
1η Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΙΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Τῶν Ταλάντων) Ματθ. κε’ 14 – 31, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 79 – 82).
Ὑπάρχουν πολλοί, καί μεταξύ τῶν Χριστιανῶν ἀκόμη, πού γιά ν’ ἀποφύγουν τόν ἔλεγχο γιά τήν παρατηρούμενη ἀδράνεια καί νωθρότητά τους, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων, εἴτε οἰκονομικῶς εἴτε πνευματικῶς, ἐμφανίζονται μέσα στήν Κοινωνία καί στήν Ἐκκλησία ἀκόμη μειονεκτοῦντες, προφασίζονται πώς στεροῦνται «ταλάντων» πού ἔχουν οἱ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι δραστηριοποιοῦνται στή ζωή καί ἀναδεικνύονται ἀνάλογα καί μέ τήν κλίσι τους στούς τομεῖς πού διάλεξαν.
Ἐκτός τῶν βλαμμένων τύπων, ἐκ γενετῆς, καὶ τῶν σακατεμένων ἀσώτων ποὺ δέν μποροῦν νά μαζέψουν τὰ μυαλά τους, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν χρυσᾶ, συμβολικῶς, τάλαντα τῆς παραβολῆς, καὶ ἔχουν μάλιστα συνείδησιν αὐτῶν τῶν ταλάντων. Αὐτά τὰ τάλαντα, οἱ πνευματικές δεξιότητες, ποὺ εἶναι ἔμφυτες στό εἶδος αὐτό ποὺ λέγεται ἄνθρωπος, περικλείουν μέσα τους ἐν δυνάμει καὶ τὰ στοιχεῖα ἑνὸς ὑγιοῦς πολιτισμοῦ ὅταν ὁ ταλαντοῦχος εἶναι δεμένος μὲ τὸν ὀμφάλιο λῶρο τῆς πίστεως στὰ τοῦ Θεοῦ, ποὺ, ἀφ’ ἑνὸς μὲν έδωσε τὰ τάλαντα πρὸς ἁξιοποίησιν, ἀφ’ ἑτέρου δὲ καὶ τὰ διεπότισε μὲ τή χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος γιὰ νά δραστηριοποιηθῇ τὸ ἄτομο καὶ στὸν ὑλικὸ καὶ στὸν πνευματικὸ τομέα, γιὰ νά ζήσῃ, νά προκόψῃ καὶ νά προαχθῇ πνευματικῶς. Ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπολήπτης ὥστε ἄλλους νά εὐνοῇ καί ἄλλους νά ἀποστρέφεται. Ἐάν ὑπάρχῃ συνείδησι τῶν ταλάντων μας, οἰαδήποτε καί ἄν εἶναι, ἀναλόγως τῆς κλίσεώς μας καί τῆς κλήσεώς μας, δήλ. αὐτῶν τῶν ἀπό Θεοῦ χαρισμάτων ποτισμένων μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἔχουμε περισσότερα ἤ λιγώτερα τάλαντα ἐν συγκρίσει μέ τούς ἄλλους δηλ. χαρίσματα, τοῦτο δέν πρέπει νά μᾶς ἐπηρεάζῃ. Ἐκεῖνο πού μᾶς ἐζήτησεν ὁ Κύριος ὁ δοτήρ τῶν χαρισμάτων, εἶναι τό ἀνθρώπινο, αὐτή ἡ καλή διάθεσι καί προθυμία, ἡ ὄρεξι πρός καλλιέργειαν, πρός ἐνεργοποίησιν καί ἐπ’ ἀγαθῷ χρησιμοποίησιν αὐτῶν τῶν χαρισμάτων.
Ὁ Θεός μᾶς δίνει τά τάλαντα γιά τά ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τά τάλαντα τῆς ἀξίας, ἀλλά καί τῆς προσωπικῆς μας εὐθύνης. Ἕκαστος φυσικά ἴδιον χάρισμα ἔχει, Α’ Κορ. ζ’ 7 – Α’ Κορ. ιβ’ 4 καί ἔχει συνείδησιν τῶν ταλάντων του. Κανείς δέν στερεῖται ταλάντων ἀφοῦ καί ὁ Ἰούδας εἶχε χάρισμα θαυματουργίας. Καί τά ἔχει ἔτσι ὁ Θεός κανονίσει ὥστε τά πνευματικά χαρίσματα πού ἐκεῖ ἀναφέρει ὁ Παῦλος, νά εἶναι χτῆμα τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων καί γιά τήν ἴδια τους πνευματική οἰκοδομή, ἀλλά καί γιά τήν οἰκοδομή τῶν ἄλλων. Καί οἰκοδομή κατά Θεόν νοεῖται τό κατόρθωμα τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς ἀκτινοβολίας τοῦ χαρισματούχου καί ἡ κατά τήν ἀτομική του κλίσιν ἀνάπτυξις δραστηριοτήτων του: Διάπλωσι τῶν θείων ἀληθειῶν, συνειδητή ἐκτέλεσι τοῦ καθήκοντος πού ἀναλαμβάνει, ἀντίστασι κατά τῶν ρευμάτων τῶν ἀνατρεπτικῶν αἰωνίων ἀξιῶν κοινῶς παραδεδεγμένων ὑπό τῆς καθολικῆς συνειδήσεως, θυσία καί τῆς ζωῆς μας ἀκόμη ὑπερκειμένης ὡς ἀξίας ἐν συγκρίσει πρός τάς αἰωνίους μεταφυσικάς. Τά πνευματικά χαρίσματα τῆς ποιήσεως, φερ’ εἰπεῖν, τῆς λογοτεχνίας, τῆς μουσικῆς, τῆς καθόλου καλλιτεχνίας, καὶ πάσης δημιουργίας, πρέπει, σάν ἀπό Θεοῦ χαρίσματα, νά ἐνεργοποιοῦνται, ἀλλά καί νά ὑπηρετοῦν ὑψηλούς σκοπούς. Νά μή διακρίνωνται γιά τόν αἰσθησιασμό τους, νά μή βεβηλώνουν τό σκοπό. Γιατί ὑπῆρξαν, καί δυστυχῶς ὑπάρχουν, ποιητές, λογοτέχνες, καλλιτέχνες τοῦ ᾄσματος, ρήτορες, κ.ἅ., πού ἐπειδή εἶναι προικισμένοι μέ τά «ταλέντα» τους αὐτά, μᾶλλον ἔκαμαν καί κάνουν κακό καί βλαπτικῶς ἔδρασαν μέσα στήν Κοινωνία. Ἔτσι μιά εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἀντί νά κάνη τή ζωή μας ὡραία, καί πνευματικῶς νά μᾶς ἀνυψώνῃ καί νά μᾶς ἐξευγενίζῃ τά αἰσθήματα, καταντᾷ κατάρα, πού καί τά αἰσθήματα ἐκχυδαΐζει καί τό πνεῦμα ταπεινώνει, ὅπως γίνεται μέ τή φυσική εὐφυΐα πού οἱ ἄπιστοι καί ἀνάγωγοι ἤ κληρονομικῶς βεβαρημένοι τήν μεταστρέφουν σέ πονηρία μέ συνέπεια τά κατά κλιμάκωσιν ἐγκλήματα. Ὅταν οἱ πνευματικές δεξιότητες δέν εἶναι διαποτισμένες μέ τό Πανάγιον Πνεῦμα, τότε μπαίνουν στήν ὑπηρεσία τοῦ Κακοῦ καί ὁ ἄνθρωπος «ἐν τιμῇ ὤν», προδίδει τήν «οἰκείαν εὐγένειαν» κατά τόν Ι. Χρυσόστομον.
Ὑπάρχουν, βέβαια, καί κατηγορίες ἀνθρώπων πού ἔχουν κάποιο χάρισμα καί ὄχι πολλά, κατά Θεοῦ πρόγνωσι τῆς ἱκανότητος. Καί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, δυστυχῶς, ἐνῶ γνωρίζουν ὅτι θά ἀμοιφθοῦν ἄν καί τό ἕνα ἀξιοποιήσουν ἐπ’ ἀγαθῷ, ἤ θά τιμωρηθοῦν ἐάν ἀντιθέτως τό χρησιμοποιήσουν ἐπί κακῶ ἤ τό θάψουν, δέν τὄβαλαν δηλαδή στήν Τράπεζα, πού σημαίνει ὅτι δέν ἐβοήθησαν στή συλλογική προσπάθεια, ὅπως τό μερμήγκι ἤ καί ἡ μέλισσα πού θησαυρίζουν βοηθοῦντες σάν μονάδες τό Σύνολο, ἐν τούτοις ἀδρανοῦν, καί τό τάλαντο τό κρατοῦν σάν παγωμένη πίστωσι. Νά γιατί κι’ αὐτό πού ἔχουν θά ἀφαιρεθῇ. Τά τάλαντα, λίγα ἤ πολλά, ἐδόθησαν σάν μιά δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν συνάμα καί τά ψυχικά κεφάλαια γιά ἔργα ἠθικῆς, πνευματικῆς καί κοινωνικῆς ἀκόμη οἰκοδομῆς. Ἡ ἀδράνεια καί ἡ ὀκνηρία κάνουν καί τόν ἄνθρωπο κακότροπο, ὅπως ἐκεῖνον πού ἔκρυψε τό τάλαντο στή γῆ καί ἔφθασε στό σημεῖο νά κατηγορῇ τό Θεό πού τόν ἐτίμησε καί τόν κάλεσε γιά ἔργο διακονίας κατά τή δύναμί του.
