
1η. Ἀνάλυσις τοῦ Εὐαγγελίου τῆς Κυριακῆς, ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ’ ΛΟΥΚΑ (Προπατόρων) Λουκ. ιδ’ 16 – 24, Ματθ. κβ’ 14, ἀπό τό βιβλίον τοῦ μακαριστοῦ Ἱεροκήρυκος Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα: «ΛΑΛΕΙ ΚΥΡΙΕ…. ΚΥΡΙΑΚΟΔΡΟΜΙΟΝ» 1980. (Σελ. 431 – 433).
Ὁ ψυχοσωματικός ὀργανισμός γιά νά συντηρηθῇ ἔχει ἀνάγκη τροφῆς. Ὅσῳ περισσότερο θρεπτική εἶναι ἡ τροφή, τόσο περισσότερον εἶναι καί ἡ εὐεξία θαλλερή. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τήν πνευματική τροφή, ἡ ὁποία πρέπει νά εἶναι καθαρή. Ἔτσι, κάθε λογικός ἄνθρωπος δέν ἀγοράζει σάπια τρόφιμα, ἤ μηδενισμένης θρεπτικῆς ἀξίας γιά τή διατροφή του, ἀλλ’ οὔτε καί εἰσάγει στό ψυχικό του στομάχι πνευματικά προϊόντα διαποτισμένα μέ τό δηλητήριο τῆς ἀπιστίας, τῆς ἀμφιβολίας καί τῆς νεκρώσεως τῶν πνευματικῶν ἐνδιαφερόντων τῆς ψυχῆς. Γιά τό σωματικό ὀργανισμό παρατηρεῖται συγκεντρωμένο τό ἐνδιαφέρον, καί ἀκολουθεῖτε εἰδική συνταγή διαιτολογίου, τῆς ὁποίας ἡ ἐφαρμογή ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀντοχή τοῦ βαλαντίου, ἐνῶ γιά τόν ψυχικό, ἐκτός ἐξαιρέσεων, καί μάλιστα κατά τίς ἡμέρες μας, παρατηρεῖται τελεία ἀδιαφορία. Ἔτσι, ἐνῶ ὑπάρχει ἔλεγχος στά ὑλικά τρόφιμα γιά τήν ἀποφυγή θανασίμου δηλητηριάσεως, ἀλλά καί ἱκανοποίησι τῆς στοματικῆς κοιλότητος μετά τῆς γλώσσης καί τοῦ οὐρανίσκου εἰδικώτερα, ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐλέγχουν τά προσφερόμενα πνευματικά προϊόντα, εἴτε ὑπό μορφήν ἀναγνωσμάτων, εἴτε ὑπό μορφήν θεαμάτων καί ἀκροαμάτων. Καί ἔτσι ἔχουμε λίγα μέν κρούσματα τροφικῆς δηλητηριάσεως, πλεῖστα ὅμως πνευματικῆς.
Μᾶς ἐνδιαφέρει κυρίως ἐδῶ ἡ πνευματική τροφή, καί τοῦτο γιατί, εἴτε φτωχά σέ βιταμῖνες στοιχεῖα εἰσάγουμε στό σωματικό μας ὀργανισμό, εἴτε πλούσια, δέν ὑπάρχει ἐνοχή, ἐφ’ ὅσον τοῦτο ἐξαρτᾶται ἀπό τήν οἰκονομική μας εὐχέρεια, καί, ἔπειτα, προϊόντος τοῦ χρόνου, τό σῶμα μας δέν θά δέχεται οὔτε καί ὀρρούς, γιατί ἡ φυσική παρακμή τό ὁδηγεῖ στήν ἀδράνεια καί τή νέκρωσι. Πρό Χριστοῦ, ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς, ὁ ἐν ἀγνοίᾳ εὑρισκόμενος εἰδωλολατρικός κόσμος, ἐτρέφετο μέ τά πνευματικά προϊόντα τῶν μύθων καί τῆς ἀοριστολόγου φιλοσοφίας πού ἀεροβατούσε στό ἀχανές ὑπέραστρον ἄγνωστο, τό ὁποῖον ἔμεινε καί θά μένῃ γι’ αὐτή καί τούς ὑπηρέτες της αἰωνίως ἄγνωστον. Ἀλλά καί ἡ Ἰουδαϊκή μονοθεΐᾳ μέ τή στεγνή τυπολατρεία της δέν προσέφερε τήν καθαρή πνευματική τροφή στόν ἄνθρωπο. Ἦταν, βεβαίως, ἀσυγκρίτως βελτιωμένη ἐν σχέσει μέ τήν ὑπό τῶν φυσικῶν θρησκειῶν προσφερομένη, πάντως ὅμως δέν ἦταν ἡ ταιριαστή γιά τήν πνευματική ὁλοκλήρωσι τοῦ διψῶντος τήν ἀλήθεια ἀνθρώπου. Ἡ ἀχυρολογία τῶν ἀρχαίων δέν μποροῦσε νά εὐρωστοποίηση ψυχές.

Γιά αὐτό ὁ Κύριος, ἐν τῇ ἀπείρῳ του ἀγάπη πρός τό πλάσμα του παραθέτει τό πλούσιο γεῦμα – ἀριστόδειπνον: πρῶτον μέν τόν ἁγιάζοντα λόγον τῆς Ἀληθείας, Ἰωάν. ιζ’ 17, κ.α., πού ἀνοίγει τήν ὄρεξι μιᾶς ὑγιαινούσης ψυχῆς, δεύτερον δέ αὐτόν τόν οὐράνιον ἄρτο, τό Πανάγιον αὐτοῦ Σῶμα, γιά τήν ἀπόκτησι τῆς ζωτικότητος ἐκείνης, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ μέσῳ νικηφόρων πνευματικῶν ἀγώνων καί στήν πέραν τοῦ τάφου ἀθανασία, Ἰωάν. στ’ 41 κ.ε., λόγῳ τῆς μετά τοῦ Ἀθανάτου πνευματικῆς κοινωνίας. Ἰωάν. στ’ 51. Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία παραλαβοῦσα τό Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τό ὁποῖον ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος παρέδωκε σ’ αὐτήν κατά τό Δεῖπνο τῆς Μ. Πέμπτης, Ματθ. κστ’ 26 κ.ε., ἐπίστευσε καί πιστεύει ὅτι κατά τήν τέλεσι τοῦ θειοτάτου τούτου Μυστηρίου προσφέρεται αὐτό τοῦτο τό Σῶμα καί αὐτό τοῦτο τό Αἷμα τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ, ὡς Θεανθρώπου, πρός ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί ζωήν αἰώνιον, καί ὅτι δέν εἶναι ἁπλοί συμβολισμοί καί ὑπομνήσεις μόνον τῆς Σταυρωμένης Ἀγάπης, ὅπως φθέγγονται οἱ αἱρετικοί. «Λάβετε φάγετε», εἶπεν ὁ Κύριος, «τοῦτο ἐστί τό Σῶμα μου». Δέν εἶπε πώς τοῦτο «συμβολίζει», ἀλλ’ ἐστί, εἶναι. Τό αὐτό καί περί τοῦ προσφερομένου ἁγίου Ποτηρίου: «τοῦτο ἐστι τό Αἷμα μου, τό τῆς Καινῆς Διαθήκης τό περί πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Ματθ. κστ’ 26, κ.ε. Τήν ἀναγκαιότητα καί τή φοβερότητα τοῦ Μυστηρίου ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος Α’ Κορ. ια’ 27 κ.ε., ὅπως καί τήν ἐπιβαλλομένη προετοιμασία, γιατί «κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει» ὁ ἀναξίως κοινωνῶν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Ἡ ἀποχή ἀπό τή Θεία Μετάληψι συνεπάγεται τόν πνευματικό καί αἰώνιο θάνατο, Ἰωάν. στ’ 53, καί, ἀσφαλῶς, αὐτή ἡ θηριοποίησι τοῦ ἀνθρώπου, ὀφείλεται στήν ἄρνησι τῶν πολλῶν νά μετέχουν τοῦ παρατιθεμένου κατά τό Δεῖπνον Ἀμνοῦ, παρά τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας προσκαλεῖ κατά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας τούς πάντας μέ τό: «μετά φόβου Θεοῦ πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε».
