Τοῦ † Φώτη Κόντογλου

«Τό μωρόν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν
ἀνθρώπων ἐστίν» (Ἀπ. Παῦλος)
Α’
«Ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπό σοφῶν καί συνετῶν καί ἀπεκάλυψας αὐτά νηπίοις. Ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου». (Ματθ. ια’, 25). «Ἔκρυψες, ὦ πατέρα, πού ἐξουσιάζεις τόν οὐρανό καί τή γῆ, τά μυστήριά σου ἀπό σοφούς καί γνωστικούς, καί τά φανέρωσες στούς ἁπλούς ἀνθρώπους. Ναί, πατέρα, γιατί αὐτό εἶναι τό φιλάνθρωπο θέλημά σου».
Τοῦτα τά λόγια τά εἶπε ὁ Χριστός γιά τούς μαθητές του καί φανερώνουνε πώς ὁ Θεός δέν φωτίζει τήν περήφανη ψυχή ἐκείνων πού θαρροῦνε πώς ἔχουνε τή γνώση καί τή σοφία, ἀλλά τήν ταπεινή ψυχή ἐκεινῶν, πού δέν ἔχουνε μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους, καί πού, γι’ αὐτό, εἶναι ἕτοιμοι νά πιστέψουνε σ’ αὐτόν. Ὁ Χριστός, ὅπως γεννήθηκε στή φάτνη, ἔτσι πηγαίνει καί κατοικεῖ καί μέσα στήν ταπεινή καρδιά, κατά τόν σοφό Σολομῶντα πού λέγει: «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν». (Παροιμ. γ’, 34).
Ὁ Χριστός εἶχε πεῖ στούς μακαρισμούς του: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Καί στούς μαθητές του εἶπε: «Τά δικά σας μάτια εἶναι καλότυχα, γιατί βλέπουνε, καί τά αὐτιά σας, γιατί ἀκοῦνε. Ἐπειδή σᾶς λέγω ἀληθινά πώς πολλοί σπουδαῖοι ἄνθρωποι ἐπιθυμήσανε νά δοῦνε αὐτά πού βλέπετε, καί δέν τά εἴδανε, καί νά ἀκούσουνε αὐτά πού ἀκοῦτε, καί δέν τ’ ἀκούσανε». (Ματθ. ιγ’, 16).
Λοιπόν, ἡ πόρτα τ’ οὐρανοῦ εἶναι κλεισμένη γιά τούς περήφανους καί γιά ὅσους ἔχουνε περίπλοκο μυαλό. Οἱ φιλόσοφοι κι οἱ λογῆς – λογῆς γραμματισμένοι καί σπουδασμένοι στήν ἄσοφη σοφία τοῦ κόσμου, δέν βρίσκουνε ἔλεος. Ἀνάμεσα στήν περήφανη διάνοιά τους καί στόν Θεό βρίσκεται ἕνας φράχτης πού τούς χωρίζει ἀπό τή θεϊκή φώτιση. Γιατί ἡ γνώση ἡ κοσμική κάνει περήφανο τόν ἄνθρωπο: «Ἡ γνῶσις φυσιοῖ», ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Αὐτός ὁ πολύπαθος καί ἀκούραστος κήρυκας τοῦ Χριστοῦ, ἤτανε σπουδασμένος στήν κοσμική σοφία, μά σάν πῆρε τή φώτιση τοῦ Θεοῦ, ταπεινώθηκε καί ξέχασε τή σπουδή του, καί ἔγινε σάν ἀγράμματος, ἐπειδή ἡ πίστη δέν συμβιβάζεται μέ τήν κοσμική γνώση. Γιά τοῦτο ἔλεγε: «ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν», γιατί ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ κάνει ἁπλόν τόν ἄνθρωπο, καί γι’ αὐτό τόν λογαριάζει ὁ κόσμος γιά ἀνόητον, γιά «μωρόν».
Γιά τέτοιον τόν λογαριάσανε τόν μακάριο Παῦλο οἱ τετραπέρατοι φιλόσοφοι καί λογοκόποι Ἕλληνες, τόν καιρό πού ἦρθε στήν Ἀθήνα καί κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στόν Ἄρειο Πάγο. Μ’ ὅλο πού ἤτανε σπουδασμένος κι αὐτός, κι ἤξερε κάμποσο τά ἀρχαῖα ἑλληνικά γράμματα, σάν νά μιλοῦσε σέ ἄλλη γλῶσσα, καί δέν τόν καταλαβαίνανε οἱ στωϊκοί κι οἱ ἐπικούρειοι, ἐπειδή οἱ Χριστιανοί, ἀληθινά μιλοῦνε κάποια καινούργια γλῶσσα, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός γιά ἐκείνους πού θά πιστέψουνε σ’ αὐτόν: «ἐν τῷ ὀνόματί μου γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς». (Μάρκ. ιστ’, 17). Καινούργια γλῶσσα δέν γίνεται, ὁ Χριστός ὅμως ἤθελε νά πεῖ πώς οἱ Χριστιανοί θά μιλοῦνε γιά κάποια πράγματα πού θά εἶναι ἀκατανόητα γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους. Τούτη ἤτανε ἡ αἰτία πού οἱ Ἀθηναῖοι δέν καταλάβανε τίποτα ἀπό ὅσα τούς εἶπε ὁ Παῦλος, ἐπειδή ἤτανε μαθημένοι ἀπό αἰῶνες νά ἀκοῦνε κάποιες ἰδέες πού δέν εἴχανε καμμιά σχέση μέ ὅσα ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος. Αὐτοί ἤτανε μαθημένοι στά ἔμορφα λόγια «τῆς κενῆς ἀπάτης», πού δέν εἴχανε μέσα τους τήν ἀλήθεια, παρά γαργαλίζανε εὐχάριστα τ’ αὐτιά τους, «κνηθόμενοι τά ὦτα», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος.

Σάν τόν πήγανε λοιπόν στόν Ἄρειο Πάγο, γιά νά μιλήσει, περιμένανε ν’ ἀκούσουνε καμμιά ἀπό κεῖνες τίς δημηγορίες, πού γι’ αὐτούς ἤτανε ὅ,τι εἶναι τό κρασί γιά τόν μπεκρῆ. Καί πρίν νά τόν καλοακούσουνε, ἀπό τά λίγα λόγια πού τούς εἶπε νοιώσανε κάποια ἀλλοιώτικη μυρουδιά ἀπό τήν συνηθισμένη τους, καί λέγανε: «Τίς ἡ καινή αὕτη ἡ ὑπό σοῦ λαλουμένη διδαχή; Ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τάς ἀκοάς ἡμῶν». «Ποιά εἶναι αὐτή ἡ καινούρια διδασκαλία πού διδάσκεις; Γιατί κάποια πράγματα παράξενα κι ἀσυνήθιστα φέρνεις στ’ αὐτιά μας».
Αὐτά τά λόγια φανερώνουνε καί περιφρόνηση, ἐπειδή εἴχανε τήν ἰδέα πώς ἔξω ἀπό τίς δικές τους ἰδέες καί θεωρίες, ὅλα τ’ ἄλλα ἤτανε ψευτιές κι ἀνοησίες, προπάντων ὅσα ἐρχόντανε ἀπό τήν Ἀνατολή.
Στήν ἀρχή τόν ἀκούγανε καί κάνανε ὑπομονή, ἄν καί ἔλεγε κάποια πράγματα πολύ θρησκευτικά, πού δέν ταιριάζανε μέ «τό ἐλεύθερο πνεῦμα» τους, μά μόλις ξεστόμισε τά λόγια «ἀνάστασις νεκρῶν», ξεσπάσανε ἐκεῖνοι «οἱ λάτρεις τῆς λογικῆς». Ἀκοῦς ἐκεῖ «ἀνάσταση τῶν νεκρῶν»! Χά, χά, χά! Τρελλός θἆναι ὁ ἄνθρωπος! Ἀπό τήν πολλή τή φασαρία κόπηκε ἡ ὁμιλία ὥς ἐκεῖ. «Ἀκούσαντες δέ ἀνάστασιν νεκρῶν, οἱ μέν ἐχλεύαζον, οἱ δέ εἶπον: Ἀκουσόμεθά σου καί πάλιν».
Ὅλοι οἱ ἄπιστοι κι ὅσοι εἶναι κολλημένοι στήν ὑλική γνώση, σέ κάθε ἐποχή καί σέ κάθε φυλή, λένε τά ἴδια σάν ἀκούσουνε τά ἀποκαλυπτικά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, καί περιπαίζουνε ἐκεῖνον πού τά πιστεύει καί τά λέγει. Κι οὔτε ὑποπτεύονται πώς ὑπάρχει κάτι πέρα ἀπό ὅ,τι καταλαβαίνουνε μέ τό μυαλό τους.
Γράφοντας στούς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Ὁ λόγος τοῦ σταυροῦ, γιά μέν τούς χαμένους εἶναι ἀνοησία, ἀλλά γιά τούς σωσμένους εἶναι δύναμη τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶναι γραμμένο ῾῾ἀπολῶ τήν σοφίαν τῶν σοφῶν, καί τήν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω᾿᾿… Μήπως δέν ἀπόδειξε ὁ Θεός πώς εἶναι μωρία ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου; Γιατί, ἐπειδή, ὅπως οἰκονόμησε ὁ Θεός, ὁ κόσμος δέν γνώρισε τόν Θεό μέ τή σοφία, εὐδόκησε ὁ Θεός μέ τή μωρία τοῦ κηρύγματος νά σώσει ἐκείνους πού πιστεύουνε. Ἐπειδή καί οἱ Ἰουδαῖοι σημεῖο (θαῦμα) ζητοῦνε, καί οἱ Ἕλληνες σοφία ζητοῦνε, ἀλλά ἐμεῖς κηρύχνουμε Χριστό σταυρωμένον, πού εἶναι γιά μέν τούς Ἰουδαίους σκάνδαλο, γιά δέ τούς Ἕλληνες ἀνοησία, ἀλλά γιά ἐκείνους τούς Ἰουδαίους καί τούς Ἕλληνες, πού τούς κάλεσε ὁ Θεός νά τόν γνωρίσουνε, κηρύχνουμε τόν Χριστό πού εἶναι Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία». (Α’ Κορινθ. α’, 18).
Καθώς βλέπεις, γιά τούς Ἕλληνες, ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἤτανε μωρία (ἀνοησία), καί τέτοια εἶναι γιά ὅλους τούς ὀρθολογιστές. Πῶς λοιπόν νά καταλάβουνε τά λόγια τοῦ Παύλου, ἀφοῦ ὁ Χριστός κι ὅσοι τόν πιστέψανε, μιλᾶνε μιά γλῶσσα παράξενη καί ἀσυνήθιστη γιά τ’ αὐτιά τοῦ κόσμου, μιά γλῶσσα καινούρια, «γλῶσσαν καινήν»:
Οἱ ἄνθρωποι, πρίν νά ἔρθει ὁ Χριστός στόν κόσμο, ψάχνανε νά βροῦνε τήν ἀλήθεια καί κάνανε ἕνα πλῆθος θεωρίες, μά ἡ ἀλήθεια δέν βρισκότανε. Γιατί, μέ τό μυαλό δέν βρίσκεται ἡ ἀλήθεια, κι ἀπό μονάχο τόν ἄνθρωπο, ἀλλά μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ. Γιά τοῦτο, ὕστερ’ ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού γράψαμε στήν ἀρχή, εἶπε καί τοῦτα παρακάτω: «Πάντα μοί παρεδόθη ὑπό τοῦ πατρός μου. Καί οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν υἱόν εἰμή ὁ πατήρ, οὐδέ τόν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰμή ὁ υἱός καί ὦ ἐάν βούληται ὁ υἱός ἀποκαλῦψαι». (Ματθ. ια’, 27). Μετάφραση: «Ὅλα μοῦ παραδοθήκανε ἀπό τόν Πατέρα μου. Καί κανένας δέν γνωρίζει τόν Υἱό, παρά μονάχα ὁ Πατήρ, οὔτε κανένας γνωρίζει τόν Πατέρα, παρά μόνον ὁ Υἱός, καί σέ ὅποιον θέλει ὁ Υἱός νά τόν ἀποκαλύψει». Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἑαυτό του, μέ τίς δικές του τίς δυνάμεις, δέν μπορεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό, ἀλλά μονάχα ὁ ἴδιος ὁ Θεός μπορεῖ νά τόν φωτίσει, ὥστε νά τόν γνωρίσει, ἤ νά τόν ὁδηγήσει ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος, στή γνώση τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι μέ τό μυαλό τους ψάχνανε νά βροῦνε τόν Θεό, μά δέν βρίσκανε τίποτα, ἐπειδή ὁ Θεός δέν βρίσκεται μέ τούς συλλογισμούς. Γιά τοῦτο εἶπε ὁ Κύριος μέ τό στόμα τοῦ προφήτη Ἠσαΐα: «Ἐμφανής ἐγενήθην τοῖς ἐμέ μή ἐπερωτῶσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμέ μή ζητοῦσιν». (Ἠσ. ξε’, 1). «Φανερώθηκα σ’ ἐκείνους πού δέν μέ ρωτοῦνε ἄν ὑπάρχω, καί βρέθηκα ἀπ’ ἐκείνους πού δέν μέ ζητοῦνε μέ πονηρό ψάξιμο». Ἡ φιλοσοφία εἶναι πονηρή περιέργεια τοῦ μυαλοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τήν ἔλεγε «κενήν ἀπάτην». Ἐνῷ ὁ Χριστός εἶπε: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». (Ματθ. ε’, 8). Καί πάλι εἶπε τά λόγια πού γράψαμε στήν ἀρχή, εὐχαριστῶντας τόν Πατέρα του πού ἔκρυψε τά μυστήρια τῆς βασιλείας του ἀπό τούς σοφούς καί συνετούς, καί πού τά φανέρωσε στούς νηπίους, στούς ἁπλοϊκούς κι ἀγράμματους, ὅπως ἤτανε οἱ μαθητές του. Κι ἄλλη φορά, στούς Φαρισαίους, πού τόν ρωτήσανε πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκρίθηκε: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως». (Λουκ. ιζ’, 20). «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔρχεται μέ τήν παρατήρηση, μέ τό ψάξιμο».
Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων γράφει ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς πώς οἱ πρῶτοι Χριστιανοί «μεταλάμβανον τροφῆς ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τόν Θεόν». (Πράξ. β’, 46). Αὐτή ἡ «ἀφελότης τῆς καρδίας» χρειάζεται στόν ἄνθρωπο γιά νά πάρει τόν φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί νά γνωρίσει τόν Θεό.
Ὁ δέ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Διά πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διά εἴδους». (Β’ Κορινθ. ε’, 7). «Μέ τήν πίστη περιπατοῦμε, κι ὄχι μέ τήν παρατήρηση, ὄχι μέ συλλογισμούς». Καί στούς Ἀθηναίους εἶπε πώς μέ τή φιλοσοφία οἱ ἄνθρωποι ψηλαφοῦσαν, σάν τυφλοί, μήπως βροῦνε τόν Θεό, ἄν καί δέν εἶναι μακρυά ἀπό τόν καθένα μας, «εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτόν καί εὕροιεν, καί γε οὐ μακράν ἀπό ἑνός ἡμῶν ἑκάστου ὑπάρχοντα». (Πραξ. ιζ’, 27).
Καί ὅμως, ἄν καί βρίσκεται ὁ Θεός κοντά στόν καθένα μας, γιατί λοιπόν οἱ Ἕλληνες ποῦ εἶχαν τόσο δυνατό μυαλό καί τόση καλλιέργεια στή φιλοσοφία, γιατί δέν τόν βρήκανε; Ἀλλά καί κάποιοι ἀπ’ αὐτούς πού νομίσανε πώς τόν βρήκανε, δέν εἴχανε γνωρίσει τόν ἀληθινό Θεό, «τόν Θεό τόν ζῶντα», ἀλλά πήρανε γιά Θεό ἕνα εἴδωλο τῆς φαντασίας τους ἤ ἕνα ψεύτικο πλάσμα τοῦ μυαλοῦ τους, χωρίς ἀληθινή ὑπόσταση. Γιατί δέν θελήσανε νά τόν γνωρίσουνε μέ ταπείνωση καί μέ καθαρή καρδιά, πού μόνο ἔτσι γνωρίζεται, ἀλλά μέ τόν ἐγωϊσμό τοῦ ἀνθρώπου πού ἐρευνᾶ καί πού ἔχει πεποίθηση στή λογική του. Μά ἡ ἴδια ἡ λογική τους ἴσια – ἴσια στάθηκε τό ἐμπόδιο στό νά πιστέψουν σέ κάποια πράγματα πού δέ τά παραδεχότανε τό μυαλό τους γιά ἀληθινά. Ἀλήθεια γι’ αὐτούς ἤτανε ὅτι πιστοποιούσανε μέ τίς αἰσθήσεις πώς ὑπάρχει. «Περιεπάτουν διά εἴδους, οὐ διά πίστεως».
Κι ὁ κόσμος πού περίμενε νά φωτισθεῖ ἀπό τούς σπουδασμένους, περιπλανιότανε στό σκοτάδι, ζαλισμένος ἀπό τά λογῆς – λογῆς συστήματα, πού εἴχανε κάνει οἱ διάφοροι φιλόσοφοι. Γιά τοῦτο εἶπε τό ἀληθινό καί θεϊκό στόμα: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι ἡ θύρα τῶν προβάτων. Πάντες ὅσοι ἦλθον πρό ἐμοῦ, κλέπται εἰσί καί λησταί». (Ἰω. θ’, 7). «Ὅλοι ὅσοι ἦλθαν πρίν ἀπό μένα, εἶναι κλέφτες καί ληστές». Ὅλοι, χωρίς ἐξαίρεση! Πόσο αὐστηρός καί ἀπότομος εἶναι ὁ φιλάνθρωπος Χριστός μας, λέγοντας αὐτά τά λόγια! Σάν νά τά λέγει ὀργισμένος, ὁ πρᾶος κι ὁ ἀνεξίκακος! Μιλᾶ ὅμως ἔτσι, γιατί ἡ ἀγάπη εἶχε λείψει ἀπό ἐκείνους πού θέλανε νά γίνουνε ὁδηγοί καί δάσκαλοι τῶν ἀνθρώπων, κι ὅ,τι κάνανε, τό κάνανε χωρίς ἀγάπη γιά ἐκείνους πού θέλανε νά διδάξουνε καί νά ὁδηγήσουνε. Καί γι’ αὐτό λέγει παρακάτω ὁ Κύριος: «Ἐγώ ειμί ὁ ποιμήν ὁ καλός. Ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων. Ὁ μισθωτός δέ καί οὐκ ὤν ποιμήν, οὗ οὐκ εἰσί τά πρόβατα, θεωρεῖ τόν λύκον ἐρχόμενον καί ἀφίησι τά πρόβατα καί φεύγει». (Ἰω. ι’, 11).

(1895 – 1965)
ΠΗΓΗ: ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ ΕΡΓΑ–ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ Κείμενα γύρω ἀπό τίς ἀθάνατες ἀξίες τῆς ὀρθόδοξης ζωῆς. Σέλ. 161, ἔκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1973.