
Ποιητική ἀπόδοση τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς Μάρκου β’. 1-12
†Ἀρχιμανδρίτῃ Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα
Ἱεροκήρυκος
Πλήθη κατέκλυσαν πολλά τό σπίτι πού ὁ Χριστός μας
Ἐδίδασκε αἰώνιες ἀλήθειες πού φωτίζαν
Τά βάθη τῆς συνείδησης καί τήν προβληματίζαν
Για τό σκοπό πὄχει ἡ ζωή καί τόν προορισμό της
Κι’ ὅταν ἕνα παράλυτο φέραν γιά θεραπεία
Τέσσαρες συμπαθητικοί φίλοι του σωριασμένο
Με λιανισμένο τό κορμί, βρῆκαν φραγμό στήν πόρτα
Ἀπό τά πλήθη τά πολλά, σκέφτηκαν να χαλάσουν
Τη στέγη ἐκεῖ πού ὁ Χριστός βρισκόταν καί εὐκαιρία
Μή χάσουνε μοναδική τό στόχο νά πετύχουν
Εἶχαν τήν πίστι δυνατή καί οἶκτο στήν καρδιά τους
Γι’ αὐτό καί τόλμησαν μαζί τή σκέψι τή δική τους
Ἔργο νά κάνουν. Καί χαλοῦν ξένου σπιτιοῦ τή στέγη
Καί κατεβάζουν ἀκριβῶς στά πόδια τοῦ Κυρίου
Τό δυστυχῆ παράλυτο πού μέ ἱκεσίας βλέμμα
Εἶπε πολλά χωρίς μιλιά νά βγάλη ἀπ’ τό στόμα
Τόν εἶδε μέ φιλεύσπλαχνο μάτι ὁ Εὐεργέτης
Κι’ ἄνοιξε αὐτός τό στόμα του φάρμακο νά τοῦ δώσῃ
Σάν εἶδε τήν ὁλόθερμη πίστι καί τῶν τεσσάρων
Πού κατεβάσαν μέ σχοινιά γιά νά ἐλευθερώσῃ
Ἀπ’ τήν ἀρρώστεια δύστυχο παράλυτό τους φίλο
«Παιδί μου, εἶπεν ὁ Χριστός, λυέσαι ἀπ’ τίς ἁμαρτίες
Πού εἶναι τρανές, προσωπικές καί σ’ ἔχουν παραλύσει
Ἡ πίστι καί τό δάκρυ σου διώχνουν καί τις αἰτίες
Τῆς φοβερῆς ἀρρώστειας σου. Σήκω, περπάτει, πάρε
Στόν ὦμο τό κρεββάτι σου καί πήγαινε στο σπίτι
Στο σπίτι σου πού ἄφησες χρόνια γιά νά γλεντήσης
Μακρυά ἀπ’ τήν Οἰκογένεια διπλᾶ νά παραλύσῃς».
Ἔτσι ἔγινε. Οἱ φθονεροί τῆς κάστας Φαρισαίων
Καί Γραμματέων γκρίνιαξαν κι’ εἶπαν ποιός εἶναι τοῦτος
Πού συγχωρεῖ ἁμαρτωλούς. Βλάστημος εἶναι, ‘λέγαν.
Μά πῆραν τήν ἀπάντησι καυτή ἀπό τό θαῦμα.

Οἱ Εἰκόνες καί οἱ φωτογραφίες τοῦ κειμένου, ἔχουν προστεθεῖ ἀπό τόν συντάκτη τῆς ἀνάρτησης.