγκαλῶν τῆς προσφιλοῦς του μητρός, τόν ἐπίγειον τοῦτον ἄγγελον ὅν νεκρόν ὁρῶμεν!…» ἀπεφθέγγετο κἄποτε κάποιος πού ἀντιπροσωπεύει τόν Χριστόν ἐπί τῆς γῆς…

            Ὁ μεμψίμοιρος εἶναι τυποποιημένος χαρακτήρ καί διαφέρει ἐκείνου, πού ἁπλῶς παραπονεῖται διά τάς φυσικάς, ἤ οἱασδήποτε ἄλλας ἐλλείψεις του. Διότι ὁ τελευταῖος, θεωρῶν ὡς κατάστασιν μίαν του φυσικήν ἔλλειψιν, προσπαθεῖ ν’ ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα διά τοῦ ψυχικοῦ του δυναμισμοῦ, καί, κεντούμενος ἐκ τοῦ γεγονότος, ἀναπτύσσει ἐνεργητικότητα καλύπτουσαν πᾶσαν φυσικήν ἀτέλειαν ἤ πληροῦσαν αἰσθητά ἀνοίγματα ἐπιφανείας. Ὁ μεμψίμοιρος θά αἰσθάνεται πάντοτε τά φοβερά κενά καί διαρκῶς θά παραπονῆται κατά τρόπον ὀχλώδη – λαϊκώτατον, καί ὅταν ἀκόμη ἐπιτευχθῇ τό ποθούμενον καί στηριχθῇ ἐπαρκῶς ὁ λόγος τῆς βαθειᾶς του ἱκανοποιήσεως. Ἡ μεμψιμοιρία στηρίζεται μέν εἰς μίαν ψυχικήν ὁρμήν καί ἔφεσιν πρός ὁλοκλήρωσιν, ὅμως δέν ἠμπορεῖ νά ταυτισθῇ. Ἁπλούστατα, διότι, ὁ ἐφιεμένος πρός τι εὑρίσκει ἐν ἑαυτῷ τό πλήρωμα καί τήν λύτρωσίν του. Ἐφ’ ὅσον ἡ ψυχή του βαρύνεται μέ τήν ἀτέλειαν, τήν κατωτερότητα, τήν ἀνεπάρκειαν, καί   τ ό   ν ο ι ώ θ ε ι   αὐτό, μία τοιαύτη γνῶσις ἀποκαλύπτει κάποιον δυναμισμόν ρευστόν πού ἐνυπάρχει αὐτῷ ὡς σπουδαιότατον, ἀχρησιμοποίητον κεφάλαιον. Δέν ὑπολείπεται παρά ὁ διαφωτισμός, μία ὤθησις πρός ἐκμετάλλευσιν καί δημιουργίαν, μία ἠθική, δυνατή ὅμως, πίεσις πρός διάλυσιν τῆς ψυχικῆς ὁμίχλης πού φέρει καί τήν ἀπαισιοδοξίαν καί ὑποτρέφει τήν ὀκνηρίαν καί τήν νωθρότητα, ἄν ὄχι πάντοτε, ὅμως πολλάκις. Διά πολλούς ἐξηρτημένους ἐκ τῆς «μοίρας» ἤ τῆς «τύχης» ἤ τοῦ «γραφτοῦ» ἡ μεμψιμοιρία, ὅταν εἶναι κατάστασις καί δέν προέρχεται ἀπό τήν ἄγνοιαν καί ἀμορφωσιάν, εἶναι ἀδύνατος ἡ συνεννόησις. Ἀπό μικρά παιδιά προάγονται ἐκ παραπόνου εἰς γογγυσμόν, καί καθίστανται τόσον ἐνοχλητικοί εἰς τόν κύκλον των, ὥστε νά θεωροῦνται ὡς μία μάστιξ βασανιστική. Ἀπό τόν μεμψίμοιρον δέν λείπει ἕνας μεγαλοϊδεατισμός ὡς ἀτομικόν ὑποκειμενικόν κύκλωμα, οὔτε τό ἐξωφρενικόν πνεῦμα, εἶναι δέ βαρυτέρα ἡ μεμψιμοιρία ὅσῳ τό νέφος τῆς μελαγχολίας πού πυκνοῦται ἀπό τά ἀτελείωτα   «γ ι α τ ί;»   εἶναι ὀγκωδέστερον. Ἄς προστεθοῦν ὅμως καί λίγα στοιχεῖα φθόνου ὡς φυσική συνέπεια τῆς καταστάσεως, ἐφ’ ὅσον ἡ δυστυχής ψυχή ἀντί νά ἐξορμήσῃ πρός ἀφανισμόν τοῦ οἱουδήποτε φραγμοῦ μέ μίαν μεταλλαγήν καί μεταποίησιν τοῦ πόθου εἰς ἐσωτερικόν φῶς πού πράγματι λυτρώνει, ὑφίσταται μίαν ἐγκεφαλικήν ἀναιμίαν καί ὁδηγεῖται εἰς τήν νεύρωσιν. Ὁ μεμψίμοιρος εἶναι ἄχρηστος δι’ ἑαυτόν καί τούς ἄλλους, ἐφ’ ὅσον «στριφογυρίζει» εἰς τόν χῶρον τοῦ μηδενικοῦ ἤ δέν ἀξιοποιεῖ τῆς ψυχῆς τάς θείας δυνάμεις πρός παραγωγήν χρησίμου ἐνεργείας. Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος στερούμενος κεφαλαίων, ἐκτός ἐκείνων τούς ὁποίους ἐμορφοποίησε βιολογικά ἡ κληρονομικότης. Εἰς τά παιδιά δέν πρέπει νά καλλιεργῆται τό συναίσθημα τῆς μειονεκτικότητος, οὔτε καί ὁ ἀνόητος μεγαλοϊδεατισμός, ἀλλά νά ἐξαίρεται ἡ ἀνθρωπίνη προσωπικότης καί ὁ προορισμός της ὑπό τό ὄμμα τοῦ Θεοῦ, ἐν μέσῳ δοκιμασιῶν πολλῶν καί ἀντιξοοτήτων, ὅπου λαμπρύνεται ἡ ψυχή.

Ἀρχιμ. Χριστοφόρος Ἀθ. Καλύβας

ΠΗΓΗ: Τό Βιβλίο «30 ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ», ΑΘΗΝΑΙ 1952, σελ. 67, τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα.

            συμφυλετῶν: πού ἀνήκουν στήν ἴδια φυλή μέ κάποιον ἄλλο (ἀρχ.). (συμφυλέτης – Σημαίνει Σημασία Συνώνυμα Λεξικό Αντώνυμα Αντίθετα Ερμηνεία Ορισμός Γνωμικά Παροιμίες Ρητά Φράσεις – Εννοιόλεξο – Lexigram).

            ἐφιεμένος: ἐπὶ πραγμάτων, ῥίπτω, ἀκοντίζω κατά τινος, πέμπω ἐναντίον τινός, ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ἐφιέμενος, μέλ. ἐφήσομαι γʹ ενικ. προστ. ἐφίει, όπως αν προερχόταν από το ἐφιέω· Α. I. 1. στέλνω σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με απαρ., παρακινώ ή προκαλώ να γίνει κάτι, ἐφέηκε ἀεῖσαι, σε Ομήρ. Οδ.·ἐφ. τινα χαλεπῆναι κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. 3. λέγεται για πράγματα, ρίχνω ή εξακοντίζω εναντίον κάποιου, ὅς τοι ἐφῆκε βέλος….. Ἐφίημι: Ιων. ἐπ-, μέλ. ἐφήσω, οριστ. αορ. αʹ ἐφῆκα, Επικ. ἐφέηκα, προστ. αορ. βʹ ἔφες, υποτ. ἐφείω, -ῃς, Αττ. ἐφῇς, μτχ. ἐφείς – Μέσ., μτχ. ἐφιέμενος, μέλ. ἐφήσομαι· γʹ ενικ. προστ. ἐφίει, όπως αν προερχόταν από το ἐφιέω· Α. I. 1. στέλνω σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με απαρ., παρακινώ ή προκαλώ να γίνει κάτι, ἐφέηκε ἀεῖσαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφ. τινα χαλεπῆναι κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. 3. λέγεται για πράγματα, ρίχνω ή εξακοντίζω εναντίον κάποιου, ὅς τοι ἐφῆκε βέλος, στο ίδ. κ.λπ.·ἐφ. οἰστὸν ἐπί τινι, σε Ευρ.·ἐφ. χεῖράς τινι, απλώνω χέρια πάνω του, σε Ομήρ. Οδ. 4. α) λέγεται για γεγονότα, για το πεπρωμένο κ.λπ., στέλνω εναντίον, με εχθρική σημασία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐφ. τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην, στον ίδ.·ἐφῆκας γλῶσσαν, την άφησες πολύ ελεύθερη, σε Ευρ. β) ρίχνω μέσα σε, ἐς λέβητ’ ἐφῆκεν μέλη, στον ίδ. II. 1. ξεσφίγγω, χαλαρώνω, ιδίως λέγεται για το χαλινάρι, σε Πλάτ.· απ’ όπου, παραχωρώ, Λατ. concedere, τινι τὴν ἡγεμονίαν, σε Θουκ.· με απαρ., επιτρέπω, αφήνω, τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. 2. παραιτούμαι, παραδίδω, εγκαταλείπω, αφήνω ως λεία σε κάποιον, σε Σοφ.· έπειτα, φαινομενικά αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), παραδίνομαι σε κάτι, οὐρίᾳ, σε ευνοϊκό άνεμο, σε Πλάτ. III. ως νομικός όρος, αφήνω σε κάποιον άλλον να αποφασίσει, δίκας ἐφ. εἴς τινα, σε Δημ.· και απόλ., ασκώ έφεση, εἰς τοὺς δικαστάς, στον ίδ. Β. I. 1. Μέσ., δίνω εντολή ή διατάζω, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., ἐφ. τινὶ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Αριστοφ.·ἐς Λακεδαίμονα, στέλνω διαταγές στους Λακεδαιμονίους, Θουκ. 2. επιτρέπω ή αφήνω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Σοφ. κ.λπ. II. με γεν., στοχεύω, αποβλέπω σε, σε Αριστ.· επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, σε Ευρ. (ἐφιέμενος – Ερμηνευτικό Λεξικό Αρχαίας : Ερμηνεία, Μετάφραση, LSJ, Liddell – Scott – Jones, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία – Lexigram.)

            Οἱ Εἰκόνες καί οἱ φωτογραφίες τοῦ κειμένου, ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.

Related Posts

Ποῦ ἀνήκεις;

Ποῦ ἀνήκεις;

           Σύντομο κήρυγμα ἐπί τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰωάν. 7, 37 – 52· 8, 12), ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτου: «ΚΥΡΙΑΚΗ». (σελ. 55). «Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν» (Ἰωάν. 7, 43).            Μία, ἀγαπητοί...

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

ΤΙ ΠΡΑΤΤΩΝ Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΣΕΙ ΖΩΗΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

Ἀπάνθισμα ἐν εἴδει λόγου ἐκ διαφόρων ὁμιλιῶν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου συλλεγέν παρά Θεοδώρου(¹). (Migne, P.G., τόμ. LXIII, λόγος ΜΗ', σελ. 899 – 902).           Ὁ Χριστιανός διά νά κληρονομήσῃ τήν αἰώνιον ζωήν πρέπει νά πράττῃ τά ἑξῆς:...

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Διήγησις ὠφέλιμος γεωργοῦ τινος Μετρίου ὀνομαζομένου.

Βίος Μετρίου πᾶσι τοῖς χριστωνύμοις, Στήλη πρόκειται ἀρετῶν τε καί πίναξ.           Ἐν τῇ Γαλατίᾳ τῆς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Παφλαγονίας ἦτο γεωργός τις, Μέτριος ὀνομαζόμενος, ζῶν ἐν αὐταρκείᾳ τῶν τοῦ σώματος ἀγαθῶν. Οὗτος λοιπόν βλέπων τόν γείτονά του, ὅτι εἶχεν υἱούς τούς...