M

Close

Ἡ καινούργια γλῶσσα. «Ξενίζοντα τινα…» Β’

Τοῦ Φώτη Κόντογλου

Β’

            Ἀλλά ἄραγε ἡ ἀλήθεια εἶναι αὐτά πού δίδαξε ὁ Χριστός, ἤ ἐκεῖνα πού εἴπανε οἱ φιλόσοφοι; Ἡ ἀλήθεια εἶναι μία, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχουνε πολλές ἀλήθειες. Ὁ πολύς κόσμος πίστευε καί πιστεύει πώς τήν ἀλήθεια τήν γνωρίζανε ἐκεῖνοι πού τούς εἶπε ὁ Χριστός «κλέφτες καί ληστές». Αὐτοί τήν κάνανε τήν ἀλήθεια χεροπιαστή, τήν «ἀποδείξανε» μέ συλλογισμούς πού τούς παραδέχεται τό μυαλό γιά σωστούς καί γιά ἀσάλευτους.

            Ὁ Χριστός ὅμως δέν ἔκανε συλλογισμούς, ἀλλά ὅ,τι ἔλεγε, τό ἔλεγε ἁπλά καί σίγουρα. Ὁ Χριστός δέν ἀπόδειχνε τίποτα. Ἔλεγε στούς Ἰουδαίους πού τόν πιστέψανε: «Ἄν μείνετε πιστοί στόν λόγο τόν δικό μου, ἀληθινά εἴσαστε μαθητές μου, καί θά γνωρίσετε τήν ἀλήθεια, κι ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώσει». «Ἐάν μείνετε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μου ἐστε, καί γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν, καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω. η’, 31). Δέν εἶπε «ἡ ἀλήθεια θά σᾶς κάνει σοφούς», ἀλλά εἶπε «ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώσει». Ἡ δική του ἀλήθεια ἐλευθερώνει, ἐνῶ ἡ ἀλήθεια τῆς φιλοσοφίας δέν ἐλευθερώνει, ἀλλά ὑποδουλώνει, γιατί δέν εἶναι ἡ ἀληθινή ἀλήθεια, ἀλλά κάποιο κατασκεύασμα τοῦ μυαλοῦ. Ἕνας ἅγιος λέγει: «Ἡ κοσμική γνώση δέν μπορεῖ νά γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτός ἀπό ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο πού γνωρίζεται μέ τήν ἁπλότητα τῆς διάνοιας». Ἡ ἀλήθεια πού δίδαξε ὁ Χριστός, δέν βρίσκεται μέ τό μυαλό. Δέν καταλαβαίνεται, ἀλλά πιστεύεται.

            Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης λέγει: «Λόγον καθαρόν οὐδείς τῶν σοφῶν ἔσχηκε, τό λογικόν ἄνωθεν διά τῶν λογισμῶν διαφθειράντων». Καί παρακάτω λέγει: «Γνῶσιν ἀληθείας τήν τῆς χάριτος αἴσθησιν εἶναι κυρίως νόμισον. Τάς δέ λοιπάς, νοήσεων ἐμφάσεις καί πραγμάτων ἀποδείξεις ἀποκαλεῖν δεῖ». «Γνώση τῆς ἀλήθειας νά πιστεύεις ὅτι εἶναι ἡ αἴσθηση τῆς χάριτος». Δηλαδή: Γνωρίζει τήν ἀλήθεια ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού ἔνοιωσε τή χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα του καί πού μ’ αὐτή ξεσκεπάζονται τά μυστήρια τοῦ κόσμου. Τίς ἄλλες ὅμως τίς λεγόμενες γνώσεις τῆς ἀλήθειας, πρέπει νά τίς ὀνομάζει κανένας βεβαιώσεις νοημάτων κι ἀποδείξεις τῶν πραγμάτων. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτό πού λένε ἀλήθεια οἱ σαρκικοί ἄνθρωποι δέν εἶναι ἄλλο παρά ἀποδείξεις πώς εἶναι ἔτσι τά φαινομενικά πράγματα. Πραγματική ὅμως γνώση τῆς ἀλήθειας εἶναι τό νά αἰσθανθεῖς τή χάρη τοῦ θεϊκοῦ φωτισμοῦ, καί μ’ αὐτή νά νοιώσεις τήν ἀλήθεια.

            Τοῦτος ὁ φωτισμός δέν ἔρχεται ποτέ σέ ψυχή πού τήν ἔχει κάνει περήφανη ἡ κοσμική γνώση, ἀλλά στήν ταπεινή καί ἀπονήρευτη: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν». Ὅπως βλέπουμε, ὁ Κύριος δίνει τή χάρη του στούς ταπεινούς, σάν ἕνα δῶρο γιά τήν ταπείνωση πού εἴχανε. Τούτη ἡ χάρη λέγεται, στή γλώσσα τοῦ Χριστοῦ, βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἤ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος τήν παρομοίασε μέ θησαυρό κρυμμένον, μέ πολύτιμο μαργαρίτη, καί μέ ἄλλα ὑλικά πράγματα. Ἀλλά, τούτη τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου πού τή φώτισε ἡ ζωογόνα ἀκτίνα τοῦ θεϊκοῦ φωτός, ὁ Χριστός δέν τήν περιέγραψε μήτε τήν ἐξιστόρησε, ὅπως ἐξιστοροῦμε ὅλα τά πράγματα, γιατί εἶναι μακρυά ἀπό κάθε περιγραφή, ἐπειδή τά λόγια εἶναι ἀνίκανα νά τή ἐκφράσουνε.

            Αὐτή ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς εἶναι ἕνα προοίμιο τῆς μέλλουσας μακαριότητας, ἕνας «ἀρραβώνας». Ἔτσι τήν ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας στούς Κορινθίους: «Ὁ δέ βεβαιῶν ἡμᾶς σύν ὑμῖν εἰς Χριστόν καί χρίσας ἡμᾶς Θεός, ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς καί δούς τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Β’ Κορινθ. α’, 21). «Ὁ Θεός πού μᾶς βεβαιώνει μαζί μέ σᾶς στήν πίστη μας πρός τόν Χριστό, καί πού μᾶς ἔχρισε μέ τή χάρη του, καί μᾶς σφράγισε, καί μᾶς ἔδωσε τόν ἀρραβῶνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βάζοντάς τον μέσα στίς καρδιές μας», δηλαδή: μέ τό χάρισμα καί μέ τή φώτιση πού μᾶς ἔδωσε, τόν καιρό πού βρισκόμαστε ἀκόμα σέ τούτη τή ζωή, μᾶς βεβαίωσε, ἔβαλε μέσα στήν καρδιά μας τή βεβαιότητα, τήν πεποίθηση, πώς στήν ἄλλη ζωή, ὕστερ’ ἀπό τόν ἀρραβῶνα πού πήραμε σέ τούτη, θά πάρουμε καί τήν πλήρη μακαριότητα. Ἔπειτα ἀπό τό λίγο, θά πάρουμε καί τό πολύ, ὕστερ’ ἀπό τήν ἀντιφεγγιά θά ἀξιωθοῦμε νά δοῦμε καί τό φῶς τό ἀνέσπερο τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.

            Κι αὐτή ἡ βεβαιότητα κι ἡ σιγουριά πού παίρνει μέσα του ὁ Χριστιανός ὀποῦ φωτίσθηκε καί πίστεψε στόν Χριστό μ’ ὅλη τή δύναμή του, τοῦ δίνει μιά χαρά καί μιά πνευματική ἀγαλλίαση ἀνέκφραστη, γιατί ἡ βεβαιότητα ζωοποιεῖ, ἐνῶ ἡ ἀμφιβολία θανατώνει. Καί τή βεβαιότητα πού δίνει στόν ἄνθρωπο ἡ ἀδίσταχτη πίστη στόν Θεό καί σέ ὅσα εἶπε ὁ Θεός, δέν τή δίνει κανένα ἄλλο πρᾶγμα. Γιά τοῦτο ἔγραφε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορινθίους (Β’ Κορινθ. α’, 18), πρίν ἀπό τά λόγια πού ἀναφέραμε παραπάνω: «Εἶναι πιστός (ἀληθινός, ἀξιόπιστος) ὁ Θεός, πώς τό κήρυγμα πού σᾶς ἔκανα δέν ἔγινε ναί καί ὄχι». «Ὁ λόγος ἡμῶν ὁ πρός ὑμᾶς οὐκ ἐγένετο ναί καί οὐ». «Γιατί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ Ἰησοῦς Χριστός πού σᾶς κηρύξαμε, ἐγώ κι ὁ Σιλουανός κι ὁ Τιμόθεος, δέν κηρύχθηκε μέ τό ναί καί μέ τό ὄχι», δηλ. δέν κηρύχθηκε πότε ἔτσι καί πότε ἀλλοιῶς, δέν κηρύχθηκε μέ ἀμφιβολία. «Ἀλλά κηρύχθηκε καί εἶναι ναί». «Ἀλλά ναί ἐν αὐτῷ γέγονεν». «Ἐπειδή ὅλα ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, μέ τόν Χριστό, γινήκανε μέ τό ναί», δηλαδή: ἔχουνε μέσα τους τή βεβαιότητα, εἶναι ἀσάλευτα. «Ὅσαι γάρ ἐπαγγελίαι Θεοῦ ἐν αὐτῷ τό ναί καί ἐν αὐτῷ τό ἀμήν».

            Βλέπεις τί σιγουριά δίνει στόν ἄνθρωπο ἡ ἀληθινή πίστη στόν Χριστό, καί τό νά νοιώσει μέσα του τή βεβαιότητα τοῦ Θεοῦ; Καί ὅμως, ὕστερ’ ἀπό τόση βεβαιότητα, δέν εἶναι σέ θέση νά τήν περιγράψει, παρά μονάχα τήν αἰσθάνεται. Γι’ αὐτό λέγει ὁ Κύριος: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως». «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔρχεται μέ παρατήρηση, μέ ἐξακρίβωση», δέν γίνεται ἀντιληπτή μέ τόν τρόπο πού ἐξακριβώνουμε καί ἐλέγχουμε τά ὑλικά πράγματα καί τά σαρκικά συναισθήματά μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ γιά κάποιον ἄνθρωπο (γιά νά μήν πεῖ πώς εἶναι ὁ ἑαυτός του), πώς ἁρπάχθηκε στόν Παράδεισο καί πώς ἄκουσε κάποια λόγια ἀνείπωτα, πού δέν μπορεῖ ἄνθρωπος νά τά ἐκφράσει μέ τή γλώσσα: «καί ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β’ Κορινθ. α’, 3).

            Ἀφοῦ λοιπόν ἕνας Παῦλος δέν ἤτανε σέ θέση νά πεῖ τί εἶδε καί τί ἄκουσε ἐκεῖ πού ἁρπάχθηκε, πώς θά μπορέσουμε ἐμεῖς οἱ τιποτένιοι νά μιλήσουμε γιά τέτοια μυστήρια;

            Κάποιοι θά ποῦνε: «Τότε τί μᾶς ἐνδιαφέρουν αὐτά τά πράγματα καί μᾶς ζαλίζεις μ’ αὐτά πού γράφεις;». Ἀγαπητέ ἀναγνώστη, θερμά σέ παρακαλῶ νά μήν περιφρονήσεις ὅσα γράφουνται ἐδῶ, ἀπό καιρό σέ καιρό, γιά τή μυστική ζωή. Μήν τά βαρυέσαι. Νά βαρυέσαι τά χιλιοειπωμένα καί τά τριμμένα, πού ἐπειδή ἔχουμε συνηθίσει νά τ’ ἀκοῦμε, δέν θέλουμε νά τ’ ἀποχωριστοῦμε. Ἡ ψυχή κι ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου, εἶναι βαθειά κι ἀνεξερεύνητη «ἄβυσσος» ὅπως λέγει ὁ Δαυΐδ, κι ἄς μή τό καταλαβαίνουνε οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς. Πίστεψε πώς ἡ ψυχή σου εἶναι ἄγνωστη καί πώς εἶναι ἀθάνατη. Τό κορμί εἶναι πρόσκαιρο, καί τά πάθη κι οἱ ἀνάγκες του μποδίζουνε τήν ψυχή νά νοιώσει καλά τόν ἑαυτό της. Οἱ βαριοί ἀτμοί πού βγαίνουνε ἀπό τή σάρκα, θολώνουνε καί σκοτεινιάζουνε τόν ἥλιο πού ἀνατέλλει μέσα μας μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ. Ἓνας ἅγιος ἀσκητής λέγει: «Οἱ ψυχές, ἐνόσω εἶναι μολυσμένες καί σκοτεινές, δέν μποροῦνε νά δοῦνε ἡ μιά τήν ἄλλη, μήτε τόν ἑαυτό τους». Αὐτά κι ἄλλα παρόμοια λόγια, δέν εἶναι λόγια κούφια, ἀλλά βεβαίωση τῆς ἀλήθειας. Εἶναι ἀθάνατα.

            Ἄν πιστέψεις πώς ἀληθινά δέν γνωρίζεις τί κρύβεται στό βάθος τοῦ ἑαυτοῦ σου, γιατί ποτέ δέν τόν ἀναμόχλεψε ἡ φωτιά τῆς πίστης, ἀλλά κοιμᾶται βυθισμένος σ’ ἕνα λήθαργο θολόν καί βαρύν, τότε θά δώσεις προσοχή σέ κάποια πράγματα πού μπορεῖ νά νοιώσει ἡ καρδιά σου, ἄν διώξεις, ἄς εἶναι καί γιά λίγο, τόν λήθαργο πού σέ πλακώνει. Ἐκεῖνο ἀπ’ ὅπου θά κινηθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά προσέξει σέ κάποια λόγια πού ἔχουνε πνευματικό νόημα, εἶναι τό νά συλλογισθεῖ καλά ἄν ἡ ζωή του θά τελειώσει μέ τόν θάνατο τοῦ κορμιοῦ του ἤ ἄν θά ζήσει κι ὕστερ’ ἀπό τόν θάνατο. Κι ἄν γεννιέται ἀκόμα ἡ πιό μικρή ὑποψία πώς μπορεῖ νά ζεῖ κι ὕστερ’ ἀπό τόν θάνατο τοῦ κορμιοῦ, τότε νά σταθεῖ μέ κατάπληξη μπροστά σ’ αὐτό τό μυστήριο, καί νά συλλογισθεῖ: «Ἄραγε πῶς θἆναι ἐκείνη ἡ ζωή; Εἶναι σάν καί τούτη; Εἶναι καί κείνη πρόσκαιρη ἤ εἶναι αἰώνια; Καί ποιός κανόνισε ἔτσι αὐτά τά παράξενα φαινόμενα, καί γιατί ὁ κόσμος εἶναι ἔτσι κανωμένος; Καί πῶς γίνεται νά δίνουμε τόση σημασία σέ τούτη τή ζωή, πού σήμερα τήν ἔχουμε κι αὔριο τήν χάνουμε, καί στό κορμί πού ξέρουμε σίγουρα πώς θά καταστραφεῖ καί δέν δίνουμε καμμιά προσοχή ὁλότελα γιά τό τί θά γίνει παραπέρα ἀπό τή σύντομη ζωή;». Ἀκόμα κι ἄν δέν εἶναι σίγουρος κανένας γιά τά παραπέρα, ἡ ἀγάπη τῆς ζωῆς πού εἶναι φυτεμένη μέσα στήν καρδιά του θά τόν παρακινήσει νά προσέξει μήπως ἀδικήσει τόν ἑαυτό του καί μήπως θἆν’ ἀργά σάν βεβαιωθεῖ πώς ἔχει νά ζήσει κι ἄλλη ζωή ὕστερ’ ἀπό τούτη.

            Ἴσως κάποιος νά πεῖ (καί σίγουρα θά τό ποῦνε πολλοί): «Δέν βαρυέσαι. Θά σκοτισθοῦμε τώρα γιά κάποια πράγματα πού δέν εἶναι χειροπιαστά; Ἄς περάσουμε τούτη τή ζωή, κι ὕστερα ὅ,τι θέλει ἄς γίνει. Στό κάτω – κάτω τῆς γραφῆς, δέν θέλω νά ζήσω παραπέρα. Φτάνει τούτη ἡ ζωή!».

            Μπορεῖ κάποιοι νά τά λένε αὐτά τά λόγια, μά στ’ ἀληθινά δέν θέλουνε νά πεθάνουνε γιά πάντα. Ἡ φλέβα τῆς ζωῆς εἶναι βαθειά βαλμένη μέσα μας, καί ποθοῦμε νά ζήσουμε αἰώνια. Μιλοῦμε ἔτσι ὅσο εἶναι γερό τό κορμί μας καί μᾶς μεθᾶ τό αἷμα, πού μᾶς ζαλίζει σάν τό κρασί πού ἔχει πιεῖ ὁ μεθυσμένος. Ἅμα ὅμως ξαλαφρώσει τό κορμί μας ἀπό τά πάθη καί καθαρίσει λίγο τό πνεῦμα μας, θά νοιώσουμε, ἄς εἶναι καί γιά λίγο, πώς εἴμαστε πλασμένοι γιά κάποια σπουδαιότερα πράγματα, καί τότε θά αἰσθανθοῦμε μιά ζωηρή ἐπιθυμία νά μήν τελειώσει ὡς ἐδῶ ἡ ζωή μας. Ἐκεῖνοι πού λένε πώς εἶναι ἀδιάφοροι γιά τήν ἄλλη ζωή καί πώς δέν θέλουνε νά ζήσουνε παραπέρα ἀπό τούτη πού ζοῦνε σήμερα, ξεγελᾶνε τόν ἑαυτό τους, κι ἄς μήν τό καταλαβαίνουνε. Γιατί, πώς γίνεται νά μήν τή θέλουνε τήν ἄλλη ζωή ἄνθρωποι ἀχόρταγοι γιά τούτη πού ζοῦμε ἐδῶ κάτω, ἄνθρωποι κολλημένοι σάν στρείδια ἀπάνω της, καί πού ὁ νοῦς κι ὁ συλλογισμός τους εἶναι στό πῶς νά μαζέψουνε χρήματα, στό πώς νά φᾶνε καί νά πιοῦνε καί νά διασκεδάσουνε; Ἐνῶ κάποιοι ἄλλοι ἄνθρωποι ποῦ δέν εἶναι ἐγωϊστές σάν αὐτούς πού εἴπαμε, καί πού δέν εἶναι κολλημένοι μέ τόσο πεῖσμα σέ τούτη τή ζωή, ἀλλά, πολλοί ἀπ’ αὐτούς ἔχουνε τυραννήσει τό κορμί τους μέ τή στέρηση, πῶς γίνεται λοιπόν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά ποθοῦνε νά πᾶνε στήν ἄλλη ζωή γιά νά ζήσουνε αἰώνια;

            Δέν μιλῶ γιά ἐκείνους τούς δυστυχισμένους καί τούς ἀπελπισμένους ἀπό τή σκληρή ζωή τους, πού πολλοί ἀπ’ αὐτούς σκοτώνουνται μονάχοι τούς γιά νά γλυτώσουν, μά γιά ἐκείνους πού θά μποροῦσαν νά εἶναι εὐτυχισμένοι, γιατί τά ἔχουν ὅλα ὅσα χρειάζονται γιά νά ζήσουνε καλά, μά θεληματικά, ἀπαρνιοῦνται τή ζωή, καί κακοπαθοῦνε καί νηστεύουνε καί κρυώνουνε καί ταπεινώνονται, καί συντρίβουν τόν ἐγωϊσμό τους. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαπᾶνε τή ζωή, μά ἄλλοι ἀγαπᾶνε τήν πρόσκαιρη καί σαρκική, κι ἄλλοι τήν πνευματική κι αἰώνια.

            Ὡστόσο, καί νά θέλει κανένας νά μή ζήσει πιά ἄλλη ζωή, ὕστερ’ ἀπό τούτη, ἄς γνωρίζει πώς αὐτό δέν εἶναι στήν ἐξουσία του, ἀλλά στήν ἐξουσία Ἐκείνου πού μᾶς ἔπλασε. Στό χέρι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά σκοτώσει τό κορμί του, δέν εἶναι ὅμως στό χέρι του νά σκοτώσει τήν ψυχή του. Δέν μπορεῖ, ἐπειδή τό θέλει, νά ζήσει μονάχα τή μιά ζωή ἀπό τίς δυό πού εἶναι κανωμένος γιά νά ζήσει, κι ἄς εἶναι ὁ πιό μεγάλος κι ὁ πιό δυνατός σέ τοῦτον τόν κόσμο. Θέλει ἤ δέν θέλει, θά ἀφήσει τό κορμί του μέσα στό χῶμα, θά τό βγάλει ἀπό πάνω του σάν ἕνα παλιωμένο ροῦχο, καί θά βρεθεῖ σέ ἄλλον τόπο, ἀλλοιώτικος κι ἀγνώριστος. Κι ὅσο κι ἄν εἶχε τήν ἰδέα, βρισκόμενος σέ τούτη τή ζωή, πώς ἤτανε ἀφέντης τοῦ ἑαυτοῦ του καί πώς μποροῦσε νά τόν κάνει ὅ,τι ἤθελε, ἐπειδή πίστευε, ὁ δυστυχής, πώς ὁ ἑαυτός του ἤτανε τό σῶμα του, σάν περάσει, θέλοντας καί μή, ἀπό τήν ἄλλη μπάντα, θά σκύψει ὑπάκουος τό κεφάλι του καί θά τραβήξει τό δρόμο πού τοῦ διώρισε νά τραβήξει Ἐκεῖνος πού ἔπλασε κι αὐτόν τόν κόσμο, ὅπως θέλησε ὁ ἴδιος, διπλόν, ἕναν ἐδῶ πού ζοῦμε τήν πρώτη ζωή, κι ἕναν ἐκεῖ πού θά ζήσουμε τήν ἄλλη.

            Κι ἄν παραπονεθεῖ πώς αὐτός δέν εἶναι σύμφωνος μέ τόν τρόπο πού ἔκανε ὁ Θεός τόν κόσμο, ἄς ἀκούσει τί λέγει σ’ αὐτό ἀπάνω ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Στό θέλημά Του ποιός ἀντιστάθηκε; Κι ἐσύ, ὦ ἄνθρωπε, ποιός εἶσαι πού ἀντιφέρνεσαι στόν Θεό; Μήπως θά πεῖ τό πλάσμα στόν πλάστη του: Γιατί μ’ ἔκανες ἔτσι; Ἤ δέν ἔχει ἐξουσία ὁ κανατάς πού δουλεύει τόν πηλό, νά κάνει ἀπό τήν ἴδια λάσπη ἕνα δοχεῖο ἔμορφο καί τιμημένο, κι ἕνα ἄλλο δοχεῖο πρόστυχο καί περιφρονημένο;». (Ρωμ. θ’, 19).

            Ναί. Αὐτός εἶναι ὁ λεγόμενος Θεός, ὁ δημιουργός καί συντηρητής τοῦ παντός, ὁ ἀκατανόητος, μά πού μπορεῖ νά τόν νοιώσει κάθε ἄνθρωπος κοντά του καί μέσα του, ὁ παντοδύναμος μά καί μαζί ὁ πανάγαθος καί πανεύσπλαγχνος, ὁ Α καί ὁ Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, «ὁ ὤν καί ὁ ἧν καί ὁ ἐρχόμενος, ὁ Παντοκράτωρ».

            Ἡ πίστη εἶναι ἡ θαυμαστή σκάλα πού μ’ αὐτή μπορεῖς νά φτάξεις ὡς Ἐκεῖνον, καί μέ ὅλο πού εἶναι φοβερός καί παντοδύναμος, σέ ἀγαπᾶ ὅσο δέν σ’ ἀγαπᾶ μήτε ὁ πατέρας, μήτε ἡ μητέρα σου, καί θά σ’ ἀγκαλιάσει, ἄν μοναχά ἐσύ θελήσεις νά νοιώσεις τήν ἀγάπη πού ἔχει γιά σένα. Ἄν ὅμως ὁ βαρύς ὕπνος τῆς σάρκας σέ ἔχει τυφλώσει καί δέν νοιάζεσαι γιά τήν τύχη πού σέ περιμένει, μ’ ὅλο πού φροντίζεις γιά μιᾶς ὥρας ζωή, κι ἀπό τήν ἀλαζονεία σου δέν βλέπεις πώς εἶσαι ἕνας σκούληκας, ἀλλά θαρρεῖς πώς εἶσαι κάποιο μεγάλο πρᾶγμα καί περιφρόνησες ὅσα εἶπε ὁ Χριστός, τότε δέν θά βρεῖς καμμιά ἀπολογία, ἄν βγοῦνε ἀληθινά τά λόγια του καί περάσεις ἀναπάντεχα σέ μιά ἄλλη ζωή, σαστισμένος, ζαλισμένος, καί γυμνός ἀπό τή στολή πού φοροῦνε ὅσοι πιστέψανε σ’ αὐτή τήν ἄλλη ζωή πού μᾶς φανέρωσε ὁ Χριστός καί σέ τοῦτα τά λόγια του: «Μή θησαυρίζετε θησαυρούς ἀπάνω στή γῆ, ὅπου ὁ σκόρος καί ἡ βρωτίδα τούς τρώγει, κι ὅπου οἱ κλέφτες ἀνοίγουνε τίς κάσες καί τούς κλέβουνε. Ἀλλά ν’ ἀποχτᾶτε κάποιους θησαυρούς στόν οὐρανό, ἐκεῖ πού μήτε τό σαράκι μήτε ἡ βρωτίδα τούς καταστρέφει, κι ὅπου οἱ κλέφτες δέν τούς κλέβουνε. Γιατί ὅπου βρίσκεται ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας».

Φώτης Κόντογλου
(1895 – 1965)

ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. Σέλ. 165, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.

Related Posts

Ὕμνος τριαδικός σύν εὐχαῖς εἰς τό Μεσονυκτικόν. Ἐκ τῶν δογμάτων τοῦ ἁγίου Διονυσίου

Ὕμνος τριαδικός σύν εὐχαῖς εἰς τό Μεσονυκτικόν. Ἐκ τῶν δογμάτων τοῦ ἁγίου Διονυσίου

           Δόξα τῇ ἀπειροτάτῃ καί παναιτίῳ καί ζωαρχικῇ βασιλείᾳ σου, ἡ ὑπερούσιος καί ὑπέρθεος καί ὑπεράρχιος ἐναρχική Παναγία Τριάς, ἡνωμένως ἐν τρισίν ὑποστάσεσι διακεκριμένη, καί η ἕνωσις ὑπέρ νόησιν, ἡ πάντα ὑπέρ ἔννοιαν ὑπερβάλλουσα ἁγιότης· ἡ πάντων δεσπόζουσα...

Αὐτός, πού θέλει νά εὐαρεστῇ εἰς τόν Θεόν, οὐδόλως πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν του τούς ἐξευτελισμούς ἤ τάς τιμᾶς τῶν ἀνθρώπων (Γ’)

Αὐτός, πού θέλει νά εὐαρεστῇ εἰς τόν Θεόν, οὐδόλως πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν του τούς ἐξευτελισμούς ἤ τάς τιμᾶς τῶν ἀνθρώπων (Γ’)

ΕΥΕΡΓΕΝΤΙΝΟΣ ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΚΕ' Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου.            Ἐκεῖνος πού εἰλικρινῶς μετανοεῖ χλευάζεται ἀπό τούς ἀνόμους καί ἁμαρτωλούς· αὐτό ὅμως εἶναι καί ἀπόδειξις, ὅτι εὐχαριστεῖ τόν Θεόν.            Πηγή: ΕΥΕΡΓΕΝΤΙΝΟΣ (ΤΟΜΟΣ Γ'). Ἑπιμελείᾳ Βίκτωρος Ματθαίου Καθηγουμένου...

Αὐτός, πού θέλει νά εὐαρεστῇ εἰς τόν Θεόν, οὐδόλως πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν του τούς ἐξευτελισμούς ἤ τάς τιμᾶς τῶν ἀνθρώπων (Β’)

Αὐτός, πού θέλει νά εὐαρεστῇ εἰς τόν Θεόν, οὐδόλως πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν του τούς ἐξευτελισμούς ἤ τάς τιμᾶς τῶν ἀνθρώπων (Β’)

ΕΥΕΡΓΕΝΤΙΝΟΣ ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΚΕ' Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ.           Ἀδελφοί, ἐάν κάποτε συμβῇ νά μᾶς εἰρωνευθοῦν οἱ ἄνθρωποι δι' ἕν ἀγαθόν ἔργον, τό ὁποῖον ἐπετελέσαμεν, δέν πρέπει νά ἐντραπῶμεν διά τήν ἄδικον αὐτήν εἰρωνείαν καί σπεύσωμεν νά κάμωμεν ἐκεῖνα, πού δέν πρέπει, διά νά...