
2ηἈνάλυσιςτοῦ ΕὐαγγελίουτῆςΚυριακῆς, ΙΣΤ’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Τῶν Ταλάντων) Ματθ. κε’ 14 – 31, ἀπότόβιβλίοτοῦμακαριστοῦἹεροκήρυκοςἈρχιμ. ΧριστοφόρουἈθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 82 – 84).
Ὅταν ὁ Θεός μέ τήν ἰδιαίτερη δημιουργική του ἐνέργεια ἔφερε στήν ὕπαρξί του τόν ἄνθρωπο. Γενεσ. α’ 26 κ.ε., τόν ὥπλισε μέν μέ τά ζωικά ἔνστικτα αὐτοματισμοῦ λειτουργίας τῆς ζωῆς, ὅμως ἐπειδή ἀπό ἀγάπη πρός τήν πνοή Του τόν ἔθεσε καί κορωνίδα τῶν ἐξαισίων δημιουργημάτων του καί κατά χάριν συνδημιουργό του ὡς διαιωνίζοντα τό εἶδος «Ἄνθρωπος», τοῦ ἔδωσε συγχρόνως καί κάτι πού δέν ἔχουν οἱ λοιποί ζωντανοί ὀργανισμοί. Καί αὐτό τό κάτι εἶναι πού ἀποτελεῖ καί τήν ἀβυσσώδη διαφορά μεταξύ ἀνθρώπου καί κτήνους. Ὅτι ἔχει διανοητικές καί ἠθικές ἱκανότητες τίς ὀποῖες ὀφείλει νά ἑνεργοποιήσῃ ἀναπτύσσοντας πολιτισμό πού φέρει τή σφραγῖδα τῆς καταγωγῆς καί τοῦ προορισμοῦ του· πολιτισμό πού ὅλα τά στοιχεῖα στήν ἀνάπτυξι τους ὁμιλοῦν περί ἐξόχου δημιουργικῆς δυνάμεως τοῦ ἀνθρώπου, εἴτε εἶναι ἐγγράμματος εἴτε ὄχι. Ἐκεῖνο πού ἐζήτησεν ὁ Θεός ἀπό τόν ἄνθρωπο στόν ὁποῖον ὑπεδούλωσε τό μεγαλεῖον τῆς Φύσεως, εἶναι νά μή μένῃ ἀδρανής, νά μή κρατῇ τά πνευματικά καί ἠθικά του κεφάλαια, τῶν ὁποίων ἔχει γνῶσι, σάν παγωμένες πιστώσεις ἤ, ὅταν τά καλλιεργῇ ἐνεργοποιῶντας τα, νά θέτῃ σκοπό καί στόχο τέτοιον, ὥστε ὄχι μονάχα νά μή βλάπτῃ καί νά μή βλάπτεται, αὐτό δέν εἶναι ἀρκετό, ἀλλά ἐφ’ ὅσον εἶναι μιά σμικρογραφία τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ – ἔστω καί μέ τάς ἀτελείας της, τηρουμένων τῶν σχετικῶν ἀναλογιῶν, νά παρουσιάζῃ ἔργα ὠφέλιμα καί γιά τόν ἑαυτό του καί γιά τό Σύνολο πρός δόξαν πάντοτε τοῦ Θεοῦ.
Καί δέν ἐννοοῦμε μόνον ἔργα στόν ὑλικό τομέα γιατί καί τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως εἶναι πιεστικό καί μόνον βλαμμένοι στά μυαλά καί πάσχοντες ἀπό ἰδιωτεία δέν αἰσθάνονται τήν ἀνάγκη νά δουλέψουν πρός συντήρησιν τοῦ ἑαυτοῦ τους καί τῆς οἰκογενείας τους ἤ οἱ φυγόπονοι καί ἀντικοινωνικοί τύποι πού ζοῦν σάν παράσιτα ἐπάνω στό σῶμα τῆς Κοινωνίας. Ὅλοι οἱ ἰσορροπήμενοι ἄνθρωποι μέ τήν ὡρίμανσί τους ἐργάζονται ἀναλόγως τῆς κλίσεώς τους καί τῆς κλήσεώς τους ὁ καθένας, ὥστε καί νά ἐπαρκῆ στίς ἀνάγκες του, ἀλλά καί σάν ἄνθρωπος μέσα στήν ἀνθρωπίνη Κοινωνία νά συμβάλῃ μέν στήν ἀνάπτυξί της, νά ἠμπορεῖ δέ, σάν ἄρρηκτο μέλος της, ὀργανικά δεμένο μαζί της, νά ἔρχεται συνεπίκουρος καί βοηθός τῶν αναξιοπαθούντων. Ἐννοοῦμε, λοιπόν, καί τοῦτο: νά θεωρῇ ὁ ἄνθρωπος καί σάν ἠθική, ἐπιτακτική ἀνάγκη ἐξ ἴσου πιεστική μέ τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεώς του ὡς ζωντανοῦ ὀργανισμοῦ καί τήν καλλιέργεια τοῦ ἠθικοῦ συναισθήματος γιά καρποφορία, γιά ἔργα χριστιανικῆς ἀγάπης καί καλωσύνης στόν τομέα τῆς εὐποιίας καί ἀγαθωσύνης πού θά εἶναι ἀπηλλαγμένα ἀπό τό στοιχεῖο τῆς ἰδιοτελείας. Ἡ ὁρμή πρός κοινωνικότητα καί ἠθική καρπογονία ἐδόθη ὡς ὑπό ἁξιοποίησιν τάλαντον ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, καί δέν δικαιοῦται ὁ ἄνθρωπος νά τό θάψῃ περιοριζόμενος στήν ὑλική διακονία τοῦ ἑαυτοῦ του καί μόνον. Ὁ Δημιουργός Θεός ἐπειδή εἶναι ὅλος ἀγάπη, δέν ἠθέλησε νά κρατήσῃ ὁ ἄνθρωπος μιά διανοητική ἠθική χωρίς ἡ καρδιά του νά συγκινῆται ἀπό τή δυστυχία καί τόν πόνο τοῦ συνανθρώπου του. Μετά τόν ἑαυτό του, δίπλα του παραστέκει ἡ πεῖνα, ἡ γύμνια, ἡ ἀρρώστεια, ὁ διωγμός, οἱ δυσμενεῖς περιστάσεις. Ἡ ἠθική εὐαισθησία τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχική δεξιότης, ὡς τάλαντον, πρέπει νά ἐκδηλωθῇ ἐνεργός ἀνάλογα μέ τήν περίστασι.
Ἔπειτα αὐτά τά πνευματικά προσόντα, ὅπως ἡ θρησκευτικότης, ἡ γενική ἀρετή, ἡ καλλιτεχνική δημιουργία, δραστηριοποιουμένη κάτω ἀπό τό μάτι τοῦ Θεοῦ, ἀσφαλῶς εἶναι τάλαντα τά ὁποία καί τήν ψυχή ἀναπαύουν, καί τόν καλῶς νοούμενο πολιτισμό προάγουν, καί τό Θεό δοξάζουν. Ὑπάρχουν σάν κεφάλαια στόν κάθε ἄνθρωπο, σάν ἀποθέματα προσωπικά τῶν ὁποίων ἔχει γνῶσιν. Ὁ Θεός δέν εἶπε πώς, ἀλοίμονον σ’ ἐκεῖνον πού δέν δούλεψε ν’ ἀποκτήσῃ τάλαντα. Εἶπε πώς ἔχει δώσει τάλαντα καί περιμένει ἀπό τόν ταλαντοῦχο νά τούς δώσῃ τιμή καί ἀξία μέ τό νά γίνῃ καλός δουλευτής καί οἰκονόμος τῶν ταλάντων. Τά τάλαντα δέν εἶναι ἄλογα καί τυφλά ἔνστικτα πού λειτουργοῦν αὐτομάτως, καί δέν ὑπόκεινται σέ ἠθικόν ἔλεγχο καί κρίσι, ἀλλά σέ χαλιναγώγησι. Εἶναι κεφάλαια δοσμένα ἀπό τό Θεό καί ἀποδεκτά ἀπό τόν ἄνθρωπο, γιά νά κάμῃ ὅτι ὁ πρῶτος μέ τά πέντε τάλαντα πού ἔλαβε πρός ἁξιοποίησιν, καθώς καί ὁ δεύτερος μέ τά δύο. Ὁ τρίτος κατεκρίθη γιατί ὑπῆρξε κακότροπος, νωθρός καί ἀσεβής ἐπί πλέον μέ τά λόγια του κατά τή στιγμή τῶν λογαριασμῶν, καί εἶπε: «Καί ποιός σοῦ εἶπε, Κύριε, νά μοῦ δώσης αὐτό τό δάνειο; Ἐγώ τό κράτησα καί ἔλα στό σπίτι μου νά τό πάρης!» Γι’ αὐτό τέτοιοι τύποι ὑβρίζουν μιά τιμητική διάκρισι τοῦ Θεοῦ καί εἶναι ἀνάξιοι τῶν εὐλογιῶν του. Κι’ αὐτό πού τούς ἔδωσε θά τό πάρη.
